«Ηλίθιο, βλαμμένο» και «ανόητο» χαρακτήρισε έναν μαθητή γυμνασίου στην Κροατία ο καθηγητής μαθηματικών κατά τη διάρκεια μαθήματος ενώπιον όλων των συμμαθητών του.
Ο μαθητής που παρενοχλήθηκε λεκτικά από τον καθηγητή χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη για να συνέλθει, ενώ ο καθηγητής «τιμωρήθηκε» μόνο με μία επίπληξη. Οι προσπάθειες του πατέρα του μαθητή για ποινική δίωξη της πράξης απέτυχαν, και το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας «κάλυψε» το συμβάν, προτείνοντας στους γονείς μία διαδικασία συμφιλίωσης.
Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του μαθητή από την Κροατία και επιδίκασε ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε καταγγείλει όχι μόνο την παρενόχληση από τον καθηγητή, αλλά και την αδυναμία των αρμόδιων αρχών να αντιδράσουν στους ισχυρισμούς του για παρενόχληση.
«Ενώ οι πρώτες προσβολές του R.V. εναντίον του προσφεύγοντος είχαν ως στόχο να πειθαρχήσουν τον ίδιο και τους συμμαθητές του επειδή φέρεται να καθυστερούσαν να εισέρχονται στη τάξη, οι δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν μπορούσαν παρά να θεωρηθούν ως παράνομη λεκτική κακοποίηση εναντίον του προσφεύγοντος που ισοδυναμούσε με ταπείνωση, υποτίμηση και γελοιοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούσε να δοθεί αιτιολογία για τη συμπεριφορά του καθηγητή» αναφέρεται.
«Η λεκτική κακοποίηση δεν ήταν πολύ έντονη και δεν είχε εκφυλιστεί περαιτέρω σε μία πιο συστημική, παρενόχληση. Ωστόσο ο R.V. ως καθηγητής, αναμενόταν να καταλάβει ότι οι επιπτώσεις της προφορικής προκλητικής κακοποίησης θα μπορούσαν να επηρεάσουν βαθιά τους μαθητές, ιδιαίτερα εκείνους που ήταν πιο ευαίσθητοι. Επιπλέον, ως καθηγητής, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε μορφή βίας, συμπεριλαμβανομένης της λεκτικής κακοποίησης, προς τους μαθητές, όσο και αν είναι ήπια, δεν ήταν αποδεκτή σε εκπαιδευτικό περιβάλλον και ότι του ζητήθηκε να αλληλεπιδρά με μαθητές με σεβασμό στην αξιοπρέπειά τους και στην ηθική ακεραιότητα» τονίζει το ΕΔΔΑ.
«Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη μια θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής, καθώς και τις κοινωνικές ευθύνες που έχουν οι εκπαιδευτικοί, δεν υπήρχε περιθώριο να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε παρενόχληση από έναν δάσκαλο σε έναν μαθητή. Η συχνότητα, η σοβαρότητα της βλάβης και η πρόθεση δεν ήταν προαπαιτούμενα για τον ορισμό της βίας και της κακοποίησης σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον» προσθέτει.
Παράλληλα όπως τονίζεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ οι αρμόδιες αρχές δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα. «Μετά την αρχική καταγγελία του προσφεύγοντος προς τον διευθυντή του σχολείου για παρενόχληση από τον καθηγητή της τάξης, δεν ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα από τις σχολικές αρχές έως ότου ο πατέρας του έστειλε επιστολές σε διάφορες κρατικές αρχές ζητώντας να προστατευτεί ο προσφεύγων από περαιτέρω παρενοχλήσεις στο σχολείο. Εν τω μεταξύ, ο προσφεύγων είχε υποστεί δύο επιπλέον περιπτώσεις λεκτικής κακοποίησης από τον R.V.» επισημαίνει το Δικαστήριο.
«Η σχολική κοινότητα είχε οργανώσει μια διαδικασία συμφιλίωσης μεταξύ του προσφεύγοντος και τον καθηγητή R.V. Σε αυτή τη διαδικασία, το μόνο μέτρο που λήφθηκε σε σχέση με τον R.V. περιλάμβανε μια λεκτική επίπληξη από τον ψυχολόγο του σχολείου. Ωστόσο, καμία επίσημη απόφαση ή μέτρο δεν είχε ληφθεί σχετικά με τη συμπεριφορά του R.V., ούτε από τις σχετικές διοικητικές επαγγελματικές διαδικασίες προτού ενημερωθεί το Υπουργείο. Μια τέτοια διαδικασία συμφιλίωσης ήταν προφανώς αναποτελεσματική» υπογραμμίζεται από το ΕΔΔΑ.
«Οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν ότι αυτό που διακυβεύτηκε δεν ήταν απλώς η διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και του RV, αλλά η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος της απαράδεκτης συμπεριφοράς του RV που επηρέασε όχι μόνο τον προσφεύγοντα αλλά και μερικούς άλλους μαθητές. Το σχολείο είχε επίσης αποτύχει να ανταποκριθεί με οποιονδήποτε τρόπο στο αίτημα του προσφεύγοντος να μετακινηθεί σε άλλη τάξη ή να αλλάξει καθηγητή μαθηματικών στην τάξη του» προστίθεται.
Χρειάστηκε να υποβληθεί αίτημα προς το αρμόδιο υπουργείο, που τότε μόνο αντέδρασε στις καταγγελίες του μαθητή. «Είχε παραπέμψει την υπόθεση στον Οργανισμό Παιδείας για την παιδαγωγική-εκπαιδευτική του επίβλεψη. Ωστόσο, δεν υπήρχε ένδειξη ότι η επιθεώρηση εκπαίδευσης του Υπουργείου είχε εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης άλλων μέτρων στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων καταγγελιών που υπέβαλε ο προσφεύγων, όπως η εξέταση του προσφεύγοντος ή η έγκριση των σχετικών μέτρων για την προστασία των μαθητών, παρέχοντας ειδική εκπαίδευση στον εκπαιδευτικό και, ενδεχομένως, την κίνηση των σχετικών διαδικασιών. Στο πλαίσιο της παιδαγωγικής εποπτείας του, ο Οργανισμός είχε επικεντρωθεί στον τρόπο παράδοσης του μαθήματος των μαθηματικών του R.V., χωρίς να διεξαγάγει έρευνα για τα επίμαχα γεγονότα. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Οργανισμός ήταν αμφίβολα ενόψει των ισχυρισμών ότι ορισμένοι μαθητές δεν είχαν απαντήσει με ειλικρίνεια στο ερωτηματολόγιο του Οργανισμού λόγω του φόβου της εκδικητικών ενεργειών. Επιπλέον, στα συμπεράσματά του, ο Οργανισμός πρότεινε την επίλυση του θέματος με περαιτέρω συζήτηση μεταξύ των σχολικών αρχών και του πατέρα του προσφεύγοντος» αναφέρει μεταξύ άλλων το ΕΔΔΑ.
Κλείνοντας σημειώνει: «Το Δικαστήριο δεν κατάφερε να καταλάβει πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό ως κατάλληλο μέτρο».
Πηγή: echrcaselaw.com