Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ ελπίζουν να συμφωνήσουν στους νέους κανόνες για την οικονομική διακυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου. Οι στόχοι τους είναι τελείως διαφορετικοί, με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου να επιθυμούν πιο χαλαρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ ο βορράς να επιμένει στη λιτότητα.
Η λεγόμενη ρήτρα αποφυγής τελειώνει στο τέλος του 2023, πράγμα που σημαίνει ότι το «παλιό» Σύμφωνο Σταθερότητας θα ετίθετο ξανά σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2024. Η ρήτρα αποφυγής προκρίθηκε ως μέτρο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας για να δώσει στις χώρες τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες του μαζικού lockdown. Έπειτα, ο πόλεμος στην Ουκρανία ανάγκασε τις ευρωπαϊκές χώρες να επεκτείνουν τη ρήτρα αποφυγής για έναν ακόμη χρόνο.
Βερολίνο και Παρίσι είναι οι δύο πρωτεύουσες που διαγκωνίζονται για το βαθμό χαλαρότητας που θα πρέπει να έχουν οι νέοι κανόνες. Η αμοιβαία υποχώρηση που σημειώθηκε πρόσφατα δίνει σημάδι για συμφωνία σχετικά με το πώς θα προχωρήσει το σύμφωνο.
Λιτότητα από το παράθυρο
Στις 22 Νοεμβρίου, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς και η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι ανακοίνωσαν ότι δεν θα υπάρξει λιτότητα. «Είναι σαφές ότι καμία χώρα δεν θα εξαναγκαστεί σε λιτότητα», δήλωσε ο σοσιαλδημοκράτης και πρώην υπουργός Οικονομικών της Άνγκελα Μέρκελ μαζί με την ιταλίδα πολιτικό, της οποίας η χώρα είναι το πιο χρεωμένο από τα «μεγάλα» κράτη μέλη της ΕΕ, περίπου 140% του ΑΕΠ.
Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (CEF), στο πλαίσιο της οποίας οι διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών προετοιμάζουν το Ecofin, πρέπει να συνεδριάσει αυτή τη Δευτέρα και την Τρίτη για να βελτιώσει τις διατυπώσεις και να καθορίσει μηχανισμούς αυτόματης προσαρμογής, βάσει του συμβιβασμού που έθεσε στο τραπέζι η ισπανική προεδρία της ΕΕ στις 8 Νοεμβρίου, αντίγραφο της οποίας απέκτησε το «Les Echos».
Αυτό το κείμενο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναπτύξουν ένα δημοσιονομικό σχέδιο για μια περίοδο προσαρμογής τεσσάρων ετών (ή επτά ετών εάν προβούν σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ) με βάση μια «ανάλυση της πολυπαραγοντικής βιωσιμότητας του χρέους».
Το επίκεντρο είναι οι χώρες των οποίων το χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ ή/και το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ. Το ποσοστό μείωσης για αυτά τα δύο μεγέθη και ο χρόνος στον οποίο πρέπει να γίνει η μείωση μένει να διευθετηθεί τις επόμενες μέρες.
Το Βερολίνο επιδιώκει να θέσει ακλόνητα «σημεία αναφοράς» που θα αποφύγουν τη «διμεροποίηση» των δημοσιονομικών ζητημάτων μεταξύ των πρωτευουσών και της Επιτροπής.
Ταυτόχρονα, οι κανόνες πρέπει να παραμείνουν ρεαλιστικοί, εφαρμοστέοι και να μην προκαλούν ύφεση, διαφορετικά κινδυνεύουν να εμφανιστούν ξανά τα ελαττώματα του «παλιού συμφώνου».
Νομισματική πολιτική
Ακόμη και αν οι Είκοσι Επτά συμφωνήσουν την επόμενη εβδομάδα, οι νέοι κανόνες θα πρέπει να εγκριθούν από τους ευρωβουλευτές στις αρχές του 2024 και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ πριν από το 2025. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει προβεί πολύ γρήγορα σε νομισματική αυστηροποίηση για τον περιορισμό του πληθωρισμού, κατέστησε σαφές ότι πρέπει να δει ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων πριν εξετάσει το ενδεχόμενο χαλάρωσης των επιτοκίων.