Economist 23 Δεκεμβρίου 1944: «Καμιά επανάσταση για κατάληψη της εξουσίας δεν διαπραγματεύεται από την επομένη της εξέγερσης»

Ο Τσώρτσιλ παραδέχθηκε ότι, όταν εκδόθηκαν οι διαταγές της 5ης Δεκεμβρίου προς τον στρατηγό Σκόμπυ, ο υπολογισμός ήταν ότι μια ομοβροντία από τα βρετανικά στρατεύματα θα αρκούσε για να αποκατασταθεί η τάξη. Ο υπολογισμός είχε διαψευστεί. 

Τα Δεκεμβριανά ήταν ένα παιχνίδι με χιλιάδες ανώνυμους και πέντε επώνυμους παίκτες – το ΕΑΜ, τους Βρετανούς, τα αστικά πολιτικά κόμματα, τον Γεώργιο Β’ και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η ολίσθηση προς τη σύγκρουση, και ακόμη περισσότερο η εξέλιξη και η έκβασή της, αποκτούν «νόημα» μόνον όταν περπατήσει κάποιος τους ίδιους δρόμους που περπάτησαν οι κύριοι ιθύνοντες. (…) Μια ιστορία των Δεκεμβριανών χωρίς Βρετανούς θα ήταν μια ιστορία του Αδάμ και της Εύας χωρίς τον «επικατάρατο» όφι και θα είχε διάφορες εκδοχές, όλες με πολλές άγραφες σελίδες. Όμως τα γεγονότα επιμένουν να μη διευκολύνουν τους ακριβοδίκαιους επιμερισμούς «ευθύνης» στους εσωτερικούς παίκτες ή τον ερμηνευτικό αποκρυφισμό που αναζητά μυστικά νοήματα στη μηχανική των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων.

Η χαμένη ευκαιρία συμβιβασμού – Prima Nocta: 4-5 Δεκεμβρίου 1944

«Κανένα επαναστατικό κίνημα που στοχεύει στην κατάληψη της εξουσίας δεν διαπραγματεύεται από την επομένη της εξέγερσης» έγραψε το βρετανικό περιοδικό The Economist στις 23 Δεκεμβρίου 1944 . Πράγματι, πριν επεκταθούν οι εχθροπραξίες στην Αθήνα, λίγο έλειψε να σταματήσουν. Στις 3 Δεκεμβρίου ο Δημήτριος Μάξιμος, πρώην υπουργός, τραπεζίτης και στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος, ζήτησε τη μεσολάβηση του Μακβέη στον Λήπερ για την προώθηση συμβιβαστικής πρότασής του να αναλάβει την πρωθυπουργία ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Ο Μακβέη επικοινώνησε με τον Λήπερ και το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Βρετανός πρέσβης συναντήθηκε με τον Μάξιμο και αποδέχθηκε την πρότασή του• στη συνέχεια ο Μάξιμος συνάντησε τον Παπανδρέου και τον Δαμασκηνό, οι οποίοι επίσης συμφώνησαν. Στις επαφές μεταξύ των πολιτικών αρχηγών το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου το Λαϊκό Κόμμα απέρριψε την πρωθυπουργία Δαμασκηνού, ενώ ο αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης την ήθελε για τον εαυτό του. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Σοφούλη έγινε αποδεκτή από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και από τον Λήπερ, ο οποίος έσπευσε να εισηγηθεί στο Λονδίνο την ανάγκη να αντικατασταθεί ο Παπανδρέου και να αναλάβει νέα κυβέρνηση. Για δεύτερη φορά, μετά τον Ιούλιο του 1944, ο Τσώρτσιλ απαγόρευσε την παραίτηση του Παπανδρέου. Τα χαράματα της 5ης Δεκεμβρίου τηλεγράφησε στον Λήπερ ότι η κατάσταση στην Αθήνα ήταν «ζήτημα ζωής και θανάτου» που δεν επέτρεπε πειραματισμούς:

Δεν είναι τώρα η στιγμή να τσαλαβουτάμε στην ελληνική πολιτική ή να φαντασιωνόμαστε ότι οι Έλληνες πολιτικοί διάφορων αποχρώσεων θα μπορούσαν δήθεν να επηρεάσουν την κατάσταση. […] Πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου.

Πρέπει να ενθαρρύνεις τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσεις ότι, εάν το κάνει, θα υποστηριχθεί με όλες μας τις δυνάμεις. Εάν υποβάλει την παραίτησή του, θα πρέπει να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο μέχρι να ξαναβρεί τα λογικά του, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι συγκρούσεις. Θα μπορούσε κάλλιστα να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει παρέλθει προ πολλού ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα ελλήνων πολιτικών θα ήταν σε θέση να επηρεάσει τούτη την εξέγερση του όχλου. Η μοναδική ελπίδα του [Παπανδρέου] είναι να εξέλθει από αυτή την κατάσταση τασσόμενος ανεπιφύλακτα στο πλευρό μας.

Οι εξουσίες περνούσαν στα χέρια του Σκόμπυ, ο οποίος είχε εξουσιοδοτηθεί «να χρησιμοποιήσει οσηδήποτε βία»• ο Λήπερ και ο Παπανδρέου όφειλαν να «συμμορφωθούν» πλήρως με τις εντολές του αντιστράτηγου. Αυθημερόν ο Λήπερ τηλεγράφησε στον Τσώρτσιλ ότι είχε εκτελέσει τις εντολές του, αλλά παραπονέθηκε για τη διεξαγωγή μιας μικρής μάχης κοντά στη βρετανική πρεσβεία και για την έλλειψη ουίσκι.

Στις 5 Δεκεμβρίου, όταν πληροφορήθηκε τις εξελίξεις στην Αθήνα, ο Μακμίλαν σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι «άλλη μια παρέμβαση του πρωθυπουργού υπέρ του Παπανδρέου και εναντίον του Σοφούλη φαίνεται εντελώς περιττή». Κατά τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, διοικητή της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, ο Παπανδρέου παρέμενε στη θέση του «τη απολύτω επιθυμία των Μεγάλων Δυνάμεων […] ίνα εκπληρώσει τας αποφάσεις τούτων». Την ίδια ημέρα ο Άλανμπρουκ συνάντησε τον Τσώρτσιλ και σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της στέλνοντας τηλεγραφήματα στον Ουίλσον, στον Σκόμπυ και στον Λήπερ. Ο Τσώρτσιλ ήταν «μάλλον τρομοκρατημένος από την κατάσταση», ενώ ο Λήπερ «είχε πανικοβληθεί». Η εντολή του Βρετανού πρωθυπουργού προς τον Σκόμπυ για την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον του ΕΛΑΣ είχε σταλεί στις 4:50 τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου: η Αθήνα ήταν «κατακτημένη πόλη» όπου είχε ξεσπάσει «τοπική εξέγερση» που έπρεπε να κατασταλεί – «χωρίς αιματοχυσία αν είναι δυνατόν, αλλά και με αιματοχυσία εάν είναι απαραίτητο». Το τηλεγράφημα ενόχλησε ακόμη και τους γραμματείς του Τσώρτσιλ, ο οποίος στα απομνημονεύματά του δικαιολογήθηκε ότι «η οξύτητα στον τόνο» είχε στόχο «να ενθαρρύνει [τον Σκόμπυ] για αποφασιστική δράση» και να τον διαβεβαιώσει ότι ο ίδιος θα τον υποστήριζε «όποιες και αν ήταν οι συνέπειες».

Στις 9 το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια σύσκεψης των διοικήσεων όλων των βρετανικών μονάδων που στάθμευαν στην Αθήνα, της διοίκησης της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας και του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, «αναγνωρίστηκε η ύπαρξη κατάστασης εμφυλίου πολέμου» και δόθηκε η διαταγή «για την πλήρη επιθετική δράση εναντίον του ΕΛΑΣ». Οι βρετανικές μονάδες στην Ελλάδα συγκρότησαν μια νέα δύναμη, την Άρκφορς (Arkforce), υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Ρόμπερτ Άρκραϊτ, έως τότε ταξίαρχου και διοικητή της βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.

Την επομένη ο Σκόμπυ έστειλε στον Στέφανο Σαράφη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα τη διαταγή αποστράτευσης ζητώντας τη συμμόρφωσή τους και στις 7 Δεκεμβρίου εξέδωσε τη διαταγή για την εμπλοκή των βρετανικών χερσαίων, αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων. «Ενέδρες και σφαγές έπρεπε να αποφευχθούν προς το παρόν», παρά το γεγονός ότι ο έφεδροι ΕΛΑΣίτες της Αθήνας και του Πειραιά δεν έφεραν στολή και θα έβαλαν κατά των Βρετανών κρυμμένοι ανάμεσα σε πλήθη με γυναικόπαιδα. Στην αρχή των συγκρούσεων, σημείωσε ο Μακμίλαν, οι Βρετανοί στρατιώτες «ξεκίνησαν μάλλον αβέβαιοι για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο», αλλά η σταδιακή αποκάλυψη των ακροτήτων του ΕΛΑΣ τους έπεισε και τους εξόργισε. Μετά το τέλος των συγκρούσεων, ένα από τα «διδάγματα» που άντλησαν οι Βρετανοί ήταν ότι οι δυνάμεις μας […] δεν πρέπει να αισθάνονται αηδία όταν σκοτώνουν οποιονδήποτε οπλοφορεί, πολίτες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι οι κάτοικοι ενός σπιτιού από το οποίο προέρχονται πυρά πρέπει να συλλαμβάνονται ή να σκοτώνονται.

«Το ελλnνικό δράμα ξεπερνά τον εαυτό του»: Ο Τσώρτσιλ Χριστούγεννα στην Αθnνα

Η αδυναμία των Βρετανών να εξασφαλίσουν την ταχεία στρατιωτική επικράτηση, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας, η δυσμενής στάση της αμερικανικής κυβέρνησης και η ανάγκη επιτόπιας διερεύνησης των πραγμάτων έφεραν τον Τσώρτσιλ και τον Ήντεν στην Αθήνα την ημέρα των Χριστουγέννων του 1944. Τις προηγούμενες ημέρες οι δύο Βρετανοί είχαν διαφωνήσει στο ζήτημα της αντιβασιλείας. Ο υπουργός Εξωτερικών ζητούσε από τον πρωθυπουργό να αγνοήσει τον Γεώργιο Β’ και να επιβάλει τον διορισμό του Δαμασκηνού, αλλά όπως σημείωσε ο Μακμίλαν, ο βασιλιάς «ήταν πολύ πεισματάρης και ο Ουίνστον απρόθυμος να τον πιέσει υπέρμετρα». «Το ελληνικό δράμα ξεπερνά τον εαυτό του», σημείωσε ο Βρετανός δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Κάπελ, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Daily Telegraph στην Ελλάδα. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι στην Αθήνα και οι υποστηρικτές του ΕΑΜ εκτίμησαν, εν μέρει ορθά, ότι η άφιξη του Βρετανού πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών ήταν αποτέλεσμα της «εσωτερικής πίεσης» στη Βρετανία και ότι ο Τσώρτσιλ και ο Ήντεν «θα έβαζαν την όπισθεν στην Ελλάδα και θα έκαναν δώρο τη νίκη στον Σιάντο και στον Σαράφη». Ο Κάπελ προσέγγισε περισσότερο τα κίνητρα του Τσώρτσιλ, όταν σημείωσε ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός «δεν μπορεί να ήλθε στην Ελλάδα για να ταπεινώσει τους άνδρες του Σκόμπυ και να ρίξει τους φίλους μας στους λύκους»:

Η εκτίμησή μου είναι ότι ο Τσώρτσιλ ήλθε όχι για να ευλογήσει μια συμφωνία μεταξύ λύκων και αμνών, αλλά για να επιβάλει το κύρος της παρουσίας του ιδίου και του Αλεξάντερ στους στασιαστές• να διαπιστώσει πόσο η σκιά της ήττας έχει απλωθεί πάνω στις φιλοδοξίες τους και εάν υπάρχει ένδειξη λογικής, να εγγυηθεί ήπιους όρους παράδοσης. Ήλθε για να κλείσει το συντομότερο δυνατό αυτή την αιματοβαμμένη υπόθεση .

Όπως ο ίδιος ο Τσώρτσιλ ενημέρωσε τον Ρούζβελτ, ο σκοπός της μετάβασής του στην Αθήνα ήταν να λύσει την ελληνική «περιπλοκή» προσφέροντας δύο δεσμεύσεις: ότι ο Γεώργιος Β’ δεν θα επέστρεφε πριν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν ως την εκκαθάριση της Αττικής.

Η Βρετανική 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία κατέγραψε στην Έκθεσή της ότι ακόμη και την ημέρα της άφιξης του Βρετανού πρωθυπουργού στην Αθήνα, ενώ συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις για την εκκαθάριση του Πειραιά, «στην περιοχή μπροστά μας η απειλή [του ΕΛΑΣ] παρέμενε υπαρκτή»:

Ακόμη και την ημέρα των Χριστουγέννων, παρά την επίσκεψη του κ. Τσώρτσιλ, μια ατμόσφαιρα απογοήτευσης και θλίψης απλώθηκε εξαιτίας αναφορών από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, σύμφωνα με τις οποίες το μόνο που περίμενε ο ΕΛΑΣ ήταν να μεθύσουν οι Άγγλοι.

Οι δύο πρώτες ώρες της παραμονής του Βρετανού πρωθυπουργού στην Αθήνα, όπως τις περιέγραψε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τζων Κόλβιλ, αφορούσαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις:

Στο αεροδρόμιο επιβιβάστηκαν ο Αλεξάντερ, ο Μακμίλαν και ο Λήπερ. Κάναμε μια σύσκεψη που κράτησε δύο ώρες μέσα στο ίδιο το αεροπλάνο. Σε αυτή τη σύσκεψη έγινε η επεξεργασία του σχεδίου της εκστρατείας […].

«Κομμουνιστικός πυρήνας, ισχυρότερος από όσο πιστεύαμε»

Μετά από παράκληση του Τσώρτσιλ, τον οποίο ο Μακμίλαν βρήκε σε «μια εξόχως ήρεμη, για να μην πω ταπεινή διάθεση», στην αρχή ο Αλεξάντερ εξέθεσε τη στρατιωτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στηv Αθήνα:

Η κατάσταση, η οποία υπήρξε επίφοβη πριν από δεκαπέντε ημέρες, τώρα ήταν πολύ καλύτερη και μπορεί να λεχθεί ότι παρήλθε ο οποιοσδήποτε κίνδυνος. Από την άλλη πλευρά, ο στρατάρχης είχε σχηματίσει τη γνώμη ότι πίσω από τις μονάδες του ΕΛΑΣ υπήρχε ένας ισχυρός πυρήνας αντίστασης• ο πυρήνας αυτός ήταν κομμουνιστικός, ισχυρότερος από όσο πιστεύαμε και θα είναι πολύ δύσκολο να τον εξαλείψουμε. Εάν κατορθώναμε να απωθήσουμε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ έξω από τα όρια της Αθήνας, θα είχαμε ακόμη να αντιμετωπίσουμε ένα πολύ βαρύ έργο εάν προσπαθούσαμε να τους εξοντώσουμε ολοσχερώς.

Ο Τσώρτσιλ παραδέχθηκε ότι είχε σφάλει, υποτιμώντας τους Έλληνες αντιπάλους του και υπερτιμώντας τον ήχο των βρετανικών όπλων.

Ο πρωθυπουργός εξήγησε ότι, όταν εκδόθηκαν οι διαταγές της 5ης Δεκεμβρίου προς τον στρατηγό Σκόμπυ, ο υπολογισμός ήταν ότι μια ομοβροντία από τα βρετανικά στρατεύματα θα αρκούσε για να αποκατασταθεί η τάξη. Ο υπολογισμός είχε διαψευστεί. Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν είχε καμία πρόθεση να εμπλακεί επ’ αόριστον στην ελληνική εμφύλια διαμάχη, αλλά από την άλλη πλευρά δεν μπορούσε να αποχωρήσει από την Ελλάδα παρά μόνο με τρόπο έντιμο και με τη δέουσα προστασία για εκείνους τους Έλληνες που μας βοήθησαν. Αυτό, στην πραγματικότητα, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένας Εθνικός Ελληνικός Στρατός υπό την ελληνική κυβέρνηση.

Ο Μακμίλαν υπενθύμισε στον Τσώρτσιλ ότι η θέσπιση αντιβασιλείας θα μπο ρούσε να είχε λύσει το πρόβλημα, αλλά τώρα αμφέβαλλε κατά πόσο η λύση αυτή ήταν επαρκής. Ο Λήπερ και ο Αλεξάντερ πρότειναν τη σύγκληση διάσκεψης όλων των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών και με τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ. Ο Ήντεν συμφώνησε, ιδίως με την πρόσκληση του αντιπάλου, «έστω και με μοναδικό σκοπό να ξεχωρίσουμε τους καλούς από τους κακούς στον ΕΛΑΣ». Ακολούθησαν οι σχετικές εντολές προς τον Παπανδρέου, τον Δαμασκηνό και τον Σοφούλη για τη σύγκληση της σύσκεψης.

Όταν ενημερώθηκαν για τη σύσκεψη που συγκαλούσαν οι Βρετανοί, οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί δημιούργησαν προβλήματα – άλλος δεν ήθελε να συναντήσει ΕΛΑΣίτες, άλλος δεν αποδεχόταν συγκεκριμένα πρόσωπα ως εκφραστές συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων, ενώ ο Παπανδρέου, «ο οποίος άρχισε να το βλέπει να έρχεται», προσπάθησε να καλέσει ορισμένους πολιτικούς φίλους του. Οι Βρετανοί έστειλαν γραπτές προσκλήσεις σε επιλεγμένους πολιτικούς και τους γνωστοποίησαν ότι «πρέπει είτε να τις αποδεχθούν χωρίς άλλες συζητήσεις είτε να αναλάβουν την ευθύνη της δημόσιας απόρριψης της πρόσκλησης του κ. Τσώρτσιλ». Κατά τον Μακμίλαν, η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών είχε συγκεκριμένο σκοπό που υπερέβαινε τα ελληνικά σύνορα:

Δεν νομίζω ότι η σύσκεψη θα καταλήξει σε μια άμεση συμφωνία. Όμως θα κάνει καλό, στην πατρίδα, στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Νομίζω ότι σε εύθετο χρόνο θα οδηγήσει σε συμφωνία• αλλά μόνο εάν εξασφαλίσουμε την αντιβασιλεία. Αυτή είναι η απαραίτητη αφετηρία, διότι φυσικά θα οδηγήσει σε αλλαγή της κυβέρνησης.

Πριν την έναρξη της σύσκεψης η βρετανική αντιπροσωπεία συνάντησε τον Δαμασκηνό, ο οποίος εντυπωσίασε τον Τσώρτσιλ, ιδίως όταν «η μεγαλοπρεπής μορφή» του αρχιεπισκόπου επιβεβαίωσε

τη σφοδρότητα του μίσους για τους κομμουνιστές στη χώρα. Δεν είχαμε αμφιβολία περί αυτού πριν έλθουμε εδώ [υπερθεμάτισε ο Βρετανός πρωθυπουργός]. Επιβεβαιώνεται από όσα ακούσαμε ως τώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το πώς θα ψήφιζαν οι κάτοικοι της Αθήνας εάν τους δινόταν η ευκαιρία και πρέπει να έχουμε σταθερά υπόψη μας την πιθανότητα να τους δώσουμε αυτή την ευκαιρία.

«Κυβερνητικής Επιτροπή υπό την εποπτεία των 4 μεγάλων δυνάμεων»

Υπό την προεδρία του Δαμασκηνού, η πρώτη σύσκεψη πολιτικών αρχηγών έγινε το απόγευμα της 26ης Δεκεμβρίου 1944 στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Πριν την έναρξή της, οι Βρετανοί είδαν ξεχωριστά τον αρχιεπίσκοπο στη βρετανική πρεσβεία για να εξετάσουν το ενδεχόμενο αποτυχίας των συνομιλιών. Σε αυτή την περίπτωση, μετά την αδιαπραγμάτευτη εκκαθάριση της Αθήνας και του Πειραιά από τον ΕΛΑΣ, ο Τσώρτσιλ πρότεινε την ίδρυση ενός είδους «κυβερνητικής Επιτροπής ή Συμβουλίου του Κράτους» που θα ασκούσε κυβερνητικές λειτουργίες υπό την εποπτεία μιας εγκατεστημένης στην Αθήνα Επιτροπής των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Βρετανία και Γαλλία). Το επόμενο βήμα θα ήταν η διενέργεια εκλογών ή δημοψηφίσματος στην Αθήνα:

Όταν θα είχαν εκκαθαριστεί η πόλη της Αθήνας και ο Πειραιάς, θα ήταν αναγκαίο να περιβληθεί το Συμβούλιο με την ισχύ ενός δημοψηφίσματος ή κάποιου είδους εντολής που θα βασίζεται στην καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Σε κάθε περίπτωση, ο Βρετανός πρωθυπουργός και ο Δαμασκηνός συμφώνησαν ότι το μέλλον δεν περιλάμβανε τους κομμουνιστές.

Ο κ. Τσώρτσιλ πίστευε ότι οποιεσδήποτε διευθετήσεις και αν γίνονταν, ίσως να μην ήταν συνετό να έχουμε ιδιαίτερα στενή συνεργασία με τους κομμουνιστές. Ο Δαμασκηνός συμφώνησε πλήρως και είπε ότι πράγματι, η οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με τους κομμουνιστές θα ήταν μοιραία για την ευημερία της χώρας και θα αποξένωνε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Στην σύσκεψη που ακολούθησε στο υπουργείο Εξωτερικών παραβρέθηκαν η βρετανική αντιπροσωπεία σε πλήρη σύνθεση (Τσώρτσιλ, Ήντεν, Αλεξάντερ, Μακμίλαν, Λήπερ και Σκόμπυ)• ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, o Γεώργιος Καφαντάρης, ο Δημήτριος Μάξιμος, ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Φίλιππος Δραγούμης ως εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών• ο Γιώργος Σιάντος, ο Δημήτρης Παρτσαλίδης και ο Εμμανουήλ Μάντακας από την πλευρά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ• ο Λίνκολν Μακβέη, ο Γάλλος ομόλογός του Ζαν Μπελέν και ο αντισυνταγματάρχης Γκριγκόρι Ποπώφ, αρχηγός της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα. Μετά από σύντομη ομιλία του Δαμασκηνού, ο Τσώρτσιλ ζήτησε να μην παρερμηνευθεί η παρουσία του στην Αθήνα:

Θελήσαμε να συγκληθεί σήμερα εδώ αυτή η σύσκεψη ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα όχι επειδή το καθήκον που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας υπερβαίνει τις δυνάμεις μας ούτε επειδή αποφεύγουμε να επιτελέσουμε αυτό το καθήκον.

Ο βρετανικός στρατός, υπενθύμισε ο Τσώρτσιλ, είχε έλθει στην Ελλάδα με τη γνώση και τη συγκατάθεση του Ρούζβελτ και του Στάλιν και κυρίως με τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και του ΕΛΑΣ, όπως αυτή είχε αποτυπωθεί στη συμφωνία της Καζέρτας.

Γιατί δεν μπορούμε να αποχωρήσουμε; Από τότε που ήλθαμε εδώ ξέσπασαν εξαιρετικά βίαιες και απρόσμενες ταραχές και εμείς αναμιχθήκαμε σε αυτές πράττοντας αυτό που θεωρούσαμε καθήκον μας. Θα εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον άκαμπτα και πιστά ως το τέλος.

[…] Τι θα μας επιτρέψει να αποχωρήσουμε από την Ελλάδα; Ασφαλώς, τώρα που έγιναν όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα μας δεσμεύει η τιμή μας να κλείσουμε αυτό το ζήτημα με τον σωστό τρόπο. Πρέπει βεβαίως εδώ να ζητήσουμε την αποδοχή και εκπλήρωση των όρων του στρατηγού Σκόμπυ.

Όταν ήλθε η σειρά του να μιλήσει, ο Παπανδρέου ευχαρίστησε τη Βρετανία «για την αμερόληπτη βοήθειά της στον πλέον πρόσφατο αγώνα μας για απελευθέρωση».

Αντικομμουνιστική πλειοδοσία του Πλαστήρα: «Κάτσε κάτω, χασάπη»

Το επόμενο πρωί ο Δαμασκηνός πήγε στη βρετανική πρεσβεία για να ενημερώσει σχετικά με τη σύσκεψη μεταξύ των Ελλήνων που ακολούθησε την αποχώρηση της βρετανικής αντιπροσωπείας. Στην αφήγηση του αρχιεπισκόπου ξεχώρισαν η θορυβώδης σύγκρουση του Πλαστήρα με τον Σιάντο και η αντικομμουνιστική πλειοδοσία του στρατηγού. Ο Μακμίλαν σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι ένας από τους Βρετανούς ωτακουστές άκουσε τον Πλαστήρα να φωνάζει σε έναν από τους κομμουνιστές αντιπροσώπους – «Κάτσε κάτω, χασάπη». Ο Δαμασκηνός έκανε λόγο για «μεγάλες ποικιλίες συναισθημάτων», έναντι των οποίων είχε δείξει «αρκετή ανοχή έτσι ώστε να ανακουφιστούν [οι πολιτικοί αρχηγοί] εκφράζοντας τέτοια συναισθήματα». Κατά την εκτίμηση του Δαμασκηνού, η πρώτη σύσκεψη είχε δείξει ότι οι αντικομμουνιστικές δυνάμεις δεν αποτελούσαν συμπαγές μέτωπο εξαιτίας του «ιστορικού διχασμού μεταξύ των βενιζελικών και των αντιβενιζελικών κομμάτων». Τα συμπεράσματα του Δαμασκηνού ήταν τα ακόλουθα:

1. Δεν πίστευε ότι η σύσκεψη θα διαρκούσε πέραν της σημερινής ημέρας.

2. Παρά τα γενναία λόγια τους, οι κομμουνιστές αναζητούσαν διέξοδο και θα προτιμούσαν να τελειώσει ο πόλεμος. Εντούτοις, θα προσπαθούσαν σκληρά να αποκτήσουν ευνοϊκή πολιτική θέση, έτσι ώστε να μπορούν να επιτύχουν τους σκοπούς τους με άλλα μέσα.

3. Η λύση που θα προτιμούσαν θα ήταν μια Κυβέρνηση Συνασπισμού πάνω σε παραδοσιακές γραμμές που θα περιλάμβανε αντιπροσώπους όλων των διαφόρων πολιτικών κομμάτων και ομάδων. Ακολουθώντας μια συνεπή και αποφασιστική πολιτική μεταξύ των αμφιταλαντευόμενων συναδέλφων τους, η Άκρα Αριστερά (κομμουνιστές) σταδιακά θα κυριαρχούσε στην πολιτική κατάσταση.

4. Εκτός από τους ακραίους κομμουνιστές, πολλοί άνθρωποι ειλικρινά συμμερίζονται τον φόβο της Αριστεράς για ένα βασιλικό πραξικόπημα που θα οδηγήσει σε δικτατορία και αντίποινα. Αυτό εξηγούσε τα αισθήματα εναντίον της Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία κατηγορείται ότι είναι αλαζονικό σώμα που παρελαύνει υπό αλαζονικά τραγούδια που [μας] γυρίζουν πίσω στις ημέρες του βασιλιά Κωνσταντίνου.

5. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι νεκρή. Απομένει μόνο η ταφή της. Ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου είπε χθες ότι δεν επιθυμούσε να είναι εμπόδιο και αναγνώριζε το γεγονός ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει.

Για την επίλυση της κρίσης ο Δαμασκηνός πρότεινε στους Βρετανούς τη θέσπιση αντιβασιλείας και τον σχηματισμό μιας ολιγομελούς κυβέρνησης που θα αντιπροσώπευε όχι μικρά ή μεγάλα πολιτικά κόμματα και ομάδες αλλά «το δημόσιο αίσθημα με την ευρύτερη δυνατή έννοια»• o ίδιος θα επέλεγε «αξιόπιστα και υπεύθυνα» πρόσωπα από τη δεξιά, το κέντρο και την αριστερά, όχι όμως από το ΚΚΕ.

«Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο οι κομμουνιστές θα έκαναν ειρήνη με μια τέτοια κυβέρνηση, ο αρχιεπίσκοπος είπε: “Δεν το αποκλείω”». Ως προς το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού, ο Δαμασκηνός πρότεινε τον Πλαστήρα, εκτιμώντας ότι θα ήταν αποδεκτός από όλους, με την πιθανή εξαίρεση του Λαϊκού Κόμματος, αν και οι Λαϊκοί τον πρότειναν για Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Αμέσως μετά ο Δαμασκηνός πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών για τη δεύτερη σύσκεψη, η οποία είχε διευρυνθεί με την παρουσία των Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, Περικλή Ράλλη, Ιωάννη Θεοτόκη, Αλέξανδρου Μυλωνά, Ιωάννη Σοφιανόπουλου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου και Απόστολου Αλεξανδρή. Η σύσκεψη αυτή άρχισε στις 11 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 4 το απόγευμα της 27ης Δεκεμβρίου. Την ώρα που έληγε, ο Τσώρτσιλ έδινε συνέντευξη τύπου ενώπιον σαράντα δημοσιογράφων στη βρετανική πρεσβεία, όπου επανέλαβε όσα είχε πει την προηγούμενη ημέρα στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών: η Βρετανία είχε στείλει στρατό στην Ελλάδα με τη σύμφωνη γνώμη του Ρούζβελτ, του Στάλιν και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ελέω Καζέρτας, και αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον στρατό της για να αποτρέψει «μια πολύ σοβαρή σφαγή». Αν και η Βρετανία επιθυμούσε τη «φιλία» της Ελλάδας -«αυτό μόνο θέλουμε»- η στρατιωτική σύγκρουση θα έπαυε μόνον εάν ο ΕΛΑΣ «ερχόταν στα λογικά του […] είτε διά των φιλικών διαπραγματεύσεων είτε διά της αυξανόμενης χρήσης στρατιωτικών όπλων»:

Είμαστε απολύτως αποφασισμένοι να εκκαθαρίσουμε ολόκληρο αυτό το αστικό συγκρότημα από ενόπλους που δεν υπόκεινται στον έλεγχο οποιασδήποτε αναγνωρισμένης κυβέρνησης και να εκκαθαρίσουμε μια επαρκή περιοχή γύρω από αυτό. Θα χρησιμοποιήσουμε οσηδήποτε δύναμη απαιτείται για την επίτευξη αυτού του στόχου. Τότε πρέπει να ελπίσουμε ότι αυτός ο βασανισμένος λαός θα ξαναβρεί τα λογικά του […]

Ανεξάρτητα από την έκβαση της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, η Αθήνα και ο Πειραιάς θα εκκαθαρίζονταν με τη χρήση όσων δυνάμεων και αν απαιτούνταν. Εάν μετά την εκκαθάριση δεν υπήρχε πολιτική συμφωνία, τότε ο Τσώρτσιλ, σε συνεννόηση με τον Ρούζβελτ και τον Στάλιν, θα έθετε την Ελλάδα προσωρινά υπό «διεθνή επιτροπεία». Μια ώρα πριν τη συνέντευξη τύπου ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε εκφράσει τα ίδια αισθήματα ιδιωτικά στον Μακβέη. Κατά τον Αμερικανό πρέσβη, ο Τσώρτσιλ φάνηκε

εμφανώς βαθιά ταραγμένος από την κατάσταση εδώ και τους κινδύνους της για το βρετανικό κύρος και τη δική του θέση, αλλά είναι επίσης αποφασισμένος να επιμείνει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώσπου η Αθήνα και τα περίχωρά της να εκκαθαριστούν, εκτός εάν οι τωρινές ελληνικές διαπραγματεύσεις για λύση του κυβερνητικού ζητήματος, τις οποίες ο ίδιος δρομολόγησε χθες, επιφέρουν νωρίτερα την αποδοχή των όρων του στρατηγού Σκόμπυ.

Στις 5:30 το απόγευμα της 27ης Δεκεμβρίου, μετά τη λήξη της δεύτερης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, της συνάντησης του Τσώρτσιλ με τον Μακβέη και της συνέντευξης τύπου του Βρετανού πρωθυπουργού, ο Δαμασκηνός πήγε πάλι στη βρετανική πρεσβεία για να ενημερώσει τους Βρετανούς. Όλα τα πολιτικά κόμματα συμφωνούσαν στην άμεση θέσπιση της αντιβασιλείας, ενώ το Λαϊκό Κόμμα ζητούσε να γίνει αυτό μετά την αποδοχή των όρων του Σκόμπυ από τον ΕΛΑΣ. Όταν ολοκληρώθηκε η συζήτηση για την αντιβασιλεία, ζητήθηκε από τον ΕΛΑΣ να εκθέσει τους όρους του. Ο Σιάντος ζήτησε τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση σε ποσοστό 40-50% της σύνθεσήςτης• τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών• τη διάλυση της Χωροφυλακής, της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου• τη συγκρότηση νέων Ταγμάτων Εθνοφυλακής• δημοψήφισμα την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου και εκλογές για συντακτική συνέλευση τον Απρίλιο του 1945. Οι παριστάμενοι θεώρησαν τους όρους «απαράδεκτους» και ο Δαμασκηνός διέκοψε τη σύσκεψη θεωρώντας ότι «θα ήταν εγκληματική πράξη να συμφωνήσουμε σε αυτούς• διότι θα παρέδιδαν την Ελλάδα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ παρά το γεγονός ότι αυτό αντιπροσώπευε μόνον ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού λαού».

Μετά την ενημέρωση των Βρετανών, ο Δαμασκηνός επανέλαβε τις προτάσεις που είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα, προσθέτοντας ότι μετά τη θέσπιση της αντιβασιλείας, τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης και την εκκαθάριση της Αθήνας, «ίσως να έλθει η ώρα σύγκλησης άλλης μιας σύσκεψης με λογική ελπίδα επιτυχίας, εφόσον ο ΕΛΑΣ θα έχει συνειδητοποιήσει ότι αντιμετώπιζε ανυπέρβλητη αντίσταση». Όταν ο Τσώρτσιλ επικαλέστηκε τις αντιδράσεις του Γεωργίου Β’ στην αντιβασιλεία, ο Δαμασκηνός αντέτεινε ότι ο βασιλιάς εξαρτάτο από την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης και τελικά θα υπάκουε στις παραινέσεις της. Στη συνέχεια, απαντώντας καταφατικά στο ερώτημα εάν θα αποδεχόταν τη θέση του αντιβασιλιά, ο Δαμασκηνός ζήτησε από τους Βρετανούς να μεταφέρουν στον Γεώργιο Β’ τη διαβεβαίωση ότι «κανείς δεν θα επιτελούσε αυτό το καθήκον με περισσότερο σεβασμό προς το πρόσωπο του βασιλιά ή προς τη μοναρχία από τον ίδιο».

Στο τέλος της σύσκεψης του αρχιεπισκόπου με τους Βρετανούς αποφασίστηκε η θέσπιση αντιβασιλείας υπό τον Δαμασκηνό ανεξάρτητα από τη στάση του Γεωργίου Β’, και μετά από εισήγηση του αρχιεπισκόπου, ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Πλαστήρα. Ο Τσώρτσιλ επέμεινε ότι

στο μεταξύ οι βρετανικές [στρατιωτικές] επιχειρήσεις θα συνεχίζονταν με τον πλέον σθεναρό τρόπο ώσπου είτε ο ΕΛΑΣ να αποδεχθεί τους όρους του στρατηγού Σκόμπυ είτε να απελευθερωθεί η περιοχή της Αθήνας. Ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι δεν μπορούμε να δεσμευθούμε για στρατιωτικές επιχειρήσεις μετά την εκκαθάριση της Αττικής, αν και θα προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τις βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα ως τη συγκρότηση Ελληνικού Εθνικού Στρατού.

Οι Βρετανοί ρώτησαν τον Δαμασκηνό εάν σκόπευε να συμπεριλάβει τους κομμουνιστές στην κυβέρνηση• αυτός «απάντησε με ένα αποφασιστικό όχι», καθώς υπολόγιζε ότι ο σχηματισμός μιας ολιγομελούς αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης θα ξεχώριζε τους «μετριοπαθείς» από τους «εξτρεμιστές» στο ΕΑΜ. Στο σημείο αυτό ο αρχιεπίσκοπος ενημέρωσε τον Τσώρτσιλ ότι ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης είχαν ζητήσει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Βρετανό πρωθυπουργό και του ζήτησε «εμφατικά» να αρνηθεί. Ο Τσώρτσιλ επιθυμούσε όχι μόνο την κατ’ ιδίαν συνάντηση με τους κομμουνιστές αλλά και την παράταση της παραμονής του στην Αθήνα για μια ακόμη ημέρα, ώστε να συγκαλέσει και τρίτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών• κατά τον Μακμίλαν, «δεν του άρεσε η ιδέα να επιστρέψει στην πατρίδα χωρίς να έχει συμφωνηθεί ειρήνη ή τουλάχιστον ανακωχή». Ο Ήντεν και ο Μακμίλαν υποστήριξαν τον Δαμασκηνό και ο Μακμίλαν συνέστησε στον Τσώρτσιλ να επιστρέψει άμεσα στο Λονδίνο και «να εξασφαλίσει την αντιβασιλεία» εξαναγκάζοντας τον Γεώργιο Β’ να άρει τις αντιρρήσεις του. Για να μην υποσκάψει το κύρος του αρχιεπισκόπου αγνοώντας τη συμβουλή του, ο Τσώρτσιλ υποχώρησε και απάντησε γραπτώς στον Σιάντο και στον Παρτσαλίδη ότι δεν ήταν ορθό να αναμιχθεί σε διαπραγματεύσεις «αμιγώς ελληνικού χαρακτήρα».

Το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια «ενός εξαιρετικά δυσάρεστου ημιώρου», ο Μακμίλαν ανάγκασε τον Παπανδρέου να στείλει «μια ειλικρινή σύσταση» στον Γεώργιο Β’ υπέρ της αντιβασιλείας. Ο Παπανδρέου δέχθηκε, αλλά όταν ο Μακμίλαν του παρουσίασε το κείμενο του τηλεγραφήματος που είχε ετοιμάσει, ο Παπανδρέου απάντησε ότι θα έστελνε ο ίδιος «την ουσία του τηλεγραφήματος dans son style personnel». Όπως σημείωσε ο Μακμίλαν στο ημερολόγιό του στις 31 Δεκεμβρίου, η ελπίδα των Βρετανών ήταν ότι η νέα κυβέρνηση που θα διορίσει ο αρχιεπίσκοπος θα μπορέσει να διασπάσει τις γραμμές του ΕΑΜ και να αποσπάσει τα πιο μετριοπαθή από τα πιο ακραία στοιχεία. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιτύχουμε τον σκοπό μας. Ακόμη και αν διαθέταμε τις στρατιωτικές δυνάμεις για να αναλάβουμε επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα (το οποίο, βεβαίως, δεν ισχύει), δεν θα μπορούσαμε μόνο με τη στρατιωτική ισχύ να επιφέρουμε την απομόνωση και μετά τη μείωση του κύρους των ακραίων κομμουνιστών επαναστατών. […] Μέχρι να ξεκαθαριστεί, αυτή η ελληνική υπόθεση είναι σαν ανοικτή πληγή. Αποστραγγίζει τόσο τη στρατιωτική ισχύ μας όσο και το πολιτικό κύρος μας στην πατρίδα και στο εξωτερικό.

Ο Τσώρτσιλ επέστρεψε στο Λονδίνο και στις 28 Δεκεμβρίου ζήτησε από τον Ρούζβελτ να στείλει και αυτός επιστολή στον Γεώργιο Β’ και να τον πιέσει να δεχθεί την αντιβασιλεία Δαμασκηνού – πράγμα που ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε αυθημερόν• πρόσθεσε όμως ότι ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης από τον Δαμασκηνό θα συνοδευόταν από τη συνέχιση του «βαρέως και αγύρευτου καθήκοντος» της εκκαθάρισης της Αθήνας.

Economist: Ο Τσώρτσιλ ενθάρρυνε τον εξτρεμισμό της δεξιάς

Στην Αθήνα, το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου το αρχηγείο του Σκόμπυ δημοσιοποίησε τους όρους που είχε θέσει ο Σιάντος στη δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών. Ο Μακβέη θεώρησε ακατανόητη τη δημοσίευσή τους χωρίς να δηλωθεί ο λόγος για τον οποίο δεν αποτελούσαν βάση συζήτησης. Ο Economist είχε μια εξήγηση. Οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν όταν οι αντιπρόσωποι των αστικών κομμάτων αρνήθηκαν να συζητήσουν τους όρους του ΕΑΜ, όμως η ευθύνη ανήκε στους Βρετανούς. Την αδιαλλαξία των αστικών κομμάτων ενθάρρυνε η επιμονή του Τσώpτσιλ ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση της σύσκεψης, η Αθήνα και η Αττική θα εκκαθαρίζονταν. Η επιμονή αυτή δεν αποτελούσε βάση συμβιβασμού και εγκλώβιζε τους Βρετανούς στην «απεχθή» θέση να υποστηρίζουν τη δεξιά έναντι της αριστεράς, γεγονός που ενθάρρυνε τον εξτρεμισμό της δεξιάς. Από την άλλη πλευρά, οι όροι του ΕΑΜ θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση συζήτησης, αν και ο συντάκτης του άρθρου αναγνώριζε ότι το ΕΑΜ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις θέσεις του στην κυβέρνηση για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του.

Στο Λονδίνο ο Καντόγκαν σχολίασε στο ημερολόγιό του ότι η επίσκεψη του Τσώρτσιλ και του Ήντεν στην Αθήνα «δεν είχε πετύχει πολλά, πέρα από το να κάνει όλα αυτά τα γελοία κόμματα να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι»• ωστόσο, το ίδιο το γεγονός της μετάβασής των δύο Βρετανών στην ελληνική πρωτεύουσα θα «άμβλυνε» την κριτική στο εσωτερικό της Βρετανίας. Στην ενημέρωση του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου για τις επαφές του στην Αθήνα, ο Τσώρτσιλ επιβεβαίωσε ότι η βρετανική επέμβαση αποσόβησε «σφαγή», δήλωσε πεπεισμένος ότι ο Δαμασκηνός ήταν «εντελώς αντικομμουνιστής» και ανακοίνωσε ότι ο Πλαστήρας -ένας «βλοσυρός, λιπόσαρκος άνδρας με απόλυτη αποφασιστικότητα»- θα αναλάμβανε πρωθυπουργός. Στη συζήτηση που ακολούθησε, οι απαιτήσεις του ΕΑΜ συσχετίστηκαν με τις απαιτήσεις των Πολωνών κομμουνιστών για τη συμμετοχή τους στην πολωνική κυβέρνηση και διαπιστώθηκε η πραγματική σημασία των Δεκεμβριανών για τους Βρετανούς:

Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ είχαν υιοθετήσει άτεγκτη στάση. Οι όροι που απαιτούσαν θα τους επέτρεπαν να ρημάξουν οιαδήποτε κυβέρνηση και ήταν ενδιαφέρον ότι τα αξιώματα που ζητούσαν ήταν τα ίδια με εκείνα που ζητούσαν για την πολωνική κυβέρνηση οι Πολωνοί του Λούμπλιν.

Εάν οι εξελίξεις στην Ελλάδα εξελίσσονταν όπως ελπίζαμε, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η αναχαίτιση ενός τεράστιου κύματος αναρχίας στην Ευρώπη και η αποθάρρυνση παρόμοιων ξεσπασμάτων σε άλλες χώρες.

Το επιχείρημα της παραδειγματικής τιμωρίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για τον σωφρονισμό άλλων επίδοξων στασιαστών δεν έπεισε το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την εμπειρία στην Ελλάδα, σημείωσε ο Ορμ Σάρτζεντ μόλις την επόμενη ημέρα, θα ήταν «πολιτικά πολύ δύσκολο» για τη βρετανική κυβέρνηση να υπερασπιστεί ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων και της βρετανικής κοινής γνώμης τη χρήση του βρετανικού στρατού για τη διατήρηση της τάξης σε άλλες «αμφισβητούμενες περιοχές του μεσογειακού θεάτρου», και ιδιαίτερα στη βόρεια Ιταλία, όπου η παρουσία των κομμουνιστών ήταν ισχυρή.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η τελευταία εκκρεμότητα τακτοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 4:30 τα ξημερώματα του Σαββάτου 30 Δεκεμβρίου 1944, όταν μετά από συνάντηση διάρκειας εξίμισι ωρών ο Τσώρτσιλ και ο Ήντεν έπεισαν τον Γεώργιο Β’ να δεχθεί τον διορισμό του Δαμασκηνού. Έναν προσωρινό επίλογο στην προσπάθεια του βασιλιά να επιστρέψει στον θρόνο του καταχώρησε ο Μακμίλαν στο ημερολόγιό του στις 11 Ιανουαρίου 1945, όταν σημείωσε ότι εκτός από τους «κομμουνιστές συνωμότες του ΚΚΕ – ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι ο αληθινός κακός της ιστορίας». Ο Γεώργιος Β’ ήταν επικεφαλής κόμματος και όχι κράτους• εάν είχε τηρήσει διαφορετική στάση και είχε αποδεχθεί «άμεσα» την εισήγηση του Μακμίλαν και του Αλεξάντερ από την Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου, αντί να σπαταλήσει τρεις πολύτιμες εβδομάδες σε μάταια παζάρια και ίντριγκες, θεωρώ ότι ο αρχιεπίσκοπος θα είχε σταματήσει τις συγκρούσεις σε εκείνη την αρχική φάση. Απλώς και μόνο με την παρουσία του ως αντιβασιλιάς τουλάχιστον θα είχε αποτρέψει τη συσπείρωση τόσων πολλών υποστηρικτών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ γύρω από την ακραία ηγεσία του Σιάντου και του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η στάση του Γεωργίου Β’ ανατροφοδοτούσε τον «ξεπερασμένο» διχασμό μεταξύ των αστικών κομμάτων και τα εμπόδιζε «να ενωθούν κατά του μαρξισμού και της επανάστασης» που μετά τον πόλεμο θα έφερναν, κατά τον Μακμίλαν, «έναν φιλελεύθερο και δημοκρατικό τρόπο ζωής αντιμέτωπο με την “προλεταριακή δικτατορία της αριστεράς” και το αστυνομικό κράτος».

Αρθρο του Θανάση Σφήκα το οποίο δημοσιεύτηκε στο Hot.Doc History 53 στις 9 Δεκεμβρίου 2018

Ο Θανάσης Σφήκας είναι καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ου αιώνα, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ