Καθηλώθηκαν ή βαρέθηκαν; Ενθουσιάστηκαν ή αγανάκτησαν; Αν η πρόθεση των διοργανωτών ήταν να διεγείρουν στα εκατοµµύρια των τηλεθεατών αυτά τα ρήµατα, τότε ο σκοπός επιτεύχθηκε.
∆εν είναι τυχαίο ότι δέκα µέρες µετά, τόσο οι επιδοκιµασίες όσο και οι αντιδράσεις συνεχίζονται, ανάλογα µε την ιδεολογική, πολιτισµική ή πολιτική οπτική του καθενός.
Θεωρούµε ότι το σκεπτικό της τελετής περικλείεται στη θρυλική ατάκα από την «Καζαµπλάνκα»: «Εµείς θα έχουµε πάντα το Παρίσι». Το Παρίσι του έρωτα και της αντίστασης, των τεχνών και της καθηµερινότητας, της διαφορετικότητας και της πρωτοπορίας.
Σε αυτή την «κληρονοµιά» της µοναδικότητας εγκλωβίστηκαν όλες οι επιµέρους καινοτοµίες, αρχής γενοµένης από την παρέλαση των αθλητών στον Σηκουάνα αντί για το στάδιο, που είναι ο φυσικός τους χώρος. Οσοι ξίνισαν επικαλούνται το επιχείρηµα ότι υπάρχουν µερικές σταθερές που δεν γίνεται να απαλειφθούν, µε τον ίδιο τρόπο που ένας θρησκευτικός γάµος δεν µπορεί να τελεστεί σε µια στάνη. Με όρους φιλοσοφικούς θα λέγαµε ότι θριάµβευσαν ο Ντεριντά και η θεωρία του για την αποδόµηση, ότι δηλαδή δεν υφίσταται ενιαίο σύνολο αλλά µόνο τµήµατα που εµπεριέχουν εγγενείς αντιφάσεις, καθώς και ο Γκυ Ντεµπόρ που υποστήριζε ότι όλα είναι θέαµα όχι πάντα αυθεντικό αλλά µέσα από αναπαραστάσεις εικόνων. Υπ’ αυτό το πρίσµα συνυπήρξαν το ευοί ευάν της διονυσιακής ευωχίας µε το τραγούδι «Αh! Ça ira, Ça ira» της Γαλλικής Επανάστασης, το χέβι µέταλ µε την όπερα, η αβάσταχτη ελαφρότητα του καµπαρέ µε το ειρηνιστικό «Imagine», η υψηλή ραπτική µε την υψηλή διανόηση, ο αποκεφαλισµός της Αντουανέτας µε το λίκνισµα της Aγιά Νακαµουρά, το κιτς µε την καλαισθησία. Ολα αυτά αποσπασµατικά, χωρίς συνοχή ή τον αρµό της ιστορικής συνέχειας που να εξηγεί πώς φτάσαµε από τους ξεβράκωτους στα κίτρινα γιλέκα. Με µια λέξη «flamboyant», το περίτεχνο, το αλλόκοτο που συναντάµε στην αρχιτεκτονική του ύστερου γοτθικού ρυθµού. Ετσι συχνά τη γαλλική φινέτσα αντικαθιστούσε το εφέ, την ξεθυµασµένη σαµπάνια ένα πανάκριβο Μποζολέ νουβό.
Στις καλές και ευφάνταστες στιγµές η διαδροµή του ροµποτικού αλόγου µέσα από τα τοπόσηµα της πόλης, το φαντασµαγορικό αερόστατο ως συµβολισµός της ολυµπιακής φλόγας, η έλλειψη σοβαροφάνειας, η αποκαθήλωση της σωµατικής ρώµης. Η φαντασία όµως στην εξουσία δεν εξαντλείται σε έναν στρουµφο-∆ιόνυσο που κακώς ξεσήκωσε θρησκευτική αντάρα.
Οταν δεν µπορείς να διακρίνεις –ιδεολογικά και όχι γεωγραφικά– την αριστερή από τη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, όταν λάµπουν τα επιβλητικά κτίρια αλλά απουσιάζουν οι γκετοποιηµένες φτωχογειτονιές, τότε κάτι πήγε στραβά.
Καλή η συµπερίληψη ως έννοια, αλλά ως εφαρµογή απέτυχε, διότι ήταν επικεντρωµένη σε συγκεκριµένες κοινωνικές ταυτότητες. ∆εν έγινε π.χ. καµία αναφορά στη φυλετική πολυπολιτισµικότητα και συγκεκριµένα στην πολυπληθή παρουσία µουσουλµάνων στη Γαλλία. Με την ίδια ευφρόσυνη διάθεση θα µπορούσε να προβληθεί ένας χορός των δερβίσηδων ή έστω γυναίκες µε µια µαντίλα Ερµές ώστε να απενοχοποιηθεί το ισλάµ και να περάσει το µήνυµα της πραγµατικής και όχι της επιλεκτικής αδελφοσύνης.
Το βασικό σε κάθε µεγάλη διοργάνωση είναι τι θέλει να πει. Το Παρίσι λοιπόν διαλάλησε στα πέρατα της οικουµένης, µε µια δόση αυτοκρατορικού µεγαλείου, «δεν είµαι πια η πόλη του φωτός. Είµαι το φως του σύγχρονου κόσµου».