Έφυγε από τη ζωή ο τελευταίος αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου, Θρασύβουλος (Θράσος) Μπούσδος.
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε πρόσφυγας με την οικογένειά του στην Κώμη της Λέσβου. ΕΠΟΝίτης την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, λιποτάχτησε όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό το 1947 και εντάχθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Σώθηκε από την ανατίναξη του «νταμιού» της Τσερκέζας στις 31-12-1948 και ήταν ο μοναδικός διασωθείς της μάχης στο «ντάμι» της Μπέρδας στις 2-10-1950 που σηματοδότησε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου στη Λέσβο. Πέρασε στρατοδικείο στην Καβάλα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και αργότερα σε ολιγόχρονη φυλάκιση. Με την αμνηστία του Πλαστήρα, αποφυλακίστηκε από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή μέλος του ΚΚΕ.
Στο μικρό αποχαιρετισμό που έκανε από μέρους της Τομεακής Επιτροπής Λέσβου του ΚΚΕ ο Βαγγέλης Χριστοδούλου αναφέρθηκε «στον πλούσιο, ανιδιοτελή αγώνα που έδωσε σαν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου, μέσα από μάχες που σημάδεψαν τότε την ιστορία του νησιού». Αλλά και στη μετέπειτα στάση του σαν μέλος του Κόμματος μέχρι την τελευταία του στιγμή κατέληξε δε τονίζοντας ότι «οι νεότεροι κομμουνιστές θα τιμήσουν τη μνήμη του συνεχίζοντας μαχητικά στους νέους αγώνες και μάχες που έχει να δώσει η εργατιά, με μπροστάρη το Κόμμα του το ΚΚΕ, εμπνεόμενοι από τη δικιά του ζωή και δράση».
Η ανατίναξη στο «ντάμι» της Τσερκέζας
Ιδιαίτερα ας σημειωθεί η σωτηρία του Θρασύβουλου Μπούσδου από την ανατίναξη του «νταμιού» της Τσεκέζας κατά την οποία δολοφονήθηκαν έξη μέλη του Δημοκρατικού Στρατού στη Λέσβο. Το γεγονός καταγράφτηκε σαν ένα από τα πλέον νοσηρά γεγονότα του εμφυλίου αφού η ιδιοκτήτρια του χώρου ανατίναξε το ίδιο της το σπίτι προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αντάρτικη ομάδα.
Σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, την τελευταία μέρα του 1948, παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1949, 13 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, εξουθενωμένοι από τη βασανιστική πείνα, πήγαν για τροφοδοσία σε ένα «ντάμι» (καλύβα) στη θέση «Μ’λέλια» (Μυλέλια – Μύλοι), στον κάμπο του Ίππειου, καλεσμένοι από την ιδιοκτήτριά του Ζουλφιέ Χανούμ ή Ελένη Ιορδάνογλου, γνωστή σε όλους σαν «Τσερκέζα». Η Τσερκέζα, που παρίστανε για καιρό το φίλο και τροφοδότη τους, τους είχε στήσει παγίδα, σε συνεννόηση με το διοικητή της χωροφυλακής στη Μυτιλήνη.
Περιμένοντας τους μαχητές, η Τσερκέζα είχε παγιδεύσει ολόκληρο το σπίτι με δυναμίτη. Το βράδυ της 31ης Δεκέμβρη, οι μαχητές κατέβηκαν στον κάμπο. Σε συμφωνημένο μέρος αντάμωσαν συνδέσμους που όλη μέρα επιτηρούσαν την περιοχή. Φτάνοντας στο ντάμι, άφησαν σκοπό απ’ έξω τον πιο έμπειρο σύντροφό τους, Βασίλη Καλαντζή. Λίγο πριν φύγουν, η Τσερκέζα ζήτησε να κόψουν την Πρωτοχρονιάτικη πίτα «για το καλό». Άναψε τσιγάρο και βγήκε να φέρει από το φούρνο φοινίκια για να τα πάρουν μαζί τους οι μαχητές. Έξω από το ντάμι, το τσιγάρο της Τσερκέζας έβαλε τη σπίθα στο φιτίλι. Το σπίτι τινάχτηκε στον αέρα. Έξη από τους 13 μαχητές σκοτώθηκαν επί τόπου. Ήταν οι Βασίλης Παπαδέλλης ή Χάρος και Σταύρος Καζάκος από την Πηγή, Θανάσης Στεφάνου από την Κώμη, Βασίλης Καλαντζής, Κώστας Πηγάσης και Στρατής Τσουκαρέλλης από την Αγιάσο. Οι υπόλοιποι εφτά σύντροφοί τους (Νίκος Αρβανίτης, Κώστας Διαμαντής, Δημήτρης Δεδίτσης, Λευτέρης Παπαθανασίου, Κυριάκος Πασχαλιάς, Γιάννης Τσουλέλλης και ο Θρασύβουλος Μπούσδος) γλίτωσαν από το φονικό βαριά τραυματισμένοι και ξεθάφτηκαν με κόπο από τα ερείπια κι έφυγαν στο βουνό. Την επόμενη μέρα, οι νεκροί ξεπαραχώθηκαν από τα συντρίμμια, και μεταφέρθηκαν πίσω από το νεκροταφείο του χωριού Ίππειος όπου και θάφτηκαν πρόχειρα.
Έκτοτε και μέχρι το θάνατο της στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Τσερκέζα παρέμενε φυλασσόμενη μέσα στο κτήριο της Χωροφυλακής στη Μυτιλήνη.