Απόφαση «σταθμό» εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την οποία μπαίνει φραγμός στα υβριστικά σχόλια, τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και γενικότερα τη δολοφονία χαρακτήρων που επιδίδονται διάφοροι στα social media, σε όσους εκφράζουν διαφορετικές πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον πολιτευτή της Δράσης, Φώτη Κοκοτό, μέλος της γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας στην οποία ανήκουν τα πολυτελή ξενοδοχεία Ελούντα, τον καθηγητή του ΑΠΘ, Ορέστη Καλογήρου ο οποίος τοποθετήθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ως επικεφαλής του ΔΟΑΤΑΠ και την μεταφράστρια Ρηγούλα Γεωργιάδου για μία σειρά από «υβριστικούς» «προσβλητικούς» και «απαξιωτικούς» χαρακτηρισμούς που είχαν διατυπώσει σε βάρος της δημοσιογράφου Δήμητρας Φωτιάδου στο twitter την προεκλογική περίοδο του 2019.
Πιο αναλυτικά, όπως υπογραμμίζεται στην 1493/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 15 Μαΐου του 2019 η κα Φωτιάδου έκανε μια ανάρτηση πολιτικού περιεχομένου στον προσωπικό της λογαριασμό στο twitter. Επρόκειτο για μια απλή τοποθέτηση που όπως υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση «η ενάγουσα (η δημοσιογράφος Φωτιάδου) εξέφραζε «κυρίως την ιδεολογική της θέση, η οποία ήταν θετική για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της τότε κυβέρνησης, η οποία στηριζόταν κατά βάση στην κοινοβουλευτική στήριξη των βουλευτών του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ η οποία συνίστατο στη λήψη ευνοϊκών οικονομικών μέτρων για ορισμένες κοινωνικές ομάδες, μεταξύ των οποίων και η ρύθμιση οφειλών προς τα ασφαλιστικά σε 120 δόσεις και η θέσπιση της δέκατης τρίτης σύνταξης για τους συνταξιούχους της χώρας».
Οι προσβλητικές και απαξιωτικές αναρτήσεις
Αμέσως μετά ο Φώτης Κοκοτός έκανε ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter η οποία είχε ως εξής:
«Θαυμάστε εδώ τη συριζαια @dimitrafotiadou με το iphone που διαφημίζει το πώς ζει όλο της τα σόι χωρίς να δουλεύει, από τους φόρους των συμπολιτών της. Οι λέξεις τρωκτικά και παράσιτα είναι λίγες μπροστά σε αυτή την ξετσιπωσιά».
Όπως υπογραμμίζει η απόφαση του δικαστηρίου «με τη χρήση των λέξεων τρωκτικά και παράσιτα για την ενάγουσα (Φωτιάδου) και τα συγγενικά της πρόσωπα, ο Κοκοτός δεν εξέφρασε απλώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, την ιδεολογική του αντίθεση στην τότε κυβερνητική πολιτική, η οποία συνίστατο στη θέσπιση μέτρων πρόνοιας, αλλά προσέδωσε στην ίδια την ενάγουσα κατά συγγενικά της πρόσωπα… χαρακτηρισμούς που ο μέσος κοινωνός και χρήστης του ανωτέρου μέσου κοινωνικής δικτύωσης εκλαμβάνει νοηματικώς με περιεχόμενο προσβλητικό και απαξιωτικό, καθώς εμφανίζεται η ενάγουσα (Φωτιάδου) ως άτομο το οποίο ατομικώς αλλά και οικογενειακώς ζει συνειδητώς σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να προσφέρει έναντι αυτού οτιδήποτε χρήσιμο κατά παράβαση των κοινωνικών και ηθικών κανόνων δεδομένου ότι στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται η λέξη τρωκτικό μεταφορικώς και για άτομα κατά τρόπο ύπουλο και συστηματικό, ενώ η λέξη παράσιτο για άτομα που ζουν σε βάρος άλλων..»
Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι «…η απαξία των ανωτέρω χαρακτηρισμών επιτείνεται από την ποιοτική σύνδεσή τους στην επίδικη αυτή ανάρτηση ως ελάσσονες έννοιες με το φερόμενο υπερβάλλον μέγεθος της ξετσιπωσιάς, δηλαδή της απουσίας ηθικών φραγμών και αναισχυντίας, της ενάγουσας έναντι του παρασιτισμού της».
Την ίδια μέρα ο Φώτης Κοκοτός, έκανε και δεύτερη ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα με σχόλιο της του είχε ζητήσει να ανακαλέσει και να ζητήσει συγγνώμη.
Η ανάρτηση του κ. Κοκοτού είχε ως εξής:
«Καλά γελάει ο κόσμος με το σούργελο που θίχτηκε επειδή τη βγάλαμε στη φόρα για την ξετσιπωσιά της. Τα μηνύματα είναι πεστα επιτέλους άνθρωπε με τα καθάρματα που έμπλεξε η χώρα, ζούνε εις βάρος της κοινωνίας σα βδέλλες».
Σύμφωνα με την δικαστική απόφαση «με την εν λόγω απόφαση, ο πρώτος εναγόμενος (Κοκοτός) εμμένοντας στην απόδοση του χαρακτηρισμού ξετσιπωσιά στη ενάγουσα, την οποία χαρακτηρίζει επιπροσθέτως και σούργελο, δηλαδή πρόσωπο με γελοία συμπεριφορά που γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας, αποδέχεται και δεν αποκρούει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής το περιεχόμενο των μηνυμάτων που δέχτηκε από έτερους χρήστες του οικείου μέσου κοινωνικής δικτύωσης με την οποία η ενάγουσα αξιολογήθηκε ως κάθαρμα, δηλαδή παλιάνθρωπος που ζει σε βάρος της κοινωνίας ως βδέλλα, δηλαδή κατά τη μεταφορική έννοια της λέξης, ως άτομο που ζει σε βάρος των άλλων».
Εκτός από τον κ. Κοκοτό ανάρτηση σε βάρος της κας Φωτιάδου έκανε και η Ρηγούλα Γεωργιάδου στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook με το εξής σχόλιο:
«Όταν είσαι κοπρόσκυλο και συ και όλο σου το σόι και δεν ντρέπεσαι να το διατυμπανίζεις».
Όπως υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση «με τη λέξη κοπρόσκυλο απέδωσε στην ενάγουσα και τα συγγενικά της πρόσωπα τον χαρακτηρισμό του τεμπέλη και του άχρηστου. Επίσης η Ρηγούλα Γεωργιάδου έκανε και άλλο σχόλιο λέγοντας
«Εν τω μεταξύ ρωτάει εσείς στο σπίτι όλα καλά και μου ρχεται να τη σκυλοβρίσω την ηλίθια. Όχι μωρή χαμούρα δεν είμαστε καλά. Εξαιτίας σου και εξαιτίας όλων των κοπρόσκυλων σαν εσένα».
Σύμφωνα με το Δικαστήριο «με την εν λόγω ανάρτηση αφού ευθέως αποδέχεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι θέλει όχι απλώς να υβρίσει αλλά να σκυλοβρίσει, ήτοι να υβρίσει σε έντονο ύφος την ενάγουσα, αποκαλεί ακολούθως αυτήν χαμούρα, ήτοι ανήθικη γυναίκα και επαναλαμβάνει τον αρνητικό αξιολογικό χαρακτηρισμό κοπρόσκυλο».
Σε ότι αφορά τον καθηγητή Ορέστη Καλογήρου, αναδημοσίευσε την πρώτη ανάρτηση της κας Γεωργιάδου στο facebook με δικό του σχόλιο το οποίο είχε ως εξής:
«Κοινωνικός παρασιτισμός εις βάρος των παιδιών μου. Μαύρο στην κυβέρνηση του κοινωνικού παρασιτισμού. Μην γίνεις κοινωνικό παράσιτο».
Όπως υπογραμμίζεται στην δικαστική απόφαση «κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο Ορέστης Καλογήρου αποδεχόμενος το περιεχόμενο και το ύφος της ανάρτησης της τρίτης εναγόμενης αναφορικώς με το πρόσωπο και τις ιδέες της ενάγουσας προέβη σε ίδιο σχολιασμό, τοποθετούμενος αρνητικώς απέναντι στην τότε κυβερνητική πολιτική.
«Θίγουν την τιμή και την υπόληψη της δημοσιογράφου»
Το Δικαστήριο λοιπόν έκρινε ότι:
– «..Οι ανωτέρω επίδικες αναρτήσεις όλων των εναγομένων θίγουν.. την ηθική και κοινωνική αξία, την τιμή και την υπόληψη και εντεύθεν την προσωπικότητα της ενάγουσας (Φωτιάδου), η οποία βοηθούσε οικονομικώς την οικογένειά της από μικρή ηλικία, εργαζόμενη σε ροδακινοχώραφα και σε εργοστάσια κονσερβοποίησης ροδάκινων κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών, καθώς και σε ραφεία ή φασόν με την ειδικότητα της κοπτοράπτριας, φτιάχνοντας φούστες και μπομπονιέρες..»
– «…Από το 1979 παράλληλα με τις σπουδές της εργάστηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της χωρίς να χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα και χωρίς να προσκολληθεί σε οποιοδήποτε κόμμα ή άλλο μόρφωμα με σκοπό την επαγγελματική της ανέλιξη. Στη συνέχεια εργάστηκε επί χρόνια στον τηλεοπτικό σταθμό MEGA ενώ «ήταν γνωστή στο δημοσιογραφικό χώρο για το ήθος και το καλό της όνομα, αναζητώντας με προσήνεια και αφοσίωση την αλήθεια υπερασπιζόμενη τις ιδέες της, χωρίς τη χρήση αντιδεοντολογικών πρακτικών, βίας ή σκοτεινών μεθόδων, αλλά διασταυρώνοντας πάντοτε τις πληροφορίες, χωρίς να έχει δώσει ποτέ αφορμή για αρνητικό σχολιασμό, ούσα πράος και μετριοπαθής χαρακτήρας αλλά και συνεπής ως επαγγελματίας και μέλος συνδικαλιστικών οργανώσεων στις οποίες ανήκε».
«…Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της έννομης τάξης και του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, η οποία απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, η απόδοση του χαρακτηρισμού του κοινωνικού παράσιτου, αλλά και των λοιπών χαρακτηρισμών σε οποιονδήποτε συγκεκριμένο πολίτη για μόνο το λόγο ότι δικαιούται να λάβει κάποιο προνοιακό επίδομα που ορισμένη κυβέρνηση, κατ’’ εφαρμογή νομοθετικών μέτρων που ψηφίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων..».
«Ηθική βλάβη, προσβολή της τιμής και της υπόληψης»
Το Δικαστήριο στάθηκε ιδιαίτερα στη μόρφωση των εναγομένων. Συγκεκριμένα, ο Φώτης Κοκοτός Είναι απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών και έχει σπουδάσει στο Τμήμα Φυσικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και στη σχολή Πολιτικών και Περιβαλλοντικών Μηχανικών του πανεπιστημίου UCLA στις ΗΠΑ.
Το 2012 ήταν υποψήφιος με το πολιτικό κόμμα ΔΡΑΣΗ (του Δημήτρη Σκυλακάκη στις εθνικές εκλογές του 2012, και υποψήφιος ευρωβουλευτής το 2014. Ο Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ) από το 2020, καθώς αποτέλεσε επιλογή της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως. Η Ρηγούλα Γεωργιάδου είναι μεταφράστρια.
Επομένως, όπως επισημαίνεται στη δικαστική απόφαση:
«…Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι άπαντες οι εργαζόμενοι έχουν λάβει αξιόλογη μόρφωση, η οποία τους επιτρέπει να διακρίνουν τη σημασία των υπ’ αυτών χρησιμοποιούμενων λέξεων οι οποίες όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, υπερβαίνουν την επικαλούμενη από αυτούς ελευθεριότητα και το καυστικό ύφος που χαρακτηρίζει κατά τους ισχυρισμούς τους, τους χρήστες των μέσω κοινωνικής δικτύωσης».
«…Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας του είδους της προσβολής, της έκτασης που έλαβε η διάδοση των επίδικών ισχυρισμών, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών και της βαρύτητας του πταίσματος εκ της τελεσθείσας αδικοπραξίας των εναγομένων, ότι από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά προκλήθηκε ηθική βλάβη της ενάγουσας συνιστάμενη στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης της με αποτέλεσμα να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση…».
Συγκεκριμένα ο κ. Κοκοτός καλείται να καταβάλλει στην ενάγουσα (Φωτιάδου) το ποσό των 5.000 ευρώ, η κα Γεωργιάδου 4.000 ευρώ και ο κ. Καλογήρου 2.000 ευρώ.