«Εάν θα γίνουν επιτυχεμένα τα καρναβάλια, θα είναι χρονιά επιτυχεμένη»

«Εάν θα γίνουν επιτυχεμένα τα καρναβάλια, θα είναι χρονιά επιτυχεμένη»

Αποκριά με τους Κουδουνοφόρους του Σοχού, σε μια μακραίωνη λατρευτική τελετουργία.

«Τις Απόκριες οι καθιερωμένοι νόμοι καταργούνται ενώ ένας άλλος, ο εφήμερος και αγέραστος νόμος του καρναβαλιού, επιβάλλεται, κάνει πέρα όποια άλλη επιταγή και τα ορίζει όλα ανάποδα»

Μιράντα Τερζοπούλου

Λαογράφος – εθνολόγος

Διάφορα κατά τόπους έθιμα, από τη Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι το Αιγαίο και την Κρήτη διαλαλούν αυτή την εβδομάδα ότι ξεκινούν οι Απόκριες και οι τριών εβδομάδων μαζικοί εορτασμοί με ποικιλόμορφες μεταμφιέσεις, χορούς, τραγούδια, ξέφρενα γλέντια χωρίς περιορισμούς και σάτιρα χωρίς λογοκρισία. Το εκκλησιαστικό τριώδιο που ανοίγει σηματοδοτεί την αρχή της Αποκριάς, της μόνης εξωεκκλησιαστικής, ιερής και ψυχαγωγικής, γιορτής την οποία ο χριστιανισμός δεν ενσωμάτωσε στο εορτολόγιό του συνδέοντάς την μόνο τυπικά με την επακόλουθη Μεγάλη Σαρακοστή.

Σύμφωνα με θρησκειολόγους και λαογράφους, τα έθιμα της Αποκριάς είναι αρχαιότερα του χριστιανισμού και συνδέονται με τα δρώμενα της διονυσιακής λατρείας από την οποία επίσης είναι παλιότερα. Συναρμόζονται δηλαδή με τις λατρευτικές πρακτικές των γεωργοκτηνοτρόφων που σχετίζονταν με τις προσδοκώμενες κοσμογονικές αλλαγές της άνοιξης, τη συνέχιση της ζωής, τη γονιμότητα και την αφθονία στη γη. Κοινό στοιχείο τους η έκσταση, ενίοτε οργιαστική, που απελευθερώνει τον άνθρωπο από τις φροντίδες της καθημερινότητας στοχεύοντας στη μέθεξη μέσω της ικανοποίησης σώματος και ψυχής.

Αποδομώντας την κοινότητα με τις Απόκριες

Ολοι οι πολιτισμοί ανέπτυξαν συνήθειες μυστηριακού χαρακτήρα και χρησιμοποίησαν τη μεταμφίεση προτού ακόμη οι άνθρωποι αρχίσουν να καλλιεργούν την γη και οπωσδήποτε πριν από την εμφάνιση οργανωμένων θρησκειών. «Οι άνθρωποι μεταμφιέζονται σε ζώα τα οποία κυνηγάνε από την εποχή που ήταν τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί. Οι μεταμφιέσεις είναι αναμφίβολα από τα παλαιότερα στοιχεία πολιτισμού, όπως μαρτυρούν οι αναπαραστάσεις σε τοιχώματα προϊστορικών σπηλαίων που χρονολογούνται περίπου από το 15.000 π.Χ.» μας λέει η λαογράφος – εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, ερευνήτρια με μακρόχρονη εμπειρία στην καταγραφή και μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, η οποία δουλεύει εδώ και δεκαετίες με διάφορες εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές ομάδες εντός και εκτός Ελλάδας.

Τα λαϊκά λατρευτικά έθιμα έχουν εκπληκτική μακροβιότητα, τονίζει η εθνολόγος στο κείμενό της «Για να ΄βρει κράτος κι εξουσία η άνοιξη» στο δίσκο ακτίνας «Τα Αποκριάτικα» της Δόμνας Σαμίου (1994). «Με θαυμαστή πολυμορφία και προσαρμοστικότητα περνούν ανά τους αιώνες από θρησκεία σε θρησκεία κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο τον μαγικό τους πυρήνα πίσω από τον οποίο κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του».

Ποιο είναι όμως το ουσιώδες στοιχείο που συνδέει αυτά τα αρχέγονα έθιμα με το σύγχρονο καρναβάλι; Εκείνο που τα συνέχει και αποτελεί την πεμπτουσία της φιλοσοφίας τους, όπως μας απαντά η Μιράντα Τερζοπούλου, είναι η παράλληλη ιδέα της τροπής του κοσμικού χρόνου με την ανατροπή της κοινωνικής τάξης του κόσμου, η αμφισβήτηση των αξιών και της ιεραρχίας. «Οι καθιερωμένοι νόμοι καταργούνται ενώ ένας άλλος, ο εφήμερος και αγέραστος νόμος του καρναβαλιού, επιβάλλεται, κάνει πέρα όποια άλλη επιταγή και τα ορίζει όλα ανάποδα. Στη θεωρούμενη παραδοχή ότι το πρόσωπο είναι καθρέφτης όπου η φράση “βγάζω τη μάσκα” ισοδυναμεί με την αλήθεια, η Αποκριά απαντάει “βάλε τη μάσκα για να τολμήσεις να δεις την αλήθεια του σύμπαντος και να τολμήσεις να εκστομίσεις τις αλήθειες της ζωής”. Η ανατροπή συντελείται ορατά μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, στη διάρκεια των οποίων τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από το φύλο ούτε από την ηλικία ούτε από το ζωικό είδος τους. Και το αναποδογύρισμα ολοκληρώνεται διατυμπανίζοντας την κρυμμένη αλήθεια μέσα απ’ τον αποκαλυπτικό λόγο των αποκριάτικων τραγουδιών. Οι χοροί της Αποκριάς είναι η ολοκληρωτική αποδόμηση της κοινότητας, η ώρα που τα μέλη της, «δαιμονοποιημένα» πίσω από την παραπλανητική μεταμφίεσή τους, γιορτάζουν τη μέθεξή τους στην αιωνιότητα της ζωής και κυρίως την ισότητά τους μπροστά στο θάνατο».

Μια αρχέγονη προεαρινή τελετουργία

Το 1976 ένας αγρότης από το Σοχό Θεσσαλονίκης λέει: «Ξεκινάει μια αφορμή της ανοίξεως… εάν θα γίνουν επιτυχεμένα τα καρναβάλια, θα είναι χρονιά επιτυχεμένη…» (Γ. Αικατερινίδης, «Τα καρναβάλια του Σοχού Θεσσαλονίκης», Πρακτικά Γ΄ Συμποσίου Λαογραφίας του βορειοελλαδικού χώρου, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1979), δίνοντας επιγραμματικά, όπως σχολιάζει η κ.Τερζοπούλου, «την πλήρη ερμηνεία για τις ευετηρικές αυτές τελετές».

Η Μιράντα Τερζοπούλου βρέθηκε πολλές φορές στο Σοχό Θεσσαλονίκης για να ερευνήσει και να καταγράψει τον τρόπο πρόσληψης και βίωσης του εθίμου των τερατόμορφων μεταμφιέσεων με κουδούνια, το οποίο τελείται σε αυτή την ορεινή κωμόπολη στις νότιες πλαγιές του όρους Βερτίσκος. «Το συγκεκριμένο καρναβάλι ανήκει στο ευρύ τυπολογικό σχήμα των θεατρικών δρώμενων με τυποποιημένες ομοιόμορφες μεταμφιέσεις (σε αντιδιαστολή με τις ελεύθερες στις οποίες ο κάθε μεταμφιεζόμενος επινοεί τη φορεσιά του). Οι τελεστές του δρώμενου, πάντα άνδρες, αν και δεν αποτελούν εδώ, όπως αλλού, δομημένο θίασο, την επονομαζόμενη τσέτα, έχουν προκαθορισμένα στοιχεία δράσης εκτός από τα ενδυματολογικά, τα κινητικά και χορευτικά με προφανή την ιερότητα των ρόλων και την μαγική σκοπιμότητα. Το τυπικό της συμπεριφοράς τους είναι αυστηρό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (πομπή, επισκέψεις στα σπίτια ή στις ταβέρνες, κεράσματα, λόγια που ανταλλάσσονται, χοροί και άλλες ρυθμικές κινήσεις παράγωγες ήχων, τραγούδια ή σκοποί που θα ακουστούν).

Η απουσία ή η αυστηρά ελεγχόμενη χρήση του κωμικού στοιχείου αποκαλύπτει τον άλλοτε ιερό χαρακτήρα των εθίμων αυτού του τύπου, των οποίων οι μεταμφιεσμένοι πρωταγωνιστές διαθέτουν, κατά τη διατύπωση του ανθρωπολόγου Λεβί Στρος, την “ιερότητα λατρευτικών ειδώλων”. Οι φορεσιές τους (σ.σ.: αποτελούνται από τα κουζιούφια, παντελόνι και γιλέκο από ακατέργαστο δέρμα μαύρου τράγου, πλεκτή σάλπα, προσωπίδα από μαύρο μάλλινο ύφασμα με μουστάκι από ουρά λόγου και το καλπάκι, υψιλόκορφη κεφαλοστολή με πολύχρωμες κορδέλες και μια ουρά αλεπούς) λειτουργούν ως αληθινά ιερατικά άμφια. Το ντύσιμο των μεταμφιεζόμενων είναι μια τελετουργική διαδικασία μεταμόρφωσης με μυσταγωγικό και μυητικό χαρακτήρα στην οποία παρευρίσκονται επιλεγμένα πρόσωπα. Ο μεταμφιεζόμενος εκπροσωπεί τιμητικά την ευρύτερη οικογένειά του και οι στενοί συγγενείς προσκομίζουν φαγητά και ποτά και βοηθούν εμπράκτως στο ντύσιμο. Οι πιο ηλικιωμένοι, που έχουν κάποτε ντυθεί και οι ίδιοι, δίνουν οδηγίες και επιστατούν για τη σωστή τάξη των πραγμάτων. Τα κουδούνια ζώνονται στη μέση με περαστά απ’ τους ώμους σχοινιά (σ.σ.: η λεγόμενη ντουζίνα ζυγίζει περίπου 18-20 κιλά και αποτελείται από τα κυπριά, τέσσερα σιδερένια κουδούνια, και το μπατάλι, ένα χάλκινο).

Οι μάσκες-προσωπεία, διαποτισμένα από αγριάδα, μυστήριο και αυστηρότητα –η πανταχού παρουσία του υπερφυσικού–, η βιαιότητα των κινήσεων, η ένταση των ήχων των κουδουνιών, η τάξη μέσα στην αταξία που ανατρέπει την καθημερινότητα είναι υπολείμματα μιας αρχέγονης παράδοσης που έχει την ικανότητα να ανανεώνεται αδιάκοπα μέσα στην αυστηρότητα της τελετουργικής επανάληψης, να ενσωματώνει σύγχρονους μύθους, να διαπλέκει το θρησκευτικό με το κοινωνικό, να γεννά και να μεταδίδει καινούργια νοήματα, ακόμη και σήμερα που τα άλλοτε δεισιδαιμονικά επιτελούμενα έθιμα έγιναν φολκλορικές σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις».

Οπως ισχύει γενικότερα κυρίως στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο, πολλά εθιμικά δρώμενα παραπέμπουν στο ιστορικό παρελθόν της περιοχής πριν από την ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Η Μιράντα Τερζοπούλου, αναφερόμενη στα συμπεράσματα και της ανθρωπολόγου Τζέιν Κόουαν η οποία μελέτησε τον Σοχό επί σειρά ετών και δημοσίευσε πολλές σχετικές εργασίες, επισημαίνει ότι τα έθιμα αυτά «παραπέμπουν στις διαπολιτισμικές ωσμώσεις με Βαλκάνιους και Τούρκους συγκάτοικους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς να παραβλέπουμε τα ίχνη αρχαιότερων πολιτισμικών παραδόσεων». Και καταλήγει, «όσο αφορά στα χαρακτηριστικά στοιχεία της σοχινής παράδοσης, που η παρουσία τους ανήκει σ’ ένα ευρύτερο δίκτυο σ’ όλο το μακεδονικό χώρο, μπορούμε να πούμε ότι οι παλαιστικοί αγώνες με τους ζουρνάδες και τα νταούλια ανήκουν στην τουρκική παράδοση και το καρναβάλι με τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις και τα κουδούνια ανήκει σ’ ένα βαλκανικό δίκτυο δρωμένων».

Κουδούνι και τραγούδι, τραγούδι και κουδούνι

Το καρναβάλι και ειδικότερα τα κουδούνια αποτελούν κεντρικό θέμα ενδιαφέροντος και ενασχόλησης των κατοίκων του Σοχού σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και οι επιτυχείς εκδηλώσεις είναι προϊόν ετήσιας προετοιμασίας. «Οι λαογράφοι το λένε αρχέγονο δρώμενο, εμείς το Μέριου (σ.σ.: το καρναβάλι με κουδούνια στην τοπική γλώσσα) το λέμε απλώς “κουδούνι και τραγούδι, τραγούδι και κουδούνι”. Το κουδούνι, οι ιαχές, ο άναρχος χορός, το τραγούδι, αλλά και το κέρασμα του Μέριου, ο χαιρετισμός του, η φορεσιά είναι όλα στοιχεία πολύ παλιά, όμως δεν σου τα μαθαίνει κάποιος να τα κάνεις, είναι βίωμα που πέρασε και περνά από γενιά σε γενιά. Οι Σοχινοί από την ημέρα που γεννιούνται δένουν τη ζωή τους με τα κουδούνια. Είναι σημαντικό το καρναβάλι για μας. Ολο το χωριό γίνεται μια παρέα. Μας ενώνει και υπερασπίζεται ανθρώπινες αξίες όπως η φιλία, ο έρωτας, ο σεβασμός και η συγχώρεση, το προστάβανι όπως το λέμε εδώ. Η καθημερινότητα μας αυτές τις μέρες ομορφαίνει. Εχουμε πολλές εκδηλώσεις – οργανωμένες και αυθόρμητες. Εκεί που νομίζεις ότι έχει τελειώσει το γλέντι, ξαναφουντώνει» μας λέει ένας από τους παλιότερους και πιο μερακλήδες κουδουνοφόρους στο Σοχό. «Τις μέρες της Αποκριάς θα δεις κάποιον, μικρό ή μεγάλο, να πετάγεται μέσα από το πλήθος ζωσμένος με βαριά κουδούνια, ακόμα και χωρίς να ’ναι μεταμφιεσμένος, και ν’ αρχίζει να τα κτυπά χορεύοντας. Κι αν τυχόν πέσει κάτω, το ενδιαφέρον θα στραφεί περισσότερο στην τύχη των κουδουνιών».

INFO

Μέριου – Καρναβάλι Σοχού Θεσσαλονίκης, 17/2 – 11/3

Φωτογραφίες: Σοφία Καμπλιώνη, Χρήστος Αθανασίου

Ετικέτες

Documento Newsletter