Δύο χρόνια χωρίς τον κ. Μάνο

Δύο χρόνια χωρίς τον κ. Μάνο

Με αφορμή την επέτειο της εκδημίας του (22/7/2018) δύο άνθρωποι που τον γνώρισαν γράφουν για τον Μάνο Ελευθερίου

Μονώτης, ιδιαστής και ευόμιλος

Στη Λιλή,
μυροφόρου αναλαβούσαν τάξιν

Του Μιχάλη Κοπιδάκη

Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήταν θιασώτης ούτε του απολαυστικού ούτε του πρακτικού βίου παρά του θεωρητικού και ως εκ τούτου επεδίωκε τη µοναξιά που του επέτρεπε να συνέρχεται από την τύρβη του κόσµου, να µελετά, να συγγράφει και να φροντίζει τις συλλογές που είχε καταρτίσει µε πράγµατα αµφισβητούµενης χρησιµότητας. Εξαφανιζόταν λοιπόν κατά διαστήµατα από προσώπου γης, προφασιζόταν ασθένειες αδιάγνωστες και αναχωρούσε συχνά µε συντροφιά την οξυµµένη φαντασία του σε πολυήµερα προσκυνηµατικά ταξίδια σε τόπους αλαργινούς. Ολα αυτά τα µηχανευόταν για να αποτραβηχτεί σε µια γωνιά του ερηµητηρίου του µε ένα βιβλίο ανοιχτό στο χέρι. Ετσι στάθηκε εφ’ όρου ζωής ο τυπικός µονώτης και ιδιαστής.

Από την άλλη οι επαγγελµατικές και κοινωνικές υποχρεώσεις (επιµελητής εκδόσεων χαλκέντερος, συγγραφέας πολυγραφότατος και οργανικός διανοούµενος του ευρύτερου χώρου) τον ανάγκαζαν και να συναγελάζεται και να συνεργάζεται µε ανθρώπους απαιτητικούς και αγχωµένους, όπως είναι κατά κανόνα οι συγγραφείς, οι εκδότες, οι καλλιτέχνες και οι δηµοσιολόγοι et hoc genus omne. Σε αυτό το αγωνιστικό πεδίο ακολουθούσε κατά γράµµα τη συµβουλή που είχε δώσει στον εαυτό του ο στωικός φιλόσοφος και για κακή του τύχη αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (1, 6): εὐόµιλος καὶ εὔχαρις οὐ κατακόρως.

Πάντως η πιο καλή και η πιο γλυκιά του ώρα ήταν τα λιτά δείπνα που παρέθετε από καιρού εις καιρόν σε απόµερα παραδοσιακά κουτουκάκια. Οι καλεσµένοι του, φίλοι και οµότεχνοι, ήσαν πάντοτε κατά τη σωτήρια σύσταση του φιλοσόφου της Κενιξβέργης πλείονες των Χαρίτων και ελάσσονες των Μουσών, σε απλά ελληνικά πέντε µε επτά άτοµα. Σε αυτά λοιπόν τα ήδιστα λογόδειπνα ο ποιητής επέτρεπε στον εαυτό του να είναι πια κατακόρως ευόµιλος και εύχαρις, τουτέστιν κοινωνικός, γλυκύθυµος, ευτράπελος, αν θεωρήσουµε την ευτραπελία ως πεπαιδευµένη ύβριν. Η βραδιά άρχιζε µε τη βροντώδη προσταγή του Μάνου «κεφάλια µέτρα, κάπελα, και φέρνε µαστραπάδες». Ο κάπελας, που είχε δει και είχε δει πότες και συµπότες, καταλάβαινε µε µια εταστική µατιά ότι ένας και µοναδικός µαστραπάς υπεραρκούσε. Φυσικά ηµερήσια διάταξη δεν υπήρχε. Τα θέµατα συζητήσεων τα πρόσφερε απλόχερα η καυτή επικαιρότητα.

Στο τέλος όµως τη µερίδα του λέοντος την κέρδιζε επαξίως η ποίηση και µάλιστα στην πιο ευφρόσυνη µορφή της, την άνευ όρων παρωδία. Εµείς συνεισφέραµε τα ελάχιστα, δηλαδή όσα είχαµε αποµνηµονεύσει από τυχαία ακούσµατα και διαβάσµατα: «Αξιον εστί το αφίλητο στόµα», «Θεά µεγάλη τον τρελό η τρέλα προστατεύει», «Στην κουφάλα µιας ελιάς είδα µιαν κουφάλα» κ.λπ. Ο οικοδεσπότης αντιθέτως κάρφωνε το ιοβόλο του κεντρί πρώτα στα δικά του δηµιουργήµατα: πόσες φορές δεν άλλαξε την ώρα αναχώρησης του τρένου για την Κατερίνη! Πόσες φορές η «Επιστολή» από τον κύκλο «Τα τραγούδια του αγώνα» δεν άλλαξε το ψευδολόγο προοίµιό της!

Μετά βέβαια ακολουθούσαν οι οβιδιακές µεταµορφώσεις της σεµνολόγου ποιήσεως. Υµνοι µεταµορφώνονταν σε παρακλαυσίθυρα, σπαραξικάρδια ελεγεία σε κωµικοτραγικά ειδύλλια, άσµατα υψιπετή σε ληρήµατα. Ο Μάνος Ελευθερίου, ο αριστοτέχνης του à la manière de… και γενικά της λεγόµενης «∆εύτερης γραφής», ήταν σε θέση εκεί επιτόπου, µεταξύ τυρού και αχλαδίου, να πραγµατευτεί ταπεινά θέµατα σε γλώσσα υψηλή και αντιστρόφως να συρράψει κέντρωνες, να εκτυπώσει επακριβώς το ήθος και το ύφος οποιουδήποτε προτύπου, να µεταποιήσει σε εβδοµήντα δύο τύπους σαν τον Σώπατρο από την Πάφο περιπόρφυρα χωρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κεχηνότες µέναµε και από τις δεξιότητές του στη στιχουργική, στις οµοιοκαταληξίες και στα στιχουργικά πάρεργα (αλφαβητάρια, ακροστιχίδες, καλλιγραφήµατα).

Καµιά φορά ωστόσο η συζήτηση λοξοδροµούσε προς την επικράτεια της απόλυτης αναρχίας, στην ερµηνεία ποιηµάτων. Σε αυτήν τη δυστοπία όλοι µας λογάδες και επαρίστερα γράµµατα µαθόντες έχουµε γνώµη που την υπερασπιζόµαστε σθεναρά, ενώ νόµοι καταγεγραµµένοι και εψηφισµένοι δεν υπάρχουν. Ετσι αυτού του είδους οι αναζητήσεις γεννοβολούν έριδες και αντιπαραθέσεις, που θέτουν σε δεινή δοκιµασία φιλίες πολύχρονες, ιδεολογικές ταυτίσεις ή ακόµη και συζυγικές σχέσεις.

Απόσπασμα από το εκτός κυκλοφορίας κείμενο «Μονώτης και ευόμιλος. Μνήμη Μάνου Ελευθερίου» του συγγραφέα Μιχάλη Κοπιδάκη

Είχε για όλους

Του Σπύρου Αραβανή

Όσο µακραίνει η απόσταση του χρόνου της φυσικής απώλειας του Μάνου Ελευθερίου τόσο συνειδητοποιώ ότι αυτό που µου λείπει περισσότερο δεν είναι η παρουσία του στη ζωή (µου) ως δηµιουργού –κι ας τον ανακαλύπτω συνεχώς– ούτε οι «επίσηµες» στιγµές από τον προσωπικό του χρόνο αξιωθείς τη φιλία του. Αυτό που µου λείπει περισσότερο είναι οι µικρές, ασήµαντες εκ πρώτης όψεως λεπτοµέρειες που τελικά συνέθεσαν στα µάτια µου το πορτρέτο του και καθηµερινά επανέρχονται στη µνήµη µου.

Οσο δηλαδή περνούν οι µήνες τόσο οι µνήµες επιστρέφουν σε πιο απλά γεγονότα, ίσως γιατί αισθάνοµαι την ανάγκη να ξαναβρώ σε ανθρώπους αυτό που µας χάρισε απλόχερα ο Ελευθερίου. Εναν πνευµατικό δανδή παλαιού καιρού µε τις εµµονές και τις λεπτοµέρειές του κατά τα αρχέτυπα του Μπωντλαίρ, του Ουάιλντ, του Ωραίου Μπρούµελ, χωρίς την επιτηδευµένη συµπεριφορά και την προσποιητή κοµψότητα ή αριστοκρατία, τη φαινοµενική µαταιοδοξία ή τη στιλιζαρισµένη ευγένεια. Καθαρός, µε πάλλευκη επιδερµίδα, καλοσιδερωµένα ρούχα και γυαλισµένα παπούτσια προσέχοντας τις λεπτοµέρειες, όπως ο πολυαγαπηµένος του Σαίξπηρ τα ψυχογραφήµατα των ηρώων του. ∆εν είναι τυχαίο ότι µια από τις τελευταίες του επιθυµίες, όπως µου είπε η αδερφή του Λιλή Ελευθερίου –ο στενότερος συγγενής του όχι µόνο εκ φύσεως αλλά και ως ψυχοσύνθεση–, ήταν το λευκό του πουκάµισο στο φέρετρο να είναι κουµπωµένο µέχρι τον λαιµό. ∆ιακριτικός πάντα στους τρόπους του και ευφυής στους χαρακτηρισµούς του µετατρέποντας ακόµη και την προσφώνηση «δάσκαλε!», την οποία συχνά πυκνά χρησιµοποιούσε προς τους άλλους, σε ένα τεστ αυτογνωσίας τους.

Οσο ελαφραίνει ο χρόνος της συναισθηµατικής επικάλυψης τόσο συνειδητοποιώ, ανασυνθέτοντας το παζλ των στιγµών, ότι πράγµατι η µοναδική του φιλοδοξία έως το τέλος, αν και αξιώθηκε τίτλους, βραβεία και προπάντων την αγάπη του κόσµου, ήταν το άσπρο χαρτί που είχε απέναντί του. «Ψηλώνω µόνο αν γράψω µια αράδα της προκοπής· τότε είµαι ευχαριστηµένος» µας είχε πει σε µια από τις καθιερωµένες κυριακάτικες συναντήσεις µας µε τον Ηρακλή Οικονόµου την τριετία 2010-2013, κατά τη διάρκεια των συνοµιλιών µας στο πλαίσιο σύνθεσης της αυτοβιογραφικής του ιστορίας – υλικό που θα λάβει τους επόµενους µήνες τη µορφή βιβλίου. Και συνέχιζε: «Υπάρχει µια φράση εκπληκτική του Τόµας Ελιοτ για τον Βαλερύ, που την είπε στον Σεφέρη, και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ηµερολόγιά του. Ο Ελιοτ έλεγε λοιπόν για τον Βαλερύ ότι ήταν τόσο έξυπνος που δεν είχε καµιά απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καµιά φιλοδοξία, αλλά ήµουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Ποτέ δεν είχα καµιά φιλοδοξία. Καµία απολύτως. Φιλοδοξία µου ήταν να γράψω καλά πράγµατα».

«Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρηµα/ βαθύτερο µες στην παραδοχή» όπως έγραφε ο Ασλάνογλου «τόσο καταλαβαίνω γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σηµασία/ που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι», όπως ο Ελευθερίου. Το γιατί ήταν µανιώδης συλλέκτης ακριβών αντικειµένων αλλά και απλών στιγµιότυπων. Σε όλα έβρισκε το νόηµα, το µεδούλι τους, σε όλα έδειχνε σεβασµό καταργώντας τα σύνορα ανθρώπων και εποχών. Θυµάµαι τη στενοχώρια του όταν µου έδειχνε µια φωτογραφία-σχολικό ενθύµιο των αρχών, νοµίζω, του 20ού αιώνα, στην οποία ένα και µόνο παιδί από όλη την τάξη απεικονιζόταν µισό εξαιτίας λάθους του φωτογράφου. ∆εν άντεχε αυτή την «αδικία».

∆εν άντεχε τον πόνο του άλλου, όποιου και αν ήταν. Κάποτε άλλαξε πάροχο κινητής τηλεφωνίας όχι για να πληρώνει λιγότερα, αλλά γιατί µιλώντας στο τηλέφωνο µε την άγνωστή του υπάλληλο, η οποία προσπαθούσε να του «πουλήσει» το προϊόν της, κατάλαβε πως έστω κι έτσι θα τη βοηθούσε να πάρει ένα µπόνους στον πενιχρό µισθό της. Θυµάµαι και τη µοναδική φορά που µου µίλησε µε αυστηρό και απότοµο ύφος, όταν ύστερα από ώρες στο κρεβάτι του προθάλαµου ενός ιδιωτικού νοσοκοµείου, µην έχοντας οι νοσοκόµες αναγνωρίσει το ποιος είναι, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο, κουρασµένες κι αυτές µες στα άγρια µεσάνυχτα. Οταν τους είπα ότι είναι ο Μάνος Ελευθερίου, πετάχτηκε από το κρεβάτι λέγοντάς µου µε αυστηρό τόνο: «Αυτό να µην το ξαναπείς». ∆εν ήθελε να εκµεταλλευτεί την επωνυµία του ούτε για έναν τόσο σηµαντικό λόγο όπως η φροντίδα της δικής του υγείας. ∆εν ήθελε να τις επιβαρύνει περισσότερο. Ηθελε πάντα να προσφέρει µε οποιονδήποτε τρόπο. Οπως σε εκείνον τον υπερήλικα τον οποίο ένα βράδυ σε µια δεξίωση τον άφησε µέχρι το τέλος να πιστεύει πως είναι ένας διάσηµος γιατρός που είχε αναγνωρίσει από την τηλεόραση, ίσως για να τον αφήσει να διασκεδάσει για λίγο ανέµελα δίπλα στα «ασφαλή» του «χέρια».

Αυτές τις «πρώτες βοήθειες» µας κληροδότησε για πάντα µε το έργο του και µε τη στάση ζωής του. Κι άφησε τα σηµάδια του στίγµατα στις ζωές όσων τον γνωρίσαµε και αγαπήσαµε. Αφησε τις λέξεις του στα χείλη και στις ψυχές ενός ολόκληρου έθνους. Γαντζώθηκαν πάνω τους αγωνιστές και διαψευσµένοι, νέοι και ηλικιωµένοι, ερωτευµένοι και πληγωµένοι, εφοπλιστές και αδέκαροι, εγωµανείς και καταφρονηµένοι. Ολοι δηλαδή όσοι του έσφιγγαν καθηµερινά αυτά τα αρυτίδωτα µέχρι το τέλος λευκά και καλοσχηµατισµένα χέρια µε τα µακριά του δάχτυλα και όλοι όσοι δεν τον γνώρισαν ποτέ εξ επαφής. Είχε για όλους.

Ο Σπύρος Αραβανής είναι φιλόλογος – ποιητής

(Επιμέλεια αφιερώματος: Αφροδίτη Ερμίδη)

Documento Newsletter