Το εγχείρημα της «πράσινης μετάβασης» δίνει απαλλαγές σε μερικούς και επιφυλάσσει υψηλές επιβαρύνσεις για όλους τους υπόλοιπους.
Το 2003, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με την πλήρη εξάλειψη των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως το 2050, υιοθετήθηκε ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Η βασική του λογική είναι ότι οι τεχνολογίες και οι βιομηχανίες που ρυπαίνουν και εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα θα πρέπει να πληρώνουν αυτούς που δεν ρυπαίνουν, για παράδειγμα την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, μέχρι να «πρασινίσουν» όλα. Το σύστημα θα λειτουργούσε μέσω της σταδιακής μείωσης των δικαιωμάτων ρύπων που θα εκχωρούνταν δωρεάν στα κράτη-μέλη και από την αύξηση των δικαιωμάτων, που θα έβγαιναν σε πλειστηριασμό ως χρηματιστηριακό προϊόν.
Συμβιβασμοί
Το συγκεκριμένο εγχείρημα της «πράσινης μετάβασης» ωστόσο, που προβάλλεται ως δήθεν τεχνοκρατική υπόθεση και δεσμευτική για όλους ευρωπαϊκή πολιτική, περιλαμβάνει πολλούς συμβιβασμούς που οδηγούν σε απαλλαγές για μερικούς και σε βάρη και υψηλά κόστη για άλλους. Για παράδειγμα, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων βαρύνουν μόνο την ηλεκτροπαραγωγή, σε μεγαλύτερο βαθμό από λιγνίτη που έχει υψηλότερες εκπομπές ρύπων και σε μικρότερο από φυσικό αέριο που έχει μικρότερες εκπομπές ρύπων. Τη βαρύνουν μάλιστα με το σκεπτικό ότι η κάθε ΔΕΗ μπορεί να τα μετακυλίσει στους τελικούς καταναλωτές.
Αντίθετα, ούτε η βιομηχανία πληρώνει (για να μη φύγει εκτός Ευρώπης, σε χώρες με φτηνότερη ενέργεια) ούτε οι αεροπορικές εταιρείες (για τον ίδιο λόγο). Αλλά και πάλι, κάποιες χώρες έχουν εξαιρέσεις και για τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή τους. Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχία, Πολωνία, Εσθονία, Λιθουανία και Κύπρος με αποφάσεις του 2012 δεν πληρώνουν τέλη αερίων ρύπων επειδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους δεν ξεπερνούσε το 60% του μέσου κοινοτικού.
Το 2012 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 75% του μέσου κοινοτικού και θεωρητικά η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου θα μπορούσε, επικαλούμενη τις μνημονιακές δεσμεύσεις που υποχρέωναν τη χώρα σε μια μακροπρόθεσμη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, να διεκδικήσει απαλλαγή της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ από τα τέλη αερίων ρύπων και δωρεάν δικαιώματα. Δεν το έκανε.
Το 2018 το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε πέσει στο 68,1% του μέσου κοινοτικού και η Ελλάδα ήταν στην 25η θέση της ΕΕ των 28, μπροστά μόνο από τη Ρουμανία (64,8%), την Κροατία (62,6%) και τη Βουλγαρία (50,6%).
Και ενώ η Πολωνία και η Ουγγαρία, με υψηλότερο πια κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα, έφτασαν τον Δεκέμβρη 2020 να μπλοκάρουν την έγκριση του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για να κερδίσουν παρατάσεις στα δωρεάν δικαιώματα και να καθυστερήσουν τη δική τους απολιγνιτοποίηση ώστε να έχουν φτηνό ρεύμα, ενώ η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία θα συνεχίσουν να έχουν και τα επόμενα χρόνια δωρεάν δικαιώματα εκπομπής ρύπων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο δεν επιχείρησε να διεκδικήσει κάποια εξαίρεση για την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη της Ελλάδας, που είναι πλέον από τους ουραγούς της Ευρώπης, αλλά και επέσπευσε την απολιγνιτοποίηση, αυξάνοντας το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, λες και οι Ελληνες είμαστε οι κροίσοι της ΕΕ!
Έγινε πανάκριβο
Το 2021 αυξήθηκε το κομμάτι των δικαιωμάτων αερίων ρύπων του ευρωπαϊκού συστήματος που βγαίνει σε πλειστηριασμό και γίνεται χρηματιστηριακό προϊόν, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η ζήτηση για ενέργεια λόγω της ανάκαμψης. Για τους λόγους αυτούς η τιμή των αερίων ρύπων από 20-25 ευρώ τον τόνο που ήταν το 2020, έφτασε κατά μέσο όρο τα 44 ευρώ τον τόνο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και πλέον κινείται κοντά στα 62 ευρώ.
Αντίστοιχα αυξήθηκαν και οι τιμές του φυσικού αερίου, που είναι κι αυτό χρηματιστηριακό προϊόν, χάρη στην αύξηση της διεθνούς ζήτησης, σε διάφορους γεωπολιτικούς παράγοντες και στην κερδοσκοπία. Κατά συνέπεια, το φυσικό αέριο έγινε πανάκριβο και αυτό εκτόξευσε τις χονδρεμπορικές τιμές ενέργειας που καλούνται πλέον να πληρώσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Με βάση πρόσφατες δηλώσεις του Γιάννη Μπασιά, πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) και ενός από τους τεχνοκράτες που έχουν ταχθεί ενάντια στην πρόωρη απολιγνιτοποίηση, στον ραδιοσταθμό Παραπολιτικά, πρόσφατες δημοσιευμένες οικονομικές μελέτες δείχνουν ότι στην Ελλάδα το κόστος της λιγνιτοπαραγωγής ανά MWh ανέρχεται σε 35 ευρώ και το αντίστοιχο κόστος ρύπου φθάνει σε 70 ευρώ, έχουμε δηλαδή συνολικό κόστος της τάξης των 105 ευρώ ανά MWh, ενώ σε ό,τι αφορά το εισαγόμενο φυσικό αέριο οι τιμές κυμαίνονται αντίστοιχα στα 55 και 20 ευρώ και το συνολικό κόστος στα 75 ευρώ ανά MWh.
Κατά συνέπεια, ο λιγνίτης ως καύσιμο για ηλεκτροπαραγωγή είναι αρκετά ακριβότερος από το φυσικό αέριο αυτήν τη στιγμή, αλλά και το φυσικό αέριο κοστίζει. Στην πραγματικότητα μάλιστα, έχει επισημάνει ο Γ. Μπασιάς, το σβήσιμο καθεμιάς μονάδας λιγνίτη που επιχειρείται να αντικατασταθεί από φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από το φυσικό αέριο, το οποίο και εισάγεται (και εισάγεται πολύ ακριβά), επειδή οι τεχνολογίες αυτές αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ενεργειακές ανάγκες δεδομένου ότι λείπει ακόμη η τεχνολογία αποθήκευσης. «Κάθε φορά που εγκαθίσταται μια ανεμογεννήτρια ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας φυσικού αερίου προσθέτει στο βιβλίο πωλήσεών του» κατά τα δικά του λόγια.
Με δυο λόγια, το σχέδιο πρόωρης απολιγνιτοποίησης της ΝΔ ήταν και παραμένει προβληματικό για πολλούς και διάφορους λόγους:
Πρώτον, επειδή όπως έχει τονίσει ο πρόεδρος του ΙΕΝΕ Κώστας Σταμπόλης, η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη θέση των λιγνιτικών μονάδων συνεπάγεται απώλεια παραγωγικού δυναμικού για τη χώρα αφού τα 4 GW λιγνιτικών μονάδων που αποσύρονται δεν είναι δυνατό να αντικατασταθούν πλήρως από αντίστοιχο δυναμικό ΑΠΕ.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως στις αρχές του φετινού καλοκαιριού ο ΑΔΜΗΕ ζήτησε από τη ΔΕΗ να επαναφέρει στο σύστημα λιγνιτικές μονάδες που είχε αποσύρει για λόγους διασφάλισης επάρκειας ισχύος τονίζοντας ότι η απολιγνιτοποίηση θα πρέπει να περιμένει ώσπου να διασφαλιστεί η ένταξη νέας ισχύος προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος μπλακ άουτ.
Δεύτερον, επειδή για να υπάρξει επάρκεια ισχύος πρέπει να κατασκευαστούν νέες μονάδες φυσικού αερίου, από τη ΔΕΗ ή ιδιώτες, που η λειτουργία τους θα αυξήσει το εμπορικό έλλειμμα και την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές.
Τρίτον, επειδή επιβαρύνει τη ΔΕΗ με την ανάγκη για νέες επενδύσεις σε ΑΠΕ και φυσικό αέριο μέσω της προώθησης του παροπλισμού όλων των λιγνιτικών της μονάδων, ακόμη και της υπερσύγχρονης και πανάκριβης Πτολεμαΐδας 5, που έχει χαμηλότερες εκπομπές αερίων ρύπων, τη στιγμή που υπήρχε η λύση της αναβάθμισης για κάποιες τουλάχιστον νεότερες λιγνιτικές μονάδες, όπως κάνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. οι Γερμανία και Πολωνία.
Τέταρτον, επειδή η πρόωρη απολιγνιτοποίηση οδηγεί σε απώλεια 15.000 άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας και στο κλείσιμο δεκάδων μικρών επιχειρήσεων, άρα σε δραματική αύξηση της ανεργίας και μαρασμό δύο περιοχών, της δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας.
Βεβαίως η κυβέρνηση υποσχέθηκε να λύσει το πρόβλημα που δημιουργεί και παρουσίασε ένα σχέδιο δίκαιης μετάβασης το οποίο περιλαμβάνει την ανάπτυξη μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων σε Φ/Β πάρκα, μονάδες υδρογόνου, καινοτόμο υδροπονική γεωργία κ.λπ. με ιδιωτικές επενδύσεις, από το οποίο απουσιάζει όμως κάθε χρονικός και χωρικός προσδιορισμός των θέσεων που θα δημιουργηθούν.
Και απουσιάζει επίτηδες, επειδή η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην παρούσα φάση και εφόσον δεν υπάρχει εγχώρια βιομηχανία κατασκευής Φ/Β συστημάτων και ανεμογεννητριών παράγει ελάχιστες θέσεις εργασίας. Για τον λόγο αυτό το κυβερνητικό σχέδιο έχει ήδη απορριφθεί από τις περιφερειακές αρχές δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης.
Μητσοτάκης: Θα ωφεληθούν οι γερμανικές εταιρείες
Tον Σεπτέμβριο του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε από το βήμα του ΟΗΕ ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει στην πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής της ως το 2028 – αργότερα, διά στόματος Χατζηδάκη, την έφερε ακόμη πιο μπροστά, στο 2023. Με την επιλογή αυτή η κυβέρνηση της ΝΔ ανέτρεψε τον σχεδιασμό του ψηφισμένου από το 2018 Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, που προέκρινε τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση της χώρας με ορίζοντα το 2040.
Η αναγγελία Μητσοτάκη είχε οδηγήσει τότε σε χαρές και πανηγύρια τις περιβαλλοντικές οργανώσεις που εστιάζουν στην κλιματική αλλαγή και σε μεγάλες αντιδράσεις τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες της δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας, καθώς σήμαινε την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας στις λιγνιτοπαραγωγούς περιοχές.
Ισχυρές υπήρξαν ωστόσο και οι αντιρρήσεις που διατύπωσε η μεγάλη πλειονότητα τεχνοκρατών του ελληνικού ενεργειακού κλάδου, π.χ. από τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης Κ. Σταμπόλη ως τον επικεφαλής της ΕΔΕΥ Γ. Μπασιά, οι οποίοι έθεσαν ερωτήματα για το βαθύτερο σχέδιο πίσω από την απόφαση της ΝΔ για εσπευσμένη εγκατάλειψη του λιγνίτη που, αν και ρυπογόνος, είναι εγχώριο καύσιμο, με αποτέλεσμα την πλήρη εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο και ήδη πανάκριβο φυσικό αέριο.
Ενα χρόνο μετά την εξαγγελία της πρόωρης απολιγνιτοποίησης της Ελλάδας, προκειμένου να απαντήσει σε τυχόν ενδοιασμούς των αναγνωστών της γερμανικής «Bild» ότι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης που θα πάνε στην Ελλάδα μπορεί «να διοχετευτούν σε λάθος κατεύθυνση», ο Κυρ. Μητσοτάκης είχε τη φαεινή ιδέα να μιλήσει για την «πράσινη ανάπτυξη» η οποία θα προσφέρει επιχειρηματικές ευκαιρίες σε γερμανικές εταιρείες. «Κλείνουμε όλα τα ανθρακωρυχεία μας στη βόρεια Ελλάδα νωρίτερα από τη Γερμανία. […] Και, βεβαίως, θα επωφεληθούν και γερμανικές εταιρείες.
Η RWE σύναψε συμφωνία με τη ΔΕΗ για την εγκατάσταση ενός πολύ μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου στη θέση όπου υπήρχε μια παλιά λιγνιτική μονάδα. […] Είναι και προς το συμφέρον γερμανικών εταιρειών» είπε χαρακτηριστικά. Η δήλωση αυτή του Μητσοτάκη είχε ξεσηκώσει μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις στην Ελλάδα, καθώς ο Ελληνας πρωθυπουργός εμφανιζόταν πρόθυμος να θυσιάσει τα τοπικά συμφέροντα δύο ελληνικών περιφερειών, της δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, και να ρίξει 15.000 ανθρώπους στη μαύρη ανεργία προς όφελος γερμανικών εταιρειών.
Η εμμονική προσήλωση του Κυρ. Μητσοτάκη στην «πράσινη ανάπτυξη» τον τυφλώνει ακόμη και σήμερα τόσο πολύ ώστε να μην ακούει τις τεχνοκρατικές φωνές που υποδεικνύουν ότι η απολιγνιτοποίηση πρέπει να καθυστερήσει και να συνοδευτεί με εθνικές έρευνες για εξόρυξη φυσικού αερίου.
Και βέβαια δεν τις ακούει επειδή ακούει ως επί το πλείστον κάποιες άλλες φωνές: αυτές των μεγάλων οικονομικών παικτών του κλάδου της ενέργειας οι οποίοι έχουν ήδη αναπτύξει και συνεχίζουν να αναπτύσσουν ΑΠΕ και μονάδες με φυσικό αέριο και με τον τερματισμό της χρήσης του λιγνίτη θα λύσουν άμεσα και διά παντός το πολύχρονο στοίχημα του ανταγωνισμού με τη ΔΕΗ.