Πληρώνουμε ακριβά τις εμμονές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί επιτυχία την απολιγνιτοποίηση παρά το ράλι των τιμών σε καύσιμα και ρεύμα
Οταν τον Οκτώβριο του 2020, στην εκδήλωση για την παρουσίαση της νέας εταιρικής ταυτότητας της ΔΕΗ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε ότι η απολιγνιτοποίηση της χώρας αποτελεί «τον πιο φιλόδοξο ίσως στόχο μας» ούτε ο ίδιος προφανώς μπορούσε να φανταστεί τη ραγδαία αύξηση των τιμών στην ενέργεια, αρχικά λόγω πανδημίας και στη συνέχεια λόγω της έντασης στην Ουκρανία.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να αναπροσαρμόζουν την τακτική τους λόγω των εξελίξεων και όχι να επιμένουν δογματικά στον όποιο μονόδρομο. Παρά ταύτα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία ελάχιστα έπραξε για να ανακουφίσει τους πολίτες από τη δίχρονη σχεδόν πανδημία, τώρα κλείνει τα αυτιά της στο κύμα αυξήσεων που πλήττει τα νοικοκυριά• ακόμη και σε μέτρα με μηδενικό δημοσιονομικό αποτύπωμα, τα οποία ενεργοποίησαν χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία.
Το μυαλό του πρωθυπουργού άλλωστε δουλεύει με το γνωστό «business as usual», με τους εγχώριους και ξένους ομίλους να έχουν μπει για τα καλά στη διεκδίκηση της πίτας που άφησε η επί της ουσίας διάλυση της ΔΕΗ αλλά και των δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης.
Δεν είναι τυχαίο ότι Μυτιληναίος, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ του πεθερού Γεραπετρίτη, ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ, εταιρείες συμφερόντων Βαρδινογιάννη και Κοπελούζου αλλά και ξένες πολυεθνικές όπως η κοινοπραξία Snam – Enagas – Fluxys και οι Vitol, Glencore, ENI, Edison, CHN Energy, EPH και Indoverse σπεύδουν μέχρι και σήμερα να πάρουν θέση για την επόμενη μέρα της ελληνικής αγοράς ενέργειας.
Μπροστά στον χορό των δισ. ο Ελληνας τελικός καταναλωτής, που λόγω ουκρανικής κρίσης έφτασε να πληρώνει εδώ και καιρό την υψηλότερη τιμή μεγαβατώρας στην Ευρώπη, δεν υπάρχει στο μυαλό του Κυρ. Μητσοτάκη.
Το αποτέλεσμα ήταν στην Ελλάδα το 2021 να καταγραφεί ένα νέο ιστορικό χαμηλό για τον λιγνίτη παρά το ράλι στις τιμές του φυσικού αερίου. Την ώρα μάλιστα που πολλές ευρωπαϊκές χώρες κάνουν «comeback» στη φτηνότερη λιγνιτική ενέργεια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 έκλεισε με 6,7% χαμηλότερη ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη σε σχέση με το 2020, το οποίο με τη σειρά του είχε μείωση 49% σε σχέση με το 2019, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή από αέριο αυξήθηκε κατά 17% σε σχέση με το 2020 και κατά 29% σε σχέση με το 2019.
Την ίδια ώρα η Γερμανία, για παράδειγμα, αύξησε την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη κατά 20%, από 82,1 σε 99,1 TWh (τεραβατώρες) και από λιθάνθρακα κατά σχεδόν 31%, από 35,5 σε 46,4 ΤWh, φτάνοντας σε επίπεδα του 2019.
Οσο κι αν ακούγεται απίστευτο, στην Ευρώπη των 27 η χρήση στερεών ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, αυξήθηκε εντός του 2021 κατά 11,9% σε σχέση με το 2020, σε αντίθεση φυσικά με την Ελλάδα.
Την ίδια ώρα, βάσει του κυβερνητικού χρονοδιαγράμματος, το 2021 αποσύρθηκε ο σταθμός στην Καρδιά 3-4, φέτος θα αποσυρθούν η Μεγαλόπολη 3 και ο Αγιος Δημήτριος 1-4, το 2023 οι σταθμοί Αγίου Δημητρίου 5, η Μελίτη 1, η Μεγαλόπολη 4 και το 2025 η Πτολεμαΐδα 5 θα μετατραπεί σε σταθμό φυσικού αερίου.
Με αυτά ο Ελληνας καταναλωτής πληρώνει πάνω από 201 ευρώ τη μεγαβατώρα, την ώρα που στη Γερμανία κοστίζει λίγο πάνω από τα… 150 ευρώ και στην Πολωνία 119 ευρώ!
Στον κόσμο του ο Γιάννης Οικονόμου
Παράλληλα, η κυβέρνηση δεν δείχνει καμία διάθεση να αλλάξει το ενεργειακό μείγμα της χώρας προκειμένου να ανακουφίσει τους καταναλωτές, ενώ όλοι αντιλαμβάνονται (ή θα έπρεπε να το κάνουν) ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα εκτοξεύσει περαιτέρω τις τιμές.
Μόλις την Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου σημείωσε ότι στα ενεργειακά ζητήματα η κυβέρνηση έχει ήδη εξασφαλίσει ενεργειακή επάρκεια και επεξεργάζεται σενάρια που θα αφορούν την όσο το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση και απορρόφηση των διακυμάνσεων στις τιμές ενέργειας, χωρίς φυσικά να πει ποια είναι αυτά τα σενάρια. Είπε μόνο ότι έχει ληφθεί πρόνοια για περαιτέρω προμήθειες με LNG και φυσικό αέριο.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το οποίο δεν έχει διαψευστεί, στις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας μέχρι πριν από λίγες ημέρες δεν είχε γίνει κάποιος έκτακτος σχεδιασμός και οι παραδόσεις συνεχίζονταν κανονικά βάσει του υπάρχοντος προγράμματος, ενώ η επάρκεια σε περίπτωση που οι Ρώσοι κλείσουν την κάνουλα του φυσικού αερίου αρκεί μόλις για δέκα ημέρες.
Επίσης είπε ότι «θα εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες του αγωγού που έρχεται και από το Αζερμπαϊτζάν», στη διαδρομή του οποίου όμως δεν υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης για μελλοντική χρήση, για να καταλήξει ότι «θα αξιοποιηθεί η δυνατότητα τα εργοστάσια διπλού καυσίμου να παράγουν ρεύμα και με φυσικό αέριο και με πετρέλαιο». Ξέχασε βέβαια να πει ότι οι τιμές και των δύο καυσίμων έχουν υπερτριπλασιαστεί και έπεται συνέχεια λόγω Ουκρανίας. Συγκεκριμένα, η τιμή του πετρελαίου έχει ξεπεράσει για πρώτη φορά από το 2014 τα 100 δολάρια το βαρέλι και συνεχίζει, ενώ το φυσικό αέριο καταγράφει νέο άλμα 30%.
Κάποιοι προσέχουν για να έχουν
Ωστόσο, υπάρχουν Ευρωπαίοι ηγέτες που με προσεκτικό τρόπο κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Για παράδειγμα ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι το τελευταίο διάστημα έχει ταχθεί υπέρ ενός πιο ήπιου πακέτου κυρώσεων στη Μόσχα, ενώ την ίδια ώρα βρίσκεται σε συνομιλίες με τη Μόσχα για τα επόμενα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου από την Gazprom.
Ωστόσο η χώρα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται και εκείνη εν μέσω διαπραγμάτευσης για την τιμή του φυσικού αερίου από την Gazprom, ταυτίζεται πλήρως με την πιο σκληρή νατοϊκή πτέρυγα, την ώρα που το 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνει το προμηθεύεται από τη Ρωσία.
Η κατάσταση βέβαια στην Ελλάδα αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω αν σκεφτεί κάποιος ότι σε Ουκρανία και Ρωσία παράγεται μεγάλη ποσότητα πρώτων υλών –ακόμη και για τα παγκόσμια δεδομένα–, από σιτάρι και καλαμπόκι έως βασικά μέταλλα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν περίπου το 29% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 19% των παγκόσμιων προμηθευτών καλαμποκιού και το 80% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου.
Το 2018 η Ουκρανία εξήγαγε περίπου 18 εκατ. τόνους σιτηρών από τη συνολική της παραγωγή που έφτασε τα 24 εκατ. τόνους. Ηταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο.
Το 2014, μετά την επέμβαση στην Κριμαία, υπήρξε αύξηση στις τιμές των σιτηρών και παρά την ομαλοποίηση ένα καπέλο 20% παρέμεινε για πάντα.
Και όλα τα παραπάνω βέβαια βρίσκουν τη χώρα μας να βιώνει ήδη μια ραγδαία αύξηση τιμών σε όλο το φάσμα της παραγωγής, της μεταφοράς και της κατανάλωσης, η οποία ξεκίνησε λόγω πανδημίας και περιοριστικών μέτρων και συνεχίζεται λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Είναι ευθύνη της κυβέρνησης
Παράλληλα, η Ελλάδα έχει από τις πιο ακριβές τιμές της ΕΕ σε όλο το φάσμα της παραγωγής και της κατανάλωσης και τους πιο χαμηλούς μισθούς. Αλλωστε είναι κυβερνητική ευθύνη το γεγονός ότι έχουμε το ακριβότερο οικιακό ρεύμα στην Ευρώπη, τον υψηλότερο ΦΠΑ, τους υψηλότερους φόρους, την υψηλότερη ανεργία και το δυσμενέστερο εργασιακό περιβάλλον.
Και σαν να μη φτάνουν όλα τα παραπάνω, το ΕΣΥ, που δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται από την πανδημία, καταρρέει υπό το βάρος της εγκατάλειψης, της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης, ενώ ο αρμόδιος υπουργός για να χρυσώσει το χάπι σε ένα μέρος των υγειονομικών ανακοινώνει απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή, τα οποία θα πληρώσει και πάλι ο άγρια φορολογούμενος πολίτης, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαστεί να περιμένει το λιγότερο πέντε με έξι μήνες για ένα τακτικό χειρουργείο!
Ολα τα παραπάνω η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο τα προσπερνά με χαρακτηριστική ευκολία, αλλά από πολλά στελέχη της ακούγονται και απίστευτες δηλώσεις, όπως ότι έχουμε τον χαμηλότερο πληθωρισμό στην ΕΕ ή να κλείνουμε τον θερμοσίφωνα ή ότι τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού δεν οδηγούν ΙΧ, συνεπώς δεν πλήττονται από τις αυξήσεις σε βενζίνη και πετρέλαιο. Και όλα αυτά ενώ η κυβέρνηση έχει ξοδέψει σχεδόν 7 δισ. ευρώ σε απευθείας αναθέσεις.