Εφυγαν και έγιναν όλα συντρίμμια

Εφυγαν και έγιναν όλα συντρίμμια

Οπως πολλές αυτοκρατορίες στο παρελθόν έτσι και η αμερικανική υπερδύναμη δεν κατάφερε να τιθασεύσει τους σκληροτράχηλους Αφγανούς πολεμιστές. Οι τελευταίες ώρες προτού οι Ταλιμπάν μπουν στην Καμπούλ έμοιαζαν με άτακτη υποχώρηση: η εικόνα του ελικόπτερου τύπου Chinook να προσγειώνεται για να απομακρύνει υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας έφερε στον νου την αντίστοιχη εκκένωση στη Σαϊγκόν το 1975 και την πανωλεθρία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Την εικόνα κατάρρευσης συμπλήρωσε η άρον άρον εκκένωση πρεσβειών των δυτικών χωρών, αφήνοντας πίσω τους Αφγανούς συνεργάτες τους έρμαια στις διαθέσεις των Ταλιμπάν. Μετά την κατακραυγή οι δυτικές χώρες μετέφεραν και πολίτες, η ηθική ακεραιότητά τους όμως είχε ήδη λαβωθεί.

Επιμέλεια: Παναγιώτης Τουρκοχωρίτης

Η εντυπωσιακή προέλαση των ισλαμιστών προς την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν έγινε σχεδόν χωρίς να πέσει σφαίρα, μια και ο αφγανικός στρατός είναι σε άθλια κατάσταση: πενιχροί μισθοί, διαφθορά, συμφωνίες με φύλαρχους είναι ψηφίδες που σχηματίζουν μια εικόνα σήψης. Η αμερικανική παρέμβαση, παρά τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις, δεν κατάφερε να αντιπαραθέσει αξιόμαχο στρατό και εξέθρεψε ένα αναξιόπιστο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Ενδεικτικό στοιχείο της διαφθοράς που διέκρινε το αμερικανοκίνητο καθεστώς είναι η μαρτυρία της ρωσικής πρεσβείας ότι ο πρώην πρόεδρος Ασράφ Γάνι εγκατέλειψε τη χώρα με αποσκευές γεμάτες μετρητά – κάτι που ο ίδιος διέψευσε…

Γεωπολιτικά, καθώς οι δυτικές αξίες και τα πρότυπα δεν μπορούσαν να στεριώσουν, πολλοί φοβούνται την ανάδυση πολλαπλών αντιδυτικών μετώπων. Οι Ταλιμπάν έδειξαν σε όλο τον κόσμο ότι η αυτοκρατορία που έμοιαζε ανίκητη μπορεί να ηττηθεί. Το κατόρθωσαν με σύμμαχο το σκληρό τοπίο και την ατελείωτη υπομονή φανατικών ισλαμιστών που ώθησαν σχεδόν 78.000 πολεμιστές στα πεδία της μάχης. Χωρίς κρατική βοήθεια, χωρίς τα δισεκατομμύρια του ΝΑΤΟ, χωρίς αεροπορία, με πολλούς χωρίς καν στρατιωτική εκπαίδευση και χωρίς όπλα τελευταίας τεχνολογίας, μόνο καλάσνικοφ, RPG και ημιφορτηγά. Η επικράτηση των Ταλιμπάν μπορεί επίσης να σημάνει την αποσταθεροποίηση όμορων χωρών όπως το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και σε μικρότερο βαθμό το Ουζμπεκιστάν.

Το παιχνίδι της Κίνας

Η Κίνα ήταν μια από τις χώρες που όχι μόνο δεν εξέλαβαν τα νέα με δυσθυμία αλλά ανακοίνωσε ότι «σέβεται την επιλογή και θέληση του αφγανικού λαού». Αλλωστε, όπως ισχυρίζεται, ακολουθεί πολιτική μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις ξένων χωρών.

Το Πεκίνο είχε προνοήσει: μια μεγάλη αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν επισκέφθηκε την Τιαντζίν τον περασμένο Ιούλιο. Εκεί δεσμεύτηκαν ότι το αφγανικό έδαφος δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά ως ορμητήριο για επιθέσεις σε άλλα κράτη. Η υποδοχή που επιφύλαξε η Κίνα στους ηγέτες των Ταλιμπάν θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό προσπάθεια προστασίας των επενδύσεων του Πεκίνου στη χώρα, οι οποίες περιλαμβάνουν σχέδια για εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων σπάνιων γαιών. Αναλυτές αναφέρουν ότι η Κίνα δεν επιθυμεί να επεκτείνει την εξουσία της στο Αφγανιστάν, αλλά η άτακτη αποχώρηση των ΗΠΑ θα ενισχύσει το αφήγημα για την παρακμή της υπερδύναμης.

Με το ΝΑΤΟ σε υποχώρηση οι βασικοί παίκτες στην περιοχή πλέον είναι η Κίνα μαζί με τη Ρωσία, το Ιράν και το Πακιστάν (αναμφίβολα παρείχε στρατηγική βοήθεια στους Ταλιμπάν και για το Καράτσι αποτελεί τεράστιο πολιτικοστρατιωτικό θρίαμβο). Κανείς τους δεν θέλει νέο εμφύλιο πόλεμο, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών το 1989. Επίσης, στρατηγικά η Κίνα έχοντας καλές σχέσεις με τους Ταλιμπάν μπορεί να αυξήσει την πίεση στην Ινδία, ενισχύοντας την πεποίθηση περικύκλωσης στο Νέο Δελχί. Οι στενές σχέσεις του Πεκίνου με την Τεχεράνη και τη Μόσχα μπορεί να του επιτρέψουν να εργαστεί για την εξασφάλιση μιας εύθραυστης ειρήνης για τους πολίτες της λαβωμένης χώρας, βοηθούμενου από τη συνεχιζόμενη ρωσική επιρροή στον βορρά.

Οι φόβοι της Ευρώπης

Η Γαλλία και η Γερμανία –οι ηγέτες τους αντιμετωπίζουν ακροδεξιές προκλήσεις στις προσεχείς εκλογές– έχουν υιοθετήσει επιφυλακτικές προσεγγίσεις, θέτοντας τον τόνο για την πολιτική της ΕΕ. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι η Ευρώπη «πρέπει να προστατευτεί από τις μεγάλες παράτυπες μεταναστευτικές ροές» μετά την κατάρρευση του φιλοαμερικανικού καθεστώτος στο Αφγανιστάν, προσθέτοντας ότι η Γαλλία είναι έτοιμη «να κάνει το καθήκον της για να προστατεύσει αυτούς που κινδυνεύουν περισσότερο».

Ο Αρμιν Λάσετ, ο οποίος ελπίζει να αναδειχτεί επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, έκανε διάκριση μεταξύ της δικής του προσέγγισης και των προσπαθειών της CDU και της Ανγκελα Μέρκελ για την αποκατάσταση 1 εκατ. Σύριων το 2015. «Δεν πρέπει να στείλουμε το μήνυμα ότι η Γερμανία μπορεί να δεχτεί όλους όσοι έχουν ανάγκη» είπε την περασμένη Κυριακή, συμπληρώνοντας: «Το επίκεντρο πρέπει να είναι η ανθρωπιστική βοήθεια επιτόπου, σε αντίθεση με το 2015».

Ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Ρίσι Σουνάκ κάλεσε την κεντρική Ευρώπη να υποδεχτεί Αφγανούς πρόσφυγες, όπως θα πράξει και η Βρετανία υποδεχόμενη 20.000. Επίσης, το Κοσσυφοπέδιο, η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία θα δεχτούν, ως σταθμοί transit με τελικό προορισμό τις ΗΠΑ, περίπου 10.000 πρόσφυγες.

Καλοί γείτονες

Αν κρίνουμε από το πρόσφατο παρελθόν, το μεγαλύτερο βάρος της εξόδου των προσφύγων θα το σηκώσουν οι γειτονικές χώρες. Από τα 2,7 εκατ. Αφγανούς πρόσφυγες που έχουν καταγραφεί από τον ΟΗΕ, 1,4 εκατ. βρίσκονται στο Πακιστάν και 780.000 στο Ιράν. Ωστόσο οι πολιτικές συνέπειες θα γίνουν αισθητές πολύ μακρύτερα. Οσοι εγκαταλείπουν το Αφγανιστάν προκαλούν άμεση ανησυχία στην Κίνα, στο Πακιστάν, το Ιράν, στην Τουρκία και την Ευρώπη.

Το μέλλον της οικονομίας

Ταλαιπωρημένο από την εμπόλεμη κατάσταση, περίπου το 90% του πληθυσμού του Αφγανιστάν ζει με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Εκθεση της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου τον περασμένο Ιούνιο ανέφερε ότι οι προοπτικές για την οικονομία ήταν στην καλύτερη περίπτωση αβέβαιες πριν ακόμη από την προέλαση των Ταλιμπάν.

Τα αποθέματα ορυκτών της χώρας εκτιμάται ότι αξίζουν έως και 2,56 τρισ. ευρώ, με τεράστιο απόθεμα χρυσού και βιομηχανικών μετάλλων. Το πιο σημαντικό είναι τα τεράστια αποθέματα λιθίου, βασικού συστατικού για μπαταρίες. Αλλά η αξιοποίηση αυτών των πόρων και η πώλησή τους θα μπορούσε να αποδειχτεί δύσκολη για ένα κράτος-παρία. Οι Ταλιμπάν έδειξαν την προηγούμενη εβδομάδα σημάδια μετριοπάθειας, πιθανώς για να καταφέρουν να αποσπάσουν την αναγνώριση της διεθνούς κοινότητας έτσι ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν εμπορικούς δεσμούς.

Οι ΗΠΑ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο σύναψης σχέσεων με το καθεστώς αν σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν γίνει πρόσφορο έδαφος για τη διεθνή τρομοκρατία. Από την πλευρά της η ΕΕ, μέσω του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ, είναι ανοιχτή στον διάλογο με τους ισλαμιστές αφού «κέρδισαν τον πόλεμο». Η προϊστορία των Ταλιμπάν στην κακή διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, δηλαδή την υποταγή των γυναικών σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας, σκιάζει τις προοπτικές της χώρας.

Το κόστος του πολέμου

Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από την εισβολή των Αμερικανών το 2001 για την εκδίωξη των Ταλιμπάν από την εξουσία. Εκτοτε οι δυνάμεις τόσο του ΝΑΤΟ –στην πρώτη επιχείρηση εκτός ευρωπαϊκού εδάφους– όσο και των ΗΠΑ, που είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής, έχουν στείλει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες για τη «διατήρηση της ειρήνης» – «Φρουρός της ειρήνης» η ονομασία της επιχείρησης. Οι ΗΠΑ είχαν τα περισσότερα στρατεύματα επί αφγανικού εδάφους το 2011, χρονιά που εξόντωσαν τον Οσάμα μπιν Λάντεν: 110.000 στρατιώτες. Το 2020 μετρούσαν 4.000, ενώ συνολικά πολέμησαν περίπου 775.000 στρατιώτες. Το ΝΑΤΟ έθεσε τέλος στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις το 2014, αλλά κράτησε δύναμη 13.000 στρατιωτών προκειμένου να εκπαιδεύσουν τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις και να υποστηρίξουν αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις. Σημαντική είναι και η παρουσία ιδιωτικών εταιρειών-υπεργολάβων ασφαλείας: σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού Κογκρέσου, πάνω από 7.800 Αμερικανοί ιδιώτες βρίσκονταν στο Αφγανιστάν.

Τα χρήματα που ξοδεύτηκαν για την πολεμική επιχείρηση ζαλίζουν: σύμφωνα με το αμερικανικό Πεντάγωνο η στρατιωτική δαπάνη ανήλθε σε 665 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον κονδύλια από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανεβάζουν τα εκτιμώμενα έξοδα για την περίοδο 2001-19 στα 702 δισ. ευρώ. Αλλη καταγραφή, του Πανεπιστημίου Μπράουν, που περιλαμβάνει και το οικονομικό έτος 2020, ανεβάζει το συνολικό κόστος στα 835 δισ. ευρώ. Επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν ξοδέψει επιπροσθέτως άλλα 125 δισ. ευρώ για ανοικοδόμηση – κυρίως σε δυτικές εταιρείες. Πολλά από αυτά έχουν χαθεί σε καταχρήσεις και δωροδοκίες.

Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές είναι βαρύ: περισσότερες από 3.500 απώλειες μετρά το ΝΑΤΟ, εκ των οποίων οι 2.300 Αμερικανοί. Επιπλέον, πάνω από 20.000 Αμερικανοί έχουν τραυματιστεί από το 2001. Ο αφγανικός στρατός είχε βαρύτερες απώλειες, με πάνω από 64.000 νεκρούς στις μάχες. Οι άμαχοι όμως έχουν πληρώσει το βαρύτερο τίμημα: 110.000 άνθρωποι θανατώθηκαν από το 2009, χρονιά που ξεκίνησε να καταγράφει τους θανάτους η αποστολή του ΟΗΕ στο Αφγανιστάν.

Ανησυχία για τις γυναίκες

Το καθεστώς των Ταλιμπάν έχει διατρανώσει την αντίληψή του για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία. Παρόλο που και μετά την πτώση των ισλαμιστών φονταμενταλιστών το 2001 οι συντηρητικές αντιλήψεις δεν άλλαξαν σημαντικά, έγιναν αρκετά βήματα προόδου που η επάνοδος των Ταλιμπάν αναμένεται να μηδενίσει. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του εκπροσώπου των Ταλιμπάν Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ στη συνέντευξη Τύπου στην Καμπούλ την Τρίτη ότι οι γυναίκες θα έχουν όσα δικαιώματα θέλουν μέσα στο πλαίσιο της σαρία…

Η κατάσταση για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν δεν ήταν ποτέ ρόδινη. Ωστόσο υπήρξαν προσωρινές κατακτήσεις με πολλά πισωγυρίσματα στον 20ό αιώνα. Ακολουθώντας τα βήματα των Νεότουρκων, ο πρωτοπόρος του εθνικιστικού κινήματος των «Νεοαφγανών» Μαχμούντ Τάρζι υπογράμμιζε από τις αρχές του αιώνα τη σημασία της εκπαίδευσης για την κοινωνική αλλαγή.

Ετσι, στη βασιλεία του Χαμπιμπουλάχ Χαν, τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ιδρύθηκαν τα πρώτα σχολεία για κορίτσια. Ο διάδοχος του Χαμπιμπουλάχ και γαμπρός του Τάρζι, Αμανουλάχ Χαν, προώθησε την περαιτέρω παρουσία της γυναίκας στον δημόσιο χώρο τη δεκαετία του 1920 και την πιο δυτική εμφάνισή της, αλλά κυρίως πέρασε νόμο το 1921 που ακύρωνε τους αναγκαστικούς γάμους, τον γάμο των παιδιών και την τιμή για μια νύφη και έθετε περιορισμούς στην πολυγαμία.

Η σύζυγός του Σοράγια έφτιαξε περισσότερα σχολεία για κορίτσια καθώς και την πρώτη γυναικεία ένωση αλλά και το πρώτο γυναικείο περιοδικό. Με μικρά πισωγυρίσματα που στη συνέχεια αναιρούνταν φτάνουμε στο 1950, όταν το Πανεπιστήμιο της Καμπούλ δέχεται τις πρώτες φοιτήτριες, ενώ το σύνταγμα του 1964 δίνει ίσα δικαιώματα στις γυναίκες. Το 1965 η Κούμπρα Νουρζάι γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός. Από το 1978 και την εγκατάσταση του φιλοσοβιετικού καθεστώτος μέχρι την πτώση του το 1992 οι γυναίκες απόλαυσαν την περίοδο της μεγαλύτερης ελευθερίας τους. Είχαν την ελευθερία να επιλέγουν σύντροφο και καριέρα της αρεσκείας τους.

 

 

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter