Η κόλαση του σεξουαλικού δουλεμπορίου απασχολεί την ομάδα C. For Circus και τη Βαλέρια Δημητριάδου στο «Και εφύτευσε ο Θεός παράδεισον» το οποίο σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά.
Η μεγάλη φτώχεια ήταν ανέκαθεν αδίστακτη προαγωγός και τα κορίτσια, ανήλικα ή νεαρά, παραμένουν τα πιο προσοδοφόρα θύματά της. Πωλούνται κατά εκατομμύρια όχι μόνο σε υπανάπτυκτες και βασανισμένες περιοχές αλλά και στις υποθετικά ευνομούμενες χώρες του δυτικού κόσμου, συντηρώντας το τεράστιο κύκλωμα της αναγκαστικής πορνείας και κρατώντας σε διαρκή επικαιρότητα το καταραμένο τρίγωνο χρήματος, σεξισμού και βίας. Φυσικά η εξώθηση στην πορνεία έναντι πενιχρών ανταλλαγμάτων ή εργασιακών υποσχέσεων έχει βαθύ παρελθόν και πολλές φρικιαστικές σελίδες στη μαύρη βίβλο του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέχρι πρότινος ακόμη οι υποχωρήσεις απέναντι στον σεξουαλικό εκβιασμό εργοδοτών και προϊσταμένων βαφτίζονταν με υποκριτική ευπρέπεια «παραχωρήσεις», ενώ τα κορίτσια των ασθενέστερων τάξεων, σύμφωνα με μια τυπική αν και ανομολόγητη συνθήκη, βιάζονταν κατά συρροή από τ’ αφεντικά και τα καμάρια τους στα ευυπόληπτα αστικά σπίτια όπου έμπαιναν ως υπηρετριούλες. Σήμερα, ξεριζωμένα από τους πολέμους ή διωγμένα από τη σφοδρή ανέχεια, τα ίδια κορίτσια συρρέουν σε χίλιους κακόφημους δρόμους μέσω των διακινητών ανθρώπινης σάρκας και εξωθούνται με χίλιους άθλιους τρόπους στα μπορντέλα ή στις διαδικτυακές σελίδες της διεθνούς σωματεμπορίας.
Ζωντάνια και ανατροπές
Το σεξουαλικό δουλεμπόριο (sex trafficking) είναι και το θέμα που απασχολεί τη Βαλέρια Δημητριάδου σ’ ένα έργο του οποίου έγραψε επίσης τη μουσική και το σκηνοθετεί με τους ηθοποιούς της ομάδας C. for Circus. Η υπόθεσή του είναι απλή: ένα όμορφο και μοναχικό κορίτσι δέχεται με πολλές επιφυλάξεις αρχικά το φλερτ ενός άνετου και καλοσυνάτου νεαρού. Η ηρωίδα μας έχει πολλά προβλήματα εξαιτίας ενός ανάπηρου αδερφού και ασφυκτιά από τα χρέη ενός κινηματογράφου που διαχειρίζεται η μητέρα της. Ο ιπποτικός νέος κατακτά την εμπιστοσύνη τής οικογένειας και προσφέρεται να βοηθήσει εξασφαλίζοντας στο κορίτσι του ολιγόμηνη δουλειά στο ξενοδοχείο ενός πλούσιου φίλου. Το κορίτσι όμως απάγεται στο αεροδρόμιο και καταλήγει ναρκωμένη σ’ ένα μπορντέλο που ονομάζεται Παράδεισος και αποβαίνει κόλαση για την ίδια. Στο σημείο αυτό συμβαίνει και η πρώτη καλοστημένη ανατροπή του έργου, γιατί ο ευγενής νεαρός αποδεικνύεται μέλος του δουλεμπορικού κυκλώματος που έχει απαγάγει τη φίλη του. Η δεύτερη ανατροπή έρχεται όταν έπειτα από μήνες βασανιστικής εκπόρνευσης το θύμα πιστεύει ότι βρήκε τον σωτήρα του στο πρόσωπο ενός αστυνομικού που καταφέρνει να την απελευθερώσει μόνο και μόνο για να ξαναπέσει στην ίδια οδυνηρή παγίδα.
Η Δημητριάδου, παρότι κάθε καταγγελτικό θέατρο κινδυνεύει να γίνει ανιαρά παιδαγωγικό, ξεπέρασε με επιτυχία αυτό τον σκόπελο και έστησε μια παράσταση με ζωντάνια, φρεσκάδα και ευέλικτες εναλλαγές μεταξύ των συνεχών εντάσεων και υφέσεων που σημαδεύουν την εξέλιξη της πλοκής από τη δέση ως την αιματηρή της λύση. Προσέδωσε ξεχωριστά χαρακτηριστικά στον καθένα από τους ήρωές της και εξατομικεύοντας τις αντιδράσεις και των πλέον κυνικών πέρασε αλώβητη από τις συμπληγάδες της συνήθους τυπολογίας του υποκόσμου. Με το ίδιο διεισδυτικό βλέμμα έντυσε με λεπτές συνειδησιακές αποχρώσεις τη ματρόνα και ένα ακόμη κορίτσι του μπορντέλου, υπογραμμίζοντας έτσι ότι ψιχία ανθρωπιάς μπορεί να βρεθούν και στον χειρότερο υπόνομο. Σκηνοθετικό επίτευγμα θεωρώ επίσης τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη σωματική βία και τις αντοχές του θεατή, καθώς η αναπαράσταση βιασμών και εξευτελισμών απαιτεί ακριβή χειρισμό ώστε να μη παραβιαστούν τα όρια μεταξύ όσων είναι αναγκαίο να καταδειχτούν επί σκηνής και όσων είναι εύλογο να αποσιωπηθούν. Ετσι οι ηθοποιοί διατήρησαν την υποκριτική τους αμεσότητα χωρίς να γίνουν με τη σειρά τους αναλώσιμα θεαματικά προϊόντα και η γέφυρα που ενώνει τα χειμαζόμενα σώματα και το ψυχικό τους μαρτύριο παρέμεινε ακέραιη.
Υπερβολικός σχολιασμός
Πιστεύω εντούτοις πως η σκηνοθέτρια αδίκησε τις ικανότητές της υιοθετώντας σε βαθμό υπερβολής τον παρένθετο σχολιασμό της δράσης από τους ηθοποιούς και τη συμπλοκή των αφηγηματικών ψηγμάτων με την εξέλιξη της κάθε σκηνής. Στην κινηματογραφική της εκδοχή είδαμε προσφάτως αυτή την τεχνική να αναπτύσσεται στην ταινία «Η υπέροχη ιστορία του Χένρι Σούγκαρ» του Γουές Αντερσον (Netflix) αλλά και εδώ τα προβλήματα είναι περισσότερα από τις λύσεις. Η ενδιάμεση αφηγηματικότητα κατακτά το ενδιαφέρον όταν φωτίζει κάτι ανείπωτο που έχει προηγηθεί ή όταν προοικονομεί κάτι που έπεται. Στερείται όμως νοήματος εάν περιορίζεται σε ταυτολογικό σχολιασμό των όσων διαδραματίζονται επί σκηνής. Οταν ένας ηθοποιός βάζει το παντελόνι του και φεύγει είναι καθαρή περιττολογία να λέει: Εβαλα το παντελόνι μου κι έφυγα! Ο θεατής το βλέπει και δεν χρειάζεται την υπογράμμιση του λέγειν ώστε να αντιληφθεί το εξόφθαλμο πράττειν. Το ίδιο συμβαίνει και με την εκτεταμένη χρήση του κινητού τηλεφώνου που απεικονίζει στη γιγαντοοθόνη τις σκηνές που παίζονται στο σανίδι ενώ θα ήταν σημαντικό να καταδειχθούν οι άγνωστες λεπτομέρειες όσων δεν χωρούν στα όρια της θεατρικής σκηνογραφίας.
Αξιοσημείωτη ήταν η σύμπραξη της πολυεπίπεδης μουσικής σύνθεσης με τους ψυχρούς φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα. Ντυμένοι με τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα και κινούμενοι στο λειτουργικό σκηνικό τοπίο που διαμόρφωσε η ίδια, οι ηθοποιοί της παράστασης, χάρη και στη συμβολή της Ειρήνης Μακρή, κινήθηκαν σαν ένα υποκριτικά ομοιογενές σύνολο και τους αξίζει κάθε έπαινος καθώς ανέδειξαν με πάθος και αποφασιστικότητα τη σχέση σωματικής έντασης και ψυχικής ταραχής. Αλφαβητικά, οι Αθηνά Αλεξοπούλου, Βαγγέλης Αμπατζής, Παναγιώτης Γαβρέλας, Κωνσταντίνος Κάππας, Μαρία Κατσανδρή, Χρύσα Κοτταράκου, Γρηγόρης Μπαλλάς, Μαρία Προϊστάκη, Αθηνά Σακαλή, Θανάσης Χαλκιάς, Σπύρος Χατζηαγγελάκης.
INF0
Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας Ευμολπιδών 45, τηλ. 210 3464380 Τετάρτη έως Κυριακή 29/10