Ο πρωτοπόρος Γιουγκοσλάβος σκηνοθέτης Ντούσαν Μακαβέγιεφ πέθανε την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου σε ηλικία 86 ετών στο Βελιγράδι. Στην Ελλάδα το γνωστότερο έργο του παραμένει το «Sweet movie» (1974) την μουσική του οποίου είχε συνθέσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Toυ Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ένας από τους πραγματικά αληθινούς αναρχικούς του σύγχρονου κινηματογράφου, ο πιο σημαντικός ίσως σκηνοθέτης του νέου γιουγκοσλάβικου κινηματογράφου, πριν τον Εμίρ Κουστουρίτσα, που ξάφνιασε την Ευρώπη, κάνοντας μια εντυπωσιακή εμφάνιση στη δεκαετία του ’60, και που είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω από κοντά στην επίσκεψή του στην Αθήνα για να πάρει μέρος ως πρόεδρος της διεθνούς κριτικής επιτροπής (και να τιμηθεί) στο 7ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, πέθανε, χτες Παρασκευή σε ηλικία 88 χρονών, στο Βελιγράδι.
Η πολιτική, ο μαρξισμός, η σεξουαλικότητα, ο φροϋδισμός και γενικότερα η ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και οι θεωρίες του Βίλχελμ Ράιχ (όπως τις ανέπτυξε ιδιαίτερα στην αριστουργηματική ταινία του «Τα μυστήρια του οργανισμού»), είναι θέματα που επανεμφανίζονται στις ταινίες του, με ένα στιλ που αναμιγνύει με δεξιοτεχνία και φαντασία το μαύρο χιούμορ με το σαρκασμό, τα επίκαιρα με το χάπενινγκ, το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία (όπως κάνει και στην ταινία του «Απροστάτευτη αθωότητα» – 1968 – που με αφορμή την πρώτη ομιλούσα γιουγκοσλάβικη ταινία κάνει μια σειρά συλλογισμών (στο στιλ του Προυστ, θα έλεγα) γύρω από το παρελθόν και το παρόν της χώρας του.
Ο κινηματογράφος του είναι ένας κινηματογράφος που ξεκινάει από εκείνο των σοβιετικών «Κινόκς», εκείνο των Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ και φτάνει ως το ανατρεπτικό χιούμορ των αδερφών Μαρξ. Ένας κινηματογράφος που εξετάζει και σχολιάζει, που κοροϊδεύει και καταγγέλλει, που προκαλεί και ανατρέπει τις όποιες ιδεολογίες, είτε αυτές είναι του καπιταλισμού είτε του σοσιαλισμού.
Από την πρώτη κιόλας ταινία του, «Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί» (1965), συναντάμε τα στοιχεία εκείνα που θα αναπτύξει στο κατοπινό θαυμάσιο έργο του: τη σχέση του ζευγαριού, με επίκεντρο το σεξ, τα ταμπού και την καταπίεση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, το μαρξισμό και τις θεωρίες του, που συχνά δεν ακολουθούνται από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, όλα δοσμένα με το σαρκασμό να υποβόσκει σε κάθε σκηνή του.
Θέματα που κυριαρχούν και στην επόμενη αριστουργηματική ταινία του «Έγκλημα ζηλοτυπίας» (1967), είδος φιλοσοφικού δοκιμίου γύρω από τον έρωτα και το σεξ, ιδωμένου με τρόπο μπρεχτικό. Συνδεδεμένη με τις «διαλέξεις» ενός σεξολόγου και ενός εγκληματολόγου, παρακολουθούμε την ιστορία μιας νεαρής τηλεφωνήτριας και τον έρωτά της με έναν υγειονομικό υπάλληλο, ο οποίος, στο τέλος, τη σκοτώνει.
Αναμιγνύοντας με τον πιο θαυμάσιο τρόπο την κωμωδία με την τραγωδία, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να θέσει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα της εποχής μας, πρόβλημα που βρίσκουμε και σε άλλους μεγάλους σκηνοθέτες, ιδιαίτερα τον Αντονιόνι και τον Μπέργκμαν: τον σύγχρονο έρωτα – έρωτα που παρουσιάζει μέσα από πολύ τολμηρές, για την τότε εποχή, σκηνές που ακόμη και σ’ αυτήν τη φιλελεύθερη Γαλλία, η λογοκρισία τον ανάγκασε, όπως μου είπε ο ίδιος, να καλύψει αρκετές σκηνές της ταινίας του με μαύρες γραμμές για να μη σοκάρει το κοινό…
Πολυσύνθετη, γεμάτη προκλήσεις, η επόμενη ταινία του, «Τα μυστήρια του οργανισμού» (1971), το μεγάλο του, ανεπανάληπτο αριστούργημα. Φιλμ-ντοκιμαντέρ, γύρω από τη ζωή και τις θεωρίες του Ράιχ, ταυτόχρονα, και φιλμ-ντοκιμαντέρ γύρω τόσο από τη σύγχρονη Αμερική όσο και την περίοδο της προσωπολατρίας στη Ρωσία. Αλλά και φιλμ-μυθιστορία γύρω από τη Γιουγκοσλάβα ηρωίδα Μιλένα και τη φίλη της που προσπαθούν να κάνουν πράξη τα διδάγματα του Ράιχ.
Χρησιμοποιώντας τον τρόπο του «κολάζ», που τόσο έντεχνα είχε πρωτοπαρουσιάσει στο «Εγκλημα ζηλοτυπίας», για να συνεχίσει και να τελειοποιήσει στην Απροστάτευτη αθωότητα (Innocence Unprotected, 1967), ο Μακαβέγιεφ παρατάσσει σκηνές που επιφανειακά φαίνονται ασύνδετες και άσχετες αλλά που τελικά αποδεικνύεται να έχουν μια βαθύτερη και πραγματικά συγκλονιστική –με τον τρόπο που το επιδίωκαν οι σουρεαλιστές.
Με μια αληθινά μπρεχτική μέθοδο, ο Μακαβέγιεφ αναλύει και παρουσιάζει στον θεατή, για να κρίνει μόνος του, το καθένα από τα θέματά του, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του κολάζ, μέθοδο που πρέπει να σημειώσουμε δεν περιορίζεται στην εικόνα, αλλά επεκτείνεται και στην ηχητική πλευρά, ιδιαίτερα στη χρησιμοποίηση της μουσικής.
Από την επίσκεψή του στο 7ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
Οι ιδεολογικές του τοποθετήσεις θα τον αναγκάσουν πρόωρα να εγκαταλείψει την πατρίδα του και ν’ αναζητήσει αλλού την υποστήριξη για να γυρίσει τις υπόλοιπες (λιγοστές δυστυχώς) ταινίες του: «Σουίτ Μούβι» (1974), μια το ίδιο τολμηρή με «Τα μυστήρια του οργανισμού» ταινία, με υπόκρουση τη θαυμάσια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, όπου το σεξ και η σκατολογία δίνονται με μια τόλμη που την εποχή της είχαν προκαλέσει σκάνδαλο.
Πίσω όμως από τις προκλητικές και φαινομενικά άσχετες εικόνες της, υπάρχει μια σωστή και ξεκάθαρα σκέψη και η δυναμική παρουσία ενός ανθρώπου που νοιάζεται και προβληματίζεται, με ένα πάντα σατιρικό, σαρκαστικό τρόπο, πάνω στην κοινωνία μας και το μέλλον της. Μια ιστορία, που αρχικά θυμίζει τις σουηδικές ταινίες, στην επόμενη ταινία του, «Μοντενέγκρο, γουρούνια και μαργαριτάρια» (1981), θα μετατραπεί στη συνέχεια, συνδυάζοντας επιδέξια τον ερωτισμό με την κωμωδία, σε μια αναρχική (παρεξηγημένη την εποχή της) καυστική σάτιρα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Ενώ, τον αγώνα των μεγάλων συμφερόντων για να εξαφανίσουν τους μικροεπιχειρηματίες και μια κοινωνία παρασυρεμένη από την αφθονία και τη διαφήμιση, σατιρίζει στην επόμενη, ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, ταινία του «Κόκα Κόλα Κιντ» (1985).
Την επόμενη, προτελευταία του ταινία του, την πολιτική φάρσα «Μανιφέστο» (1988) ο Μακαβέγιεβ θα γυρίσει στη Γιουγκοσλαβία, ενώ την τελευταία του ταινία, «Ο γορίλας κάνει μπάνιο το μεσημέρι» (1993), πολιτική σάτιρα, γύρω από τις περιπέτειες ενός Ρώσου στρατιώτη στο Βερολίνο, ο σκηνοθέτης στράφηκε στη Γερμανία. Ενδιάμεσα, και για ένα μεγάλο διάστημα, θα διδάσκει σκηνοθεσία σε αμερικανικά πανεπιστήμια.