Πρωταγωνιστές τα κανάλια στον διασυρμό, πουλούν το δράμα των θυμάτων για να κάνουν νούμερα, όπως λένε ειδικοί στο Documento
Ριάλιτι. Ετσι έχουν καταστήσει η τηλεόραση και η πλειονότητα των ΜΜΕ την τραγική υπόθεση του βιασμού και της μαστροπείας εις βάρος του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό. Τα στοιχεία που διαρρέουν από τη δικογραφία είναι ατέλειωτα και προφανώς πολλά από αυτά δεν θα έπρεπε να δημοσιοποιούνται. Παρουσιαστές στην τηλεόραση λένε ότι έχουν γυμνές φωτογραφίες του κοριτσιού ή σχολιάζουν ακόμη και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόλπος της. Φυσικά δεν ενδιαφέρονται για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Το μόνο που τους αφορά είναι η τηλεθέαση. Αδιαφορούν για το ότι με αυτό τον τρόπο το 12χρονο κορίτσι, που έχει υποστεί αδιανόητα βασανιστήρια, θυματοποιείται ξανά. Το κορίτσι το οποίο ο Ηλίας Μίχος πουλούσε σαν ένα από τα οποιοδήποτε προϊόντα που είχε στο μπακάλικό του χρησιμοποιείται και πάλι σαν προϊόν από τα κανάλια. Επειδή το δράμα του «πουλάει».
Ούτε ενδιαφέρει καθόλου την ελληνική τηλεόραση ότι η εμπορευματοποίηση αυτής της υπόθεσης έχει κι άλλο αρνητικό απότοκο: αποτρέπει μελλοντικά ή ήδη υπάρχοντα θύματα να μιλήσουν. Πώς ένα θύμα που έχει κακοποιηθεί θα προβεί σε καταγγελία γνωρίζοντας ότι θα διασυρθεί στα κανάλια; Αν μια υπόθεση θεωρηθεί «εμπορική», δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, κανένα δικαίωμα στην ανηλικότητα. Το στίγμα θα ακολουθεί τα θύματα για πάντα.
Είναι η ακριβώς αντίθετη διαδικασία από αυτήν που θα έπρεπε να ακολουθείται. Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση, όπως αναφέρουν σήμερα ειδικοί που μιλούν στο Documento, ανήκει στη σφαίρα των σκοτεινών εγκλημάτων, σε αυτά δηλαδή που πολύ δύσκολα καταγγέλλονται. Τα περισσότερα μένουν στο σκοτάδι, πίσω από κλειστές πόρτες. Και η πολιτεία αντί να βοηθήσει να ανοίξουν όλες αυτές οι πόρτες, παραμένει άπραγη. Πρακτικά δεν υπάρχει κανένας κρατικός έλεγχος, καμιά κοινωνική πρόνοια. Τα θύματα αφήνονται απροστάτευτα να αντιμετωπίσουν το έρεβος. Εχουμε φτάσει στο 2022, αλλά υπάρχουν ακόμη φωνές στον δημόσιο λόγο –τελευταία περίπτωση ο Μάκης Βορίδης– που ζητούν ακόμη και χημικό ευνουχισμό υπό προϋποθέσεις. Επειτα εμφανίζονται σε δεκάδες ιστοσελίδες άρθρα με τίτλο «Τι είναι ο χημικός ευνουχισμός»…
Το ζήτημα της παιδοφιλίας αποτελεί κοινωνικό ταμπού: δεν έχουν δημιουργηθεί δομές όπου αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούν να λάβουν ειδική βοήθεια ώστε να αντιμετωπίσουν με λειτουργικό τρόπο τις επιθυμίες τους, προκειμένου να μη γίνουν δράστες. Αντ’ αυτού, πολιτικοί και ΜΜΕ ζητάνε αίμα για να ικανοποιήσουν τα συντηρητικά ή και ακροδεξιά αντανακλαστικά του ακροατηρίου τους. Η κοινωνία όμως έχει κάνει βήματα προόδου, οι πολίτες είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι κι αυτό φαίνεται ότι βοηθάει περισσότερα θύματα να μιλήσουν. Ας μην αφήσουμε ειδεχθείς υποθέσεις όπως αυτή του Κολωνού να μας αποπροσανατολίσουν και να μας αποστρέψουν από το μοναδικό επίδικο: να βοηθήσουμε ώστε κάποια μέρα να μην υπάρχει κανένα θύμα που θα μείνει μόνο του.
«Αν δώσεις τη δυνατότητα στα θύματα, θα καταγγείλουν»
«Δεν ξέρω αν το φαινόμενο της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι πιο έντονο τα τελευταία χρόνια, φαίνεται όμως ότι υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση από τους τρίτους, όπως μια θεία που βλέπει κάτι. Φαίνεται ότι έχουν ανέβει οι καταγγελίες των βιασμών τα τελευταία χρόνια –δεν ξέρουμε πόσες αφορούν παιδιά–, αλλά δεν γνωρίζουμε αν αυτό συμβαίνει επειδή τα θύματα καταγγέλλουν πιο συχνά ή επειδή γίνονται περισσότεροι βιασμοί» ανέφερε στο Documento η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Η κ. Βιδάλη τόνισε επίσης ότι «αν υπάρχει κάποιο προφίλ αυτών των δραστών, αυτό αφορά τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Αν λάβουμε υπόψη ότι παρατηρείται αύξηση των καταγγελιών, αυτές δεν φαίνεται να προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν κι εκεί αυτά. Φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ανθρώπους κατά κύριο λόγο χαμηλής και μεσαίας εισοδηματικής προέλευσης. Παράλληλα, ο βιασμός δεν είναι ορθολογικό έγκλημα, έχει βαθύτερες αιτίες και κίνητρα που δεν είναι βιολογικά, είναι ψυχολογικά και κοινωνικά».
Ακόμη, όπως σημείωσε: «Η αύξηση των καταγγελιών φαίνεται να δείχνει ότι όταν δώσεις τη δυνατότητα στα θύματα να καταγγείλουν το πράττουν. Αλλά θα πρέπει αυτός που λαμβάνει την καταγγελία να μπορεί να τη διαχειριστεί. Δεν αρκεί να βάλεις δίπλα σε ένα ανήλικο θύμα έναν ψυχολόγο. Χρειάζεται μια σφαιρική προσέγγιση –υπάρχουν μοντέλα– στο περιβάλλον του θύματος, επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το περιβάλλον αυτό που ανέχεται και συγκαλύπτει για πολλούς λόγους. Αν συμβαίνει ένα τέτοιο περιστατικό, διαλύει την αίσθηση της οικογένειας».
Σύμφωνα με την κ. Βιδάλη, από την υπόθεση του Κολωνού «βλέπουμε ότι έχουμε να κάνουμε με οργανωμένο έγκλημα. Αλλά δεν μιλάμε γι’ αυτό. Μιλάμε για ατομικές περιπτώσεις. Αυτό είναι παράδοξο γιατί οι άνθρωποι που διαμορφώνουν συστήματα εκμετάλλευσης ανήλικων ή ενήλικων νεαρών κοριτσιών και αγοριών δεν βρίσκονται εκτός κοινωνίας. Είναι δίπλα μας, μπορεί να είναι ευυπόληπτοι πολίτες και ευκατάστατοι. Ολα αυτά δεν είναι στη φαντασία μας. Εμείς όμως συζητάμε για τη μητέρα, τον πατέρα και τον κάθε βιαστή. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Υπάρχει ένα σύστημα που κερδίζει από την εκμετάλλευση ανηλίκων, από την παράνομη πορνεία και την εμπορία ανθρώπων. Ξέρουμε ότι αυτό το σύστημα –μπορεί όχι το συγκεκριμένο, αλλά βάσει γνώσης από άλλα που έχουν αποκαλυφθεί– έχει πολλούς συσχετισμούς με τη “νόμιμη” κοινωνία. Υπάρχουν και στην Ελλάδα εκατοντάδες, ενδεχομένως χιλιάδες παιδιά, σιωπηλά θύματα τέτοιων κυκλωμάτων. Για να μη μιλήσω για τα ασυνόδευτα ανήλικα, τα παιδιά των φαναριών και τους μετανάστες. Η παράνομη σεξουαλική δραστηριότητα δεν είναι τόσο ασύνηθες φαινόμενο όσο θέλουν τα μίντια να φανεί. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε».
«Ταμπού ζητήματα στην Ελλάδα όπως η παιδοφιλία»
Παράλληλα, η κ. Βιδάλη σχολίασε ότι «ζητήματα όπως αυτό της παιδοφιλίας είναι ταμπού. Πιστεύω πως και ο παιδόφιλος –γιατί από εκεί πρέπει να ξεκινήσει κανείς– δεν θα δεχτεί ότι έχει πρόβλημα. Συνήθως υπάρχουν μηχανισμοί αυτοάμυνας και άρνησης σε ατομικό επίπεδο. Σε γενικές γραμμές στην εγκληματολογία γνωρίζουμε ότι όταν κάποιος παραβιάζει έναν κανόνα μπορεί να δικαιολογείται στον εαυτό του. Ομως δεν συζητάμε καν για την παιδοφιλία, είναι σαν να μην υπάρχει. Αυτός που έχει πρόβλημα θα έπρεπε να μπορεί να απευθυνθεί σε ειδικούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ώστε να μπορέσει να χειριστεί μια κατάσταση που ενδεχομένως αρχικά να είναι δυσάρεστη και για τον ίδιο. Στην Ελλάδα όμως δεν έχουμε τη δυνατότητα ούτε να πάνε τα θύματα να καταθέσουν σε ένα κανονικό δωμάτιο, στα πρότυπα των διεθνών οργανισμών, και συζητάμε για τους παιδόφιλους; Κανείς δεν ασχολείται».
Κι αυτό επειδή «η κεντρική επιλογή του κράτους είναι η καταστολή. Από τη στιγμή λοιπόν που επιλέγεται η καταστολή, όλα τα άλλα απαξιώνονται και δεν εξετάζονται καν οι πιθανές επιλογές που έχουμε. Γιατί εκεί είναι το στοίχημα της δημοκρατίας: να αντιδρά με τρόπο που δεν είναι το ίδιο απάνθρωπος με την προσβολή που έχει δεχτεί το θύμα. Ετσι στέλνεις μήνυμα και διαμορφώνεις πολίτες, κάνοντας το κράτος ανώτερο και ισχυρότερο. Οχι με τη βία αλλά με την πειθώ. Αλλά αυτό δεν γίνεται στην Ελλάδα. Ανεξαρτήτως της σοβαρότητας που έχουν αυτά τα περιστατικά, δεν πρέπει να μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο και ενδιαφέρον. Πρόκειται πράγματι για πολύ σοβαρά περιστατικά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αρχίζουν να μπαίνουν σε μια φαρέτρα ηθικών πανικών, μέσα από τις οποίες συγκαλύπτονται συνθήκες που μπορεί να έχουν σχέση με την ίδια τη δημοκρατία. Αυτός είναι και ο λόγος που και οι δημοσιογράφοι πρέπει να κρατούν ισορροπία στην προβολή των γεγονότων».
«Δεν βλέπουμε ταινία, αυτά συνέβησαν»
«Η παιδική κακοποίηση σίγουρα συνέβαινε στο παρελθόν πίσω από περισσότερες κλειστές πόρτες απ’ ό,τι τώρα. Γνωρίζουμε από την έρευνα πως τα ανήλικα θύματα δυσκολεύονται πολύ να καταγγείλουν τα περιστατικά. Το γεγονός ότι αυτή την περίοδο βλέπουμε να έρχονται στο φως πολλές υποθέσεις σημαίνει πως ίσως τα θύματα παίρνουν θάρρος και μιλάνε πιο εύκολα» δήλωσε στο Documento η δικαστική ψυχολόγος Ερη Ιωαννίδου και συνεχίζει: «Θα πρέπει να δούμε τα επίσημα και τα ανεπίσημα στατιστικά στοιχεία προκειμένου να διαπιστώσουμε αν υπάρχει αύξηση. Πάντως η παιδική κακοποίηση ανήκει στη σφαίρα των εγκλημάτων που έχουν μεγάλο σκοτεινό αριθμό, δηλαδή πάρα πολλά εγκλήματα δεν καταγγέλλονται».
Σύμφωνα με την κ. Ιωαννίδου, «στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο δράστης είναι κάποιος γνωστός του παιδιού, της οικογένειας, κάποιος έμπιστος άνθρωπος. Είναι πιο εύκολο ως διαδικασία να κακοποιήσεις ένα παιδί που σε γνωρίζει». Αναφορικά με τα κίνητρα των δραστών η κ. Ιωαννίδου σχολίασε ότι «πολύ συχνά είναι διαφορετικά τα κίνητρα του δράστη. Ενας δράστης που πάσχει από παιδοφιλική διαταραχή διαφέρει σε πολλά από ένα δράστη που δεν πάσχει. Αυτές είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες, ενώ υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις».
Παράλληλα, η κ. Ιωαννίδου σχολίασε ότι «διαρρέουν συνεχώς στοιχεία από τη δικογραφία, γεγονός που είναι πρόβλημα από μόνο του. Τις προάλλες διέρρευσε ένα μέρος της προκαταρκτικής γνωμάτευσης της ψυχολόγου της ΓΑΔΑ. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο, δεν ξέρω καν πόσα δικαιώματα έχουν καταπατηθεί. Ολα αυτά μένουν στο ίντερνετ, όλοι –συμπεριλαμβανομένου του παιδιού– θα έχουν πρόσβαση σε αυτά. Δεν υπάρχει καμιά προστασία της ανηλικότητας ούτε από το ΕΣΡ ούτε από οποιονδήποτε άλλο. Το κοινό δεν χρειάζεται να γνωρίζει αυτές τις πληροφορίες. Δεν βλέπουμε ταινία. Αυτά τα πράγματα συνέβησαν σε ένα συνάνθρωπό μας. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η εμπιστοσύνη του κάθε θύματος απέναντι στο κράτος, επειδή πιστεύει ότι θα διασυρθεί έτσι και μιλήσει. Εχουμε που έχουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό καταγγελιών σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, θα μειωθεί ακόμη περισσότερο».
Επίσης, τονίζει ότι «δεν έχουμε κάποια δομή όπου μπορεί να απευθυνθεί κάποιος που ενδεχομένως έχει τέτοιες επιθυμίες αλλά δεν έχει προβεί σε δράση. Αυτό είναι πολύ προβληματικό, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν βρίσκει βοήθεια πουθενά, δεν μπορεί να βρει κάποιον επαγγελματία να μιλήσει, αποφεύγει να πάει ακόμη και σε ιδιώτες ψυχολόγους από φόβο μήπως τον καταγγείλουν. Επομένως, αφού δεν αντιμετωπίζει αυτές τις επιθυμίες με λειτουργικό τρόπο, είναι πολύ πιθανό να προβεί και σε πράξεις».
«Το στίγμα δεν φεύγει εύκολα, σε ακολουθεί»
Αναφορικά με το αν έχουν αυξηθεί τα κρούσματα σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης τα τελευταία χρόνια, η δικηγόρος Νίνα Τζέλη που έχει ασχοληθεί με πλείστες τέτοιες υποθέσεις δήλωσε ότι «υπάρχει έξαρση με την εξής έννοια: πλέον γίνονται όλα τόσο γνωστά μέσα από τα ΜΜΕ, που βρίσκονται παντού. Υπάρχει έξαρση και η αιτία είναι ότι δεν υπάρχει κοινωνικός έλεγχος μπροστά στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις. Δεν υπάρχει συγκρότηση και πρόληψη από το κράτος στην πηγή, δηλαδή στην οικογένεια. Από τη στιγμή που τα παιδιά φεύγουν από την οικογένεια και αρχίζουν να κοινωνικοποιούνται θα πρέπει να υπάρχουν τα κατάλληλα άτομα τα οποία θα ελέγχουν τη συμπεριφορά τους».
Αλλωστε, όπως ανέφερε: «Τα παιδιά μιλάνε. Είτε με τη σιωπή τους είτε με τη συμπεριφορά τους είτε με την επιθετικότητά τους. Ο,τι τους συμβαίνει μες στο σπίτι το δείχνουν. Εκεί χρειάζεται ο κρατικός έλεγχος με πρόληψη και κατ’ επέκταση ο κοινωνικός έλεγχος, γιατί αν δεν λύσουμε το πρόβλημα στην πηγή, δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα σαν κοινωνία».
Η κ. Τζέλη επισήμανε επίσης ότι «η πολιτεία αντί να φτιάχνει νόμους –γιατί το θέμα δεν το λύνουμε με αυστηροποίηση των ποινών– θα πρέπει να ασχοληθεί με την οριοθέτηση κανόνων συμπεριφοράς όπου υπάρχει παράβαση για να υπάρξει περιορισμός της ελευθερίας δράσης του οποιουδήποτε ατόμου. Οταν ένα παιδί εμφανίζει στο σχολείο περίεργη συμπεριφορά σίγουρα υπάρχει μια αιτία. Ο δάσκαλος θα πρέπει άμεσα να ενημερώσει την οικογένεια κι αν αυτή δεν ακούσει, να απευθυνθεί σε αρμόδιους κρατικούς φορείς που είναι εξουσιοδοτημένοι να το ελέγξουν. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν αυτοί οι φορείς και οι δομές. Αν υπήρχαν, θα είχαμε προλάβει πολλά ζητήματα αναφορικά με τα ανήλικα παιδιά, όπως την έξαρση της παραβατικότητας, της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τους, της κακοποίησης, της ενδοσχολικής βίας. Δεν θα πρέπει να πλησιάσουν ειδικοί αυτά τα παιδιά, να τους μιλήσουν για θέματα συμπεριφοράς και για το ότι πρέπει να σεβόμαστε κάθε άνθρωπο;».
Αναφορικά με την τραγική υπόθεση στον Κολωνό, η κ. Τζέλη σχολίασε ότι «η τηλεόραση αντί να πάει στο σπίτι του Μίχου, να ρωτήσει για τη δράση του και για τους ανθρώπους με τους οποίους είχε σχέσεις, πηγαίνει στο σπίτι του παιδιού. Εκεί όπου υπάρχουν οχτώ παιδιά. Γιατί θα πρέπει να διαλύσουμε και τα άλλα παιδιά, που μπορούν να προχωρήσουν τη ζωή τους χωρίς να στιγματιστούν; Το στίγμα δεν φεύγει εύκολα, σε ακολουθεί. Θεωρώ ότι το 12χρονο κορίτσι είναι πλέον συναισθηματικά “στείρο”. Δεν μιλάω κοινωνικά – μπορεί να βρει δουλειά, να αρχίσει να ξεχνάει. Ομως δεν μπορεί να έχει πλέον συναίσθημα όταν έχει γίνει προϊόν τόσο μεγάλης εκμετάλλευσης, εφόσον ισχύουν όλα αυτά».
«Το 12χρονο κορίτσι» συμπλήρωσε, «το αντιμετώπισαν ως πράγμα που το πουλούσαν για να παίρνουν χρήματα. Οπως είχε το μαγαζί του αυτός ο άνθρωπος και πουλούσε προϊόντα. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε κι αυτό το παιδάκι. Θα χρησιμοποιούμε ως πράγμα τα παιδιά των ευάλωτων οικογενειών; Ηταν εύκολη λεία όλη η οικογένεια για τον οποιοδήποτε». Η κ. Τζέλη σχολίασε ακόμη ότι «το δίκαιο δεν είναι πλέον μέσο σταθεροποίησης των κοινωνικών μας προσδοκιών. Ούτε μέσο ελέγχου της κοινωνίας. Οπότε θα πρέπει να το δει διαφορετικά η πολιτεία και να ξεκινήσει από την πρόληψη. Οχι μόνο στα λόγια αλλά στα έργα».
«Η κοινωνία φροντίζει το παιδί να εξευτελιστεί»
Σύμφωνα με την υπεύθυνη επικοινωνίας της οργάνωσης Αγγιγμα και Ορια Λίνα Λυκομήτρου, «τα επίσημα στατιστικά στην Ελλάδα δείχνουν ότι ένα στα έξι παιδιά θα δεχτεί κάποια μορφή σεξουαλικής βίας στη ζωή του και εννιά στις δέκα περιπτώσεις ο θύτης είναι στον πολύ στενό φιλικό, συγγενικό και οικογενειακό κύκλο του παιδιού. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα ακριβή στατιστικά, επειδή η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι από τις βουβές μορφές κακοποίησης. Συνέβαινε πάντα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η ματιά και η ενσυναίσθησή μας έχουν αλλάξει. Αντιμετωπίζουμε διαφορετικά μια γυναικοκτονία συγκριτικά με πριν από 10-15 χρόνια. Το ίδιο συμβαίνει και με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Επίσης, σε περιόδους κρίσεων –οικονομική, κοινωνική, υγείας κ.ά.– τα περιστατικά βίας αυξάνονται. Αυτό είδαμε να συμβαίνει έντονα τα τελευταία δύο χρόνια με τις γυναικοκτονίες».
Η κ. Λυκομήτρου τόνισε επίσης ότι «η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι μια βίαιη και πρόωρη αφύπνιση της σεξουαλικότητας του ανθρώπου. Είναι η κατακρεούργηση της παιδικής ηλικίας. Οχι μόνο από την ίδια την πράξη, όπου στις περισσότερες φορές δεν υπάρχει βιασμός, αλλά και από τα υπόλοιπα ζητήματα που το παιδί μετέπειτα καλείται να αντιμετωπίσει. Η κοινωνία φροντίζει ώστε αυτό το παιδί να γίνει και θύμα εξευτελισμού, ατίμωσης και λύπησης. Ενα ζάπινγκ στα κανάλια θα μας βοηθήσει να το καταλάβουμε αυτό».
Σχετικά με το τι θα μπορούσε να προσέξει ένα παιδί, η κ. Λυκομήτρου ανέφερε ότι «ένα παιδί δεν πρέπει να προσέχει. Πρέπει να είναι ελεύθερο! Η κοινωνία, η οικογένειά του, οι φροντιστές του, το σχολείο του πρέπει να το προστατέψουν και να φροντίσουν να είναι ελεύθερο. Να το εφοδιάσουν με τόσες γνώσεις σχετικά με τα δικαιώματά του ώστε ο θύτης να μην το επιλέξει ποτέ ως θύμα».
Ακόμη, συνέχισε η κ. Λυκομήτρου, «τα θύματα βρίσκονται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της κοινωνίας μας. Γίνονται γνωστές οι περιπτώσεις από φτωχές οικογένειες γιατί εκεί ίσως να μην υπάρχει η οικονομική δυνατότητα που θα βοηθήσει να συγκαλυφθεί. Η σεξουαλική αγωγή θα μας βοηθήσει. Οι γνώσεις! Η σεξουαλική αγωγή φροντίζει αρχικά να μην υπάρχουν θύτες και κατ’ επέκταση θύματα. Μαθαίνει στα παιδιά για τις υγιείς σχέσεις. Αυτές που έχουν σεβασμό και συναίνεση. Και υπενθυμίζει στους μεγάλους ότι τα παιδιά είναι ξεχωριστές οντότητες με δικαιώματα και πως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τα καταπατάει και να εξουσιάζει το σώμα τους».