«Αναγνωρίζετε ότι η εν Ελλάδι συμμοριακή σπείρα και ο εν Ελλάδι κομμουνισμός δρουν προδοτικώς κατά των συμφερόντων και της ακεραιότητας της Χώρας μας και συνεργαζόμενοι μετά γειτονικών κρατών εχθρικώς προς την Ελλάδα διακειμένων, φονεύουσι και βασανίζουν αδικαιολογήτως αθώους Ελληνας, πυρπολούν και διαρπάζουν τας περιουσίας των, καταστρέφουν τα κοινωφελή έργα και απάγουσι γέροντας και γυναίκας;». Το παραπάνω χωρίο είναι μια από τις ερωτήσεις που συμπεριλαμβάνονταν στη δήλωση νομιμοφροσύνης που καλούνταν να «απαντήσουν» οι αριστεροί και οι δημοκρατικοί πολίτες στο κράτος της μεταπολεμικής Δεξιάς ώστε να σταματήσουν τα βασανιστήρια και οι διώξεις. Μετέπειτα, εφόσον «απολυόταν» ο διωκόμενος, έπρεπε να λάβει το απαραίτητο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Ετσι είχε πλάσει η εγχώρια Δεξιά το μετεμφυλιακό κράτος ώστε να τρομοκρατήσει τους «περιττούς» πολίτες της. Εχοντας δικαιολογία την εθνική ασφάλεια, η Δεξιά οργάνωσε την καταστολή της Αριστεράς και των αγωνιστών της. Η εξορία βαπτίστηκε αναμόρφωση και τα κολαστήρια όπως της Μακρονήσου μεταμορφώνονταν σε «Παρθενώνα της συγχρόνου Ελλάδος». Για τη Δεξιά, βέβαια, αυτοί ήταν οι αντεθνικώς δρώντες, η χώρα κινδύνευε από την Αριστερά και τους αγωνιστές της δημοκρατίας.
Η Μακρόνησος
Αμέσως μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου η Μακρόνησος συγκέντρωσε τους «ύποπτους» φαντάρους και οι πρώτες καταγγελίες δεν άργησαν να δουν το φως της δημοσιότητας. Ο «Ριζοσπάστης» και η εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα» δημοσιοποιούν καταγγελίες για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και αργότερα για τους βασανισμούς που λάμβαναν χώρα εκεί από τους πλέον εθνικόφρονες.
Το έργο των βασανιστών και της εθνικοφροσύνης της Δεξιάς ξεκίνησε να διεθνοποιείται από το 1949 με στόχο την κατάργηση του κολαστηρίου. Το έργο του Γιώργη Λαμπρινού «Μακρονήσι» που εκδίδεται από το ΚΚΕ μεταφράζεται στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα και έχει μεγάλη απήχηση στη Δύση. Ως εκ τούτου δύο επιτροπές από τη Γαλλία και τη Βρετανία (Comité français d’aide à la Grèce démocratique και League for Democracy in Greece αντίστοιχα) αναπτύσσουν σημαντική δραστηριότητα για την κατάσταση των ελευθεριών στην Ελλάδα και ειδικά για την κατάργηση της Μακρονήσου. Το 1950, μάλιστα, το γαλλικό περιοδικό «Les Temps modernes» του Ζαν-Πολ Σαρτρ και το «Νew Statesman» του Κίνγκσλεϊ Μάρτιν προχωρούν στη δημοσιοποίηση του θέματος.
Από την άλλη, στην Ελλάδα του ατσαλωμένου κράτους της Δεξιάς και μεσούντος του Εμφυλίου τηρείται ευλαβικά σιγή ασυρμάτου τόσο από τον Τύπο όσο και από τις αρμόδιες αρχές ως προς τους βασανισμούς και τις συνθήκες διαβίωσης. Ωστόσο αυτό που δεν λείπει είναι τα δημοσιεύματα για τα θετικά της Μακρονήσου, όπου οι Ελληνες φαντάροι, κομμουνιστές ή μη, αναμορφώνονταν ώστε να αποτάξουν τον κομμουνισμό και να ενστερνιστούν τις «σωστές ιδέες του έθνους». Το σιωπητήριο σπάει το 1950 από την εφημερίδα «Μάχη» που διευθυνόταν από τον τότε δικηγόρο και συνιδρυτή του ΕΑΜ Ηλία Τσιριμώκο. Για αυτά τα δημοσιεύματα μάλιστα η εφημερίδα οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου αθωώθηκε. Ομως κι αυτά τα δημοσιεύματα δεν είχαν μεγάλη διάρκεια και συνεχίστηκαν μόνο κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.
Aποκαλύπτει το κολαστήριο
Τον Αύγουστο του 1967, λίγους μήνες μετά την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών, ο Γερμανός φωτογράφος Φρεντ Ιρτ του γερμανικού περιοδικού «Stern» πέταξε με διθέσιο αεροσκάφος πάνω από τη Γυάρο και απαθανάτισε για πρώτη φορά το κολαστήριο της Γυάρου. Οι εικόνες που αποκάλυψε ο Ιρτ έκαναν τον γύρο του κόσμου και οι αναδημοσιεύσεις σε διεθνή έντυπα ήταν μαζικές.
Το «Βήμα» στις 31 Αυγούστου 1967 εκφράζοντας τότε τις θέσεις της χούντας δημοσίευσε την αντίδραση των χουντικών γράφοντας: «Εις την προσπάθειαν του διεθνούς κομμουνισμού να “φρεσκάρη” τον συκοφαντικόν του θόρυβον περί δήθεν κακομεταχειρίσεως των κρατουμένων εις την Γυάρον, ήλθεν επίκουρος το γερμανικό περιοδικό “Στερν”. Αλλά οι “φίλοι” μας του γερμανικού περιοδικού το παρατράβηξαν το σκοινί και έτσι την έπαθαν».
Στη Γυάρο ζούσαν εξόριστοι 20.000 άνθρωποι, κομμουνιστές και μη. Η λειτουργία της νήσου ως τόπου εξορίας και μαρτυρίου ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, συνεχίστηκε στο μετεμφυλιακό κράτος και επαναλήφθηκε από τους δικτάτορες. Επισήμως ήταν ένας τόπος αναμορφωτηρίου, όπου τα «ξένα σώματα του ελληνισμού» θα μεταμορφώνονταν σε «πραγματικούς Ελληνες». Ηδη από το 1967 κυκλοφορούσαν οι φήμες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη Γιούρα, όμως η χούντα διέψευδε κατηγορηματικά τα τεκταινόμενα.
Το μεταπολιτευτικό κυνήγι
Εντούτοις οι παραδόσεις που κρατούσε η μετεμφυλιακή και χουντική Δεξιά συνεχίστηκαν και στη μεταπολίτευση. Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις που η εθνική ασφάλεια υπήρξε το τέλειο αποκούμπι για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες δολοφονίας χαρακτήρα όπως αυτή του Στίβεν Γκρέι ή για να συγκαλυφθούν σκάνδαλα υποκλοπών, όπως αυτό που διαδραματίστηκε το 2004-05. Ο Γκρέι, ρεπόρτερ του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, τόλμησε να αποκαλύψει τις ατασθαλίες του τραπεζικού συστήματος και βρέθηκε να παρακολουθείται για να μαθαίνουν τι λέει και τι σκοπεύει να γράψει. Εν συνεχεία ο ίδιος βρέθηκε στοχοποιημένος από διάφορα ΜΜΕ, τα οποία τον κατηγορούσαν ότι ήταν πράκτορας άγνωστων δυνάμεων που ήθελαν να καταστρέψουν την ελληνική οικονομία – την ίδια έρευνα έκαναν το περιοδικό Hot Doc και ο Κώστας Βαξεβάνης, ο οποίος βρέθηκε συκοφαντημένος και με τη δικαστική βούλα από ομάδα της ΕΥΠ. Αντιθέτως, η υπόθεση των υποκλοπών του 2004-05 απέδειξε πως όταν η εθνική ασφάλεια βρίσκεται υπό τον κίνδυνο τρίτων χωρών, τότε αυτές δεν αποκαλύπτονται αλλά υπονοούνται, ώστε να… διαφυλαχτεί η εθνική ασφάλεια.