Ένθερμος υποστηρικτής του PSI εμφανίστηκε στην Βουλή και στην διαρκή υπο-επιτροπή Οικονομικών για την απομείωση του δημόσιου χρέους ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Υποστήριξε ότι δεν ευθύνεται το PSI για το κούρεμα στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και των τίτλων των μικροομολογιούχων ενώ υποστήριξε πώς αν το χρέος απεικονιστεί σωστά είναι στο 60% του ΑΕΠ. Στην επιτροπή κατέθεσαν επίσης ο Διευθυντής – Σύμβουλος της ΤτΕ Γιώργος Χονδρογιάννης και ο διδάκτορας Οικονομίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κ.Μελάς. Μάλιστα ο τελευταίος σημείωσε ότι το PSI είχε σημαντικό κόστος κυριαρχίας.
Χαρακτηριστικά ο Ε.Βενιζέλος είπε ότι για το ελληνικό χρέος «η ορθή απεικόνιση είναι το μυστικό» υπερασπιζόμενος τα μέτρα που πάρθηκαν από το 2011 έως το 2014 συμπεριλαμβανομένου του κουρέματος γνωστού ως PSI. Όπως είπε πρέπει να εξεταστεί «πόσο μικρό είναι το χρέος σε παρούσα αξία: Ο Καζαριάν λέει ότι είναι 60% (σε σχέση με το ΑΕΠ). Οι πλέον συντηρητικοί γερμανοί επιστήμονες Σουμάχερ και λοιποί μας λένε ότι είναι σίγουρα κάτω από το 100%».
Παράλληλα σχετικά με το PSI ο Ε.Βενιζέλος μίλησε για «δήθεν κούρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» προσθέτοντας πως «το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν προέρχεται από το PSI». Συνολικά ο Ε.Βενιζέλος σημείωσε πως «μέχρι την Άνοιξη του 2011 οι εταίροι μας δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για παρέμβαση στο χρέος». Σχετικά με την απόδοση του PSI ανέφερε ότι επιτεύχθηκε ονομαστικό κούρεμα 100 δις ευρώ. Τέλος ο Ε.Βενιζέλος υποστήριξε ότι από την πλευρά του Β.Σόιμπλε του προτάθηκε δύο φορές η έξοδος της χώρας από το ευρώ συνοδεία ανθρωπιστικής βοήθειας την οποία αρνήθηκε.
Διαφορετική προσέγγιση υπήρξε και από τον Κώστα Μελά καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου που ως ειδικός επισήμανε ότι με το PSI «η Ελλάδα κατέβαλε κόστος και σε επίπεδο κυριαρχίας» αφού «η μεταφορά των ομολόγων μας στο αγγλικό δίκαιο είναι ένα σημαντικό κόστος». Πρόσθεσε επίσης ότι «το PSI δημιουργησε ένα κούρεμα του χρέους αλλά δεν δημιούργησε μία μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους», εκτιμώντας την στα 68 δις ευρώ. ‘Όμως πρόσθεσε πως «από το 2022 έως το 2030 η πληρωμή των τόκων είναι πάρα πολύ υψηλή» ενώ «από το 2018 έχουμε την ανάγκη να αναχρηματοδοτήσουμε το χρέος βγαίνοντας στις αγορές, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε έναν μεγάλο κίνδυνο επιτοκίου» μια «θα έχουμε αύξηση των επιτοκίων με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του δημοσίου χρέους».