Εφη Αχτσιόγλου Η κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να διαχειρίζεται έναν διακόπτη lockdown

Εφη Αχτσιόγλου  Η κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να διαχειρίζεται έναν διακόπτη lockdown

Η τομεάρχης οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ μιλάει στο Documento για τους χειρισμούς ΝΔ «που οδηγούν την οικονομία σε ναρκοπέδιο».

Όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ευρώπης υιοθετούν, έστω βραχυπρόθεσµα, τον λεγόµενο «κεϊνσιανισµό της κρίσης» για να αντιµετωπίσουν τις συνέπειες της πανδηµίας αλλά η κυβέρνηση της Ν∆, εµµονικά προσηλωµένη στο νεοφιλελεύθερο δόγµα, δεν λαµβάνει τα στοιχειώδη προληπτικά µέτρα στήριξης του εθνικού συστήµατος υγείας και ανάσχεσης της εξάπλωσης του ιού στους χώρους υπερµετάδοσης, θεωρεί δε ότι µοναδικό καθήκον της είναι να διαχειρίζεται τον διακόπτη του lockdown, το αποτέλεσµα είναι η πλήρης καταστροφή, µας λέει η βουλευτής Επικρατείας και τοµεάρχης οικονοµικών του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συµµαχία Εφη Αχτσιόγλου.

Το αποτέλεσµα είναι η είσοδος της οικονοµίας σε ένα ναρκοπέδιο που ορίζεται από τη δραµατική µείωση του εισοδήµατος των εργαζοµένων, την αύξηση του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων αλλά και την εκτόξευση του δηµόσιου χρέους στο 210% του ΑΕΠ, συνθήκες που, κατά την Εφη Αχτσιόγλου, θα υπονοµεύσουν την ανάκαµψη µετά το τέλος της πανδηµίας και θα µας οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες µνηµονιακού χαρακτήρα.

Η κυβέρνηση της Ν∆ έκανε ολέθρια λάθη στη διαχείριση της πανδηµίας. Π.χ. στο πρώτο κύµα επέβαλε τρεις µήνες σκληρό lockdown ακολουθώντας το παράδειγµα των χωρών της δυτικής Ευρώπης ενώ οι άλλες χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης δεν το έκαναν, διαφυλάσσοντας την οικονοµία τους. Στο δεύτερο κύµα, κι ενώ η ύφεση προσέγγιζε το 10%, έβαλε τη χώρα σε lockdown τύπου ακορντεόν µε διάρκεια µεγαλύτερη από κάθε άλλης δυτικοευρωπαϊκής χώρας. Αλλά ο Χρήστος Σταϊκούρας λέει ότι δεν µπορούν να στηρίξουν όλους όσοι έχουν πληγεί από την πανδηµία. Εσείς πού αποδίδετε αυτή την ολέθρια διαχείριση;

Πράγµατι εδώ και µήνες βιώνουµε τις συνέπειες της καταστροφικής κυβερνητικής διαχείρισης τόσο της πανδηµίας όσο και της οικονοµικής κρίσης που τη συνοδεύει. Στη διαχείριση της πανδηµίας η κυβέρνηση δεν προέβη σε µέτρα αυτονόητα για την ανάσχεση της εξάπλωσης του ιού και την προστασία του πληθυσµού, δηλαδή σε µέτρα ουσιαστικής στήριξης του δηµόσιου συστήµατος υγείας: µόνιµες προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, συνταγογράφηση δωρεάν τεστ ώστε να υπάρχει σωστή ιχνηλάτηση του ιού, επίταξη ιδιωτικών κλινικών. Αλλά ούτε στις τρεις βασικές εστίες υπερµετάδοσης του ιού, δηλαδή τα µέσα µαζικής µεταφοράς, τα σχολεία και τους µεγάλους χώρους εργασίας, εφάρµοσε προληπτικά µέτρα, ισχυριζόµενη κατά καιρούς αστειότητες ότι σ’ αυτούς τους χώρους ο ιός δεν κολλάει, για να αποδειχθεί ψευδόµενη λίγες µέρες µετά. Η κυβέρνηση το µόνο που έκανε και κάνει είναι να χειρίζεται έναν διακόπτη lockdown. Αυξάνονται τα κρούσµατα, επιβάλλει lockdown. Μειώνονται τα κρούσµατα, αίρει το lockdown. Μια πολιτική καταστροφική και για την κοινωνία και για την οικονοµία. Και σαν να µην έφταναν αυτά, στην οικονοµία εξαρχής έλαβε την απόφαση να µην προχωρήσει σε ουσιαστική στήριξη του εισοδήµατος των πολιτών, των µικροµεσαίων επιχειρήσεων, των εργαζοµένων, µε αποτέλεσµα, όπως ήταν αναµενόµενο, να προκαλέσει µια ύφεση βαθύτερη κι απ’ αυτήν του 2011 στη χώρα, κυρίως όµως να έχει ακυρώσει όλες τις δυνατότητες για ανάκαµψη. Εξαρχής ο ισχυρισµός της κυβέρνησης ήταν ότι εφαρµόζει συνετή δηµοσιονοµική πολιτική. Οµως όταν σε τέτοιες κρίσεις δεν προβαίνεις σε σοβαρές δηµόσιες δαπάνες που στηρίζουν το δηµόσιο σύστηµα υγείας, το εισόδηµα και την κατανάλωση, τότε φέρνεις τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσµατα. Οδηγείς την οικονοµία σε εκτροχιασµό. Και αυτό ακριβώς έκανε η κυβέρνηση της Ν∆. Προφανώς ως έναn βαθµό έχουµε να κάνουµε µε ανικανότητα, αλλά δεν είναι αυτή η κύρια αιτία. Η πραγµατική αιτία αυτών των επιλογών και των ολέθριων συνεπειών τους σχετίζεται µε το ότι έχουµε να κάνουµε µε µια κυβέρνηση βαθιά ιδεοληπτική, που επιµένει στο νεοφιλελεύθερο δόγµα µε την προσήλωση νεοφώτιστου.

Και πού αποδίδετε την επίµονη άρνηση της κυβέρνησης να κάνει τα αυτονόητα: την ενίσχυση του ΕΣΥ, των δηµόσιων συγκοινωνιών και της δηµόσιας εκπαίδευσης µε αραίωση του µαθητικού πληθυσµού;

Οταν η πολιτική σου θέση είναι ότι η υγεία πρέπει να παρέχεται µέσα από συµπράξεις του ιδιωτικού και του δηµόσιου τοµέα προφανώς δεν θα στηρίξεις το δηµόσιο σύστηµα. Οταν προτεραιότητά σου είναι η εισχώρηση των ιδιωτών στην παιδεία προφανώς δεν θα ενισχύσεις το δηµόσιο σύστηµα παιδείας. Οταν η θέση σου είναι ότι οι ιδιώτες πρέπει να χειρίζονται τις µεταφορές προφανώς δεν θα ενισχύσεις τις δηµόσιες συγκοινωνίες. Και όταν ο τουρισµός σηµαίνει εξυπηρέτηση µεγάλων επιχειρηµατικών οµίλων, τότε προφανώς δεν θα εφαρµόσεις ενιαία πρωτόκολλα στις πύλες εισόδου της χώρας. Βλέπετε λοιπόν ότι το πρόβληµα δεν είναι επιµέρους αστοχίες. Το πρόβληµα είναι το στρατηγικό µοντέλο. ∆εν είναι η Ν∆ που αποτυγχάνει. Είναι το στρατηγικό µοντέλο που υπηρετεί αυτό που έχει αποτύχει παταγωδώς. Το επιπλέον ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι σήµερα ακόµη και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη ακολουθούν τον λεγόµενο κεϊνσιανισµό της κρίσης στο πλαίσιο µιας βραχυπρόθεσµης αντιµετώπισης των συνεπειών της πανδηµίας. Ακριβώς διότι η κρίση της Covid-19 ανέδειξε σαν µεγεθυντικός φακός τα όρια ενός µοντέλου που απαξίωνε τις δηµόσιες δοµές και θεοποιούσε την ιδιωτική πρωτοβουλία, τα όρια του µοντέλου που θεωρούσε ότι η απορρυθµιστική τάση της αγοράς µπορεί να φέρει τα βέλτιστα οικονοµικά αποτελέσµατα. Ετσι, βλέπουµε ότι και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη προχωρούν έστω και βραχυπρόθεσµα σε σχέδια που στοχεύουν στην ενίσχυση των δηµόσιων δοµών, του δηµόσιου συστήµατος υγείας και των δηµόσιων µεταφορών. Η κυβέρνηση στην Ελλάδα όµως όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον προϋπολογισµό του 2021 προέβλεψε µείωση της χρηµατοδότησης του ΕΣΥ σχεδόν κατά 600 εκατ. ευρώ (!). Η περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά εξαιρετική περίπτωση ακραίας ιδεολογικής εµµονής.

Τα περιοριστικά µέτρα προκάλεσαν ασφυξία στην αγορά και στις µικροµεσαίες επιχειρήσεις, όχι µόνο λόγω της µεγάλης διάρκειάς τους αλλά και επειδή τα ανεπαρκή µέτρα στήριξης που λαµβάνονται ευνοούν τους µεγάλους σε βάρος των µικρών. Π.χ. οι επιστρεπτέες µοιράζονται µε βάση αλγόριθµους που ευνοούν τις µεγάλες επιχειρήσεις σε βάρος των µικρών. Βλέπετε κι άλλα τέτοια στοιχεία και πολιτικές που δείχνουν ότι η συµπίεση των µικροµεσαίων στην πανδηµία δεν συµβαίνει τυχαία;

Οπως η µη στήριξη των δηµόσιων δοµών, έτσι και η µη στήριξη των µικροµεσαίων επιχειρήσεων δεν συνιστά σηµειακό λάθος αλλά τµήµα συνολικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση επιτάχυνε τον τελευταίο χρόνο ένα σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει να εφαρµόζει πριν από την πανδηµία. Τι λέει αυτό; Οτι τάχα η ώθηση στην ελληνική οικονοµία θα προκύψει εφόσον, πρώτον, ελαστικοποιηθεί περαιτέρω η εργασία µε άµεσο αντίκτυπο στους µισθούς· δεύτερον, προχωρήσουν ιδιωτικοποιήσεις υποδοµών, δικτύων, υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης και φυσικά του ασφαλιστικού· τρίτον, συρρικνωθούν οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις που γίνονται αντιληπτές ως βαρίδι στην οικονοµία. Ολα αυτά δεν είναι υποθέσεις, αποτελούν σαφώς διακηρυγµένο σχέδιο, όπως εξάλλου καθαρά αποτυπώνεται και στην έκθεση Πισσαρίδη. Περιττό να υπενθυµίσω ότι αυτό το στρατηγικό µοντέλο δοκιµάστηκε δυστυχώς στην Ελλάδα και αποδείχθηκε όχι µόνο κοινωνικά διαλυτικό αλλά και οικονοµικά άκρως αναποτελεσµατικό. Ολοι θυµόµαστε τις «µεταρρυθµίσεις» της περιόδου 2010-14 που εκτίναξαν την ανεργία στο 28% και την ανεργία των νέων στο 60%, όξυναν τις κοινωνικές ανισότητες, δηµιούργησαν µια ολόκληρη γενιά εργαζόµενων φτωχών, προκάλεσαν ανθρωπιστική κρίση και βαθύτατη παρατεταµένη ύφεση. Είναι προφανές λοιπόν ότι εδώ δεν έχουµε να κάνουµε µε ένα «νέο» µοντέλο, αλλά µε ένα εξαιρετικά παρωχηµένο νεοφιλελεύθερο µοντέλο που δοκιµάστηκε και απέτυχε παταγωδώς. Ενα µοντέλο που µειώνει το εισόδηµα και το επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, ευρύτατων µεσαίων και χαµηλών εισοδηµατικά στρωµάτων, που προδήλως αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες. Ενα µοντέλο που επιλέγει πλευρά. Ποια κοινωνική τάξη θέλει να υπηρετήσει.

Πριν από λίγες µέρες ο παραιτηθείς στη συνέχεια επικεφαλής του ΤΧΣ ανακοίνωσε ότι η Τράπεζα Πειραιώς θα επανιδιωτικοποιηθεί µέσα στον Μάρτιο, µε ζηµία 2 δισ. ευρώ του δηµοσίου. Αν είχαµε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που θα διατηρούσε την Πειραιώς σε δηµόσιο έλεγχο και λειτουργία, πώς θα µπορούσε να βοηθήσει τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις;

Στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς η κυβέρνηση ακολούθησε µια προκλητική µεθόδευση την οποία εξαρχής αναδείξαµε. Μια µεθόδευση η οποία θίγει ευθέως το δηµόσιο συµφέρον και µόνο κριτήριο έχει την εξυπηρέτηση συγκεκριµένων ιδιωτικών συµφερόντων. Η θέση µας από την πρώτη στιγµή ήταν σαφής. Εφόσον η τράπεζα δεν µπορεί να αποπληρώσει τα τοκοµερίδια που οφείλει στο ελληνικό δηµόσιο, το δηµόσιο αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο µετοχών. Οποιαδήποτε άλλη επόµενη κίνηση είναι καθαρή µεθόδευση εις βάρος του δηµοσίου. Η κυβέρνηση τι κάνει; Ουσιαστικά προωθεί µια επανιδιωτικοποίηση της τράπεζας µέσω της κρατικοποίησής της, δηλαδή ενώ τυπικά και νοµικά το δηµόσιο θα έπρεπε να αποκτήσει και να διατηρήσει το πλειοψηφικό πακέτο µετοχών, η τράπεζα προβαίνει σε αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου στην οποία το δηµόσιο δεν συµµετέχει και έτσι το δηµόσιο βρίσκεται χαµένο: ούτε τα τοκοµερίδια που δικαιούται λαµβάνει ούτε αποκτά τις µετοχές που του αντιστοιχούν. Αν είχαµε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το κράτος θα αποκτούσε το πλειοψηφικό πακέτο µετοχών και, µέσα από την ενεργή παρέµβασή του στη διοίκηση, θα µπορούσε να ασκήσει µια πολιτική σαφώς περισσότερο υποστηρικτική στις µικροµεσαίες επιχειρήσεις που αυτήν τη στιγµή είναι στην πλειονότητά τους αποκλεισµένες από τον τραπεζικό δανεισµό.

Οι χειµερινές προβλέψεις της Κοµισιόν έδωσαν ανάπτυξη 3,5% το 2021 και 5% το 2022. Αυτό σηµαίνει ότι φτάνοντας στο 2023 που θα επανέλθουν οι δηµοσιονοµικοί κανόνες στην Ευρώπη και η χώρα µας θα πρέπει να βγάζει πλεονάσµατα 2,5% η οικονοµία θα είναι πιο κάτω και από το 2019. Με αυτή την εξέλιξη δεν κινδυνεύουµε να οδηγηθούµε σε νέες περιπέτειες µνηµονιακού τύπου;

Ναι, ο κίνδυνος είναι ορατός. Και αυτό συµβαίνει ακριβώς λόγω της καταστροφικής οικονοµικής διαχείρισης της Ν∆. Η κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα να γίνει ουραγός της Ευρώπης, ενώ είχε όλα τα πλεονεκτήµατα για να εξελιχθούν τα πράγµατα διαφορετικά: εισήλθε στην πανδηµία πιο αργά, το πρώτο κύµα ήταν εξαιρετικά ήπιο, οι δηµοσιονοµικές δυνατότητες µεγάλες, υπήρχε µαξιλάρι ασφαλείας, ρυθµισµένο χρέος κ.λπ. Η χώρα αυτήν τη στιγµή συντρίβεται υπό το βάρος τριών πολύ καθοριστικών παραγόντων: το 2020 είχε µια από τις βαθύτερες υφέσεις στην Ευρώπη, το δηµόσιο χρέος εκτινάχθηκε στο 210% και οι εργαζόµενοι υφίστανται τη δεύτερη µεγαλύτερη µείωση εισοδήµατος στην Ευρώπη. Και τα τρία στοιχεία συγκροτούν ένα ναρκοπέδιο που εµποδίζει οποιαδήποτε προοπτική ανάκαµψης, ιδίως όσο η ίδια καταστροφική πολιτική συνεχίζεται. Σ’ αυτά να προσθέσει κανείς ότι λόγω της διαχείρισης της κυβέρνησης το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχει επίσης εκτιναχθεί και ο κύκλος εργασιών ιδίως κλάδων όπως η εστίαση έχει µειωθεί στο µισό, µε αποτέλεσµα τα µαζικά λουκέτα να έχουν ήδη αρχίσει. Οσο οι ευρωπαϊκές «διευκολύνσεις» λόγω πανδηµίας συνεχίζονται, δηλαδή η αναστολή του συµφώνου σταθερότητας και το έκτακτο πρόγραµµα της ΕΚΤ, η Ελλάδα αποτελεί δύσκολη µεν περίπτωση, εντός δε ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού προβλήµατος. Μόλις όµως οι µεγάλες οικονοµίες αρχίζουν να ανακάµπτουν, και αυτό θα συµβεί µε ριζικό τρόπο, οι «διευκολύνσεις» θα σταµατήσουν και τότε η Ελλάδα, ούσα και πάλι ουραγός, θα έρθει αντιµέτωπη µε νέα κρίση χρέους, θα έρθει αντιµέτωπη µε µέτρα λιτότητας και περιπέτειες µνηµονιακού χαρακτήρα. Να γιατί η πολιτική της Ν∆ δεν είναι απλώς εσφαλµένη στο παρόν αλλά ενδέχεται να αποδειχθεί ολέθρια για το µέλλον της χώρας.

Documento Newsletter