Όσοι από τους ανθρώπους της Δικαιοσύνης υπηρετούν το διεφθαρμένο σύστημα δεν είναι οι ίδιοι διεφθαρμένοι αλλά υπόλογοι σε μια παγιωμένη κατάσταση που έχει σταδιακά ταυτίσει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης με την καθεστηκυία τάξη.
Η διαφορά ενός διεφθαρμένου υπουργού με έναν διεφθαρμένο υπουργό Δικαιοσύνης είναι ότι ο πρώτος παράγει και συντηρεί τη διαφθορά στον τομέα της ευθύνης του, ενώ ο δεύτερος την καθιερώνει ως γενική πραγματικότητα στη λειτουργία του κράτους. Τα ίδια αποτελέσματα με τη διαφθορά φυσικά μπορεί να έχει η ανικανότητα, αλλά στην ελληνική πραγματικότητα νιάου νιάου στα κεραμίδια κάνει αναμφισβήτητα ο γάτος υπουργός Δικαιοσύνης που κατανοούσε την παγιωμένη αρχή πως οι ισχυροί είναι χρησιμότεροι αθώοι παρά ένοχοι.
Υπήρξαν βέβαια και άλλες κατηγορίες. Υπουργοί Δικαιοσύνης που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως ακαδημαϊκό έκθεμα που περιφέρεται στα συνέδρια και δοκιμάζει μπουφέδες μετά από ολίγον από επιστήμη. Υπουργοί Δικαιοσύνης που συμπεριφέρονταν σαν καρικατούρα πολιτικού κόντε και γοητεύονταν να συναναστρέφονται αυτούς που έπρεπε να διώξουν. Υπήρξαν άλλοι που ξέχναγαν τον ρόλο τους μπροστά στην προσφώνηση και μόνο: «Ω, τον αγαπητό κύριο υπουργό!».
Προφανώς ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης, ως μάχιμος της δικηγορίας που αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη ως απόδοσή της και όχι ως συσχετισμούς, έχει όλες τις προϋποθέσεις για να φτάσει εκεί όπου δεν έφτασαν οι προηγούμενοι. Πρέπει να ξεφύγει από τεχνητά μηχανιστικά δίπολα που την τοποθετούν σε αποδοχή ή σύγκρουση με τους δικαστικούς και τους δικηγόρους. Η διαφθορά στη Δικαιοσύνη δεν αντιμετωπίζεται με κατηγοριοποιήσεις ή γενικότητες. Oσοι από τους ανθρώπους της υπηρετούν το διεφθαρμένο σύστημα δεν είναι οι ίδιοι διεφθαρμένοι αλλά υπόλογοι σε μια παγιωμένη κατάσταση η οποία έχει σταδιακά ταυτίσει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης με την καθεστηκυία τάξη. Κανένας δεν τους έδωσε το έναυσμα και την πολιτική κάλυψη να λειτουργήσουν διαφορετικά και να ελπίσουν σε κάτι άλλο. Πρακτικά ή συμμορφώνονται ή καταστρέφονται από το σύστημα.
Ο νέος υπουργός δεν πρέπει να παγιδευτεί σε θεωρίες συσχετισμών, καλούς και κακούς, φιλικούς και εχθρικούς. Πρέπει να μείνει θεσμικός αλλά ταυτόχρονα να απαλλάξει τον προσδιορισμό της θεσμικότητας από τα χαρακτηριστικά της στρογγυλοποίησης και της ανοχής. Για να το πω όπως πρέπει, σε μια χώρα που κατά γενική ομολογία δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, συμβαίνει τα πειθαρχικά των δικαστών να καταλήγουν αθωωτικά όπως άλλωστε όλων των δημόσιων υπαλλήλων. Ταυτόχρονα οι άνθρωποι της Δικαιοσύνης θεωρούν νόμιμο, ηθικό και σίγουρα αναγκαίο να μη δηλώνουν την προέλευση της περιουσιακής τους κατάστασης χρησιμοποιώντας νομικά τερτίπια απέναντι στη νομιμότητα. Και πώς θα λυθεί αυτό; Με κόντρα; Με αντιπαράθεση στην οποία οι υπό έλεγχο θα δηλώνουν διωκόμενοι και αδικημένοι; Νομίζω ότι η λύση είναι να αποκατασταθούν οι λειτουργίες οι οποίες τοποθετούν τους δικαστές και τους εισαγγελείς στον συνταγματικό τους ρόλο με παράλληλο ουσιαστικό έλεγχο. Κυρίως πρέπει να καταργηθούν οι διαδικασίες που είναι εργαλεία διαφθοράς. Από την εμπειρία μου στη δημοσιογραφία τολμώ να καταθέσω δύο προτάσεις.
Κατάργηση δύο σταδίων έρευνας (προανάκριση – ανάκριση)
Βασικό εργαλείο διαφθοράς είναι οι χρόνοι που απαιτούνται στην έρευνα. Στην Ελλάδα η προανακριτική διαδικασία ακολουθείται από την κύρια ανάκριση, δεύτερη δηλαδή έρευνα . Οι χρόνοι που απαιτούνται να περατωθεί η ανάκριση είναι τεράστιοι και συνήθως ανακρίσεις μένουν μετέωρες επειδή αλλάζει ο ανακριτής. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Υποθέσεις να δικάζονται ύστερα από χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που τις καθιστούσαν σημαντικές. Ενα παράδειγμα είναι η υπόθεση της Siemens. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που διατηρεί δύο στάδια έρευνας χωρίς ουσιαστικό λόγο. Στην Κύπρο για παράδειγμα υπάρχει ανακριτική διαδικασία η οποία εποπτεύεται από τη Γενική Εισαγγελία. Ανακριτές είναι οι αστυνομικοί και την ανακριτική έρευνα κάνουν επιτελεία αξιωματικών και ειδικών ερευνητών. Η εισαγγελία είναι αυτή που ασκεί τις διώξεις από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται. Πρέπει στην Ελλάδα να δημιουργηθεί μια και μόνη ανακριτική διαδικασία με εποπτεία εισαγγελικών αρχών και ομάδα ειδικών ερευνητών με σημαντικές εξουσιοδοτήσεις έρευνας. Το ροκάνισμα του χρόνου είναι εργαλείο παρεμπόδισης απονομής της Δικαιοσύνης και φυσικά διαφθοράς. Η σαλαμοποίηση και η επανάληψη των διαδικασιών δεν είναι απαραίτητες στη Δικαιοσύνη αλλά σε όσους τη βλέπουν ως μέσο πλουτισμού.
Η εξουσία και η αποτελεσματικότητα του εισαγγελέα
Στην Ελλάδα υπάρχει μια υπερβατική εξουσία του εισαγγελέα ο οποίος δεν ελέγχεται αν στέλνει κάποιον αθώο σε δίκη. Οι μηνύσεις που γίνονται για την ευκολία του εισαγγελέα ο οποίος συνήθως αντιγράφει τη μήνυση του μηνυτή στέλνονται άκριτα στο ακροατήριο όπου πρέπει κάποιος να βρει το δίκιο του. Καλός εισαγγελέας όμως δεν είναι αυτός που γεμίζει τα δικαστήρια αλλά αυτός που υπερασπίζεται με ευθύνη την αλήθεια. Στη Γερμανία για παράδειγμα οι υποθέσεις που στέλνει ο εισαγγελέας στο ακροατήριο αποτελούν στοιχείο του φακέλου του. Κάθε εισαγγελέας ελέγχεται για τις υποθέσεις που παρέπεμψε σε σχέση με αυτές που είχαν καταδικαστικό αποτέλεσμα. Ετσι αν για κάποιο εισαγγελέα προκύπτει ότι αθωώνονται οι κατηγορούμενοί του, σημαίνει πως δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Η εξουσία του εισαγγελέα στην Ελλάδα, χωρίς έλεγχο, η οποία θεοποιεί την κρίση του παραβλέποντας τα αντικειμενικά κριτήρια είναι επίσης εστία διαφθοράς. Κρίμα που δεν υπάρχει έρευνα πόθεν έσχες εισαγγελέων για να δούμε πόσοι «αυστηροί» εισαγγελείς είναι τελικώς και πλούσιοι.
Αυτά είναι δύο από τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν άμεσα και ταυτόχρονα με τον εκσυγχρονισμό του Ποινικού Κώδικα ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από προκατόχους του σημερινού υπουργού ως εργαλείο ατιμωρησίας. Θυμίζω πώς ο Βενιζέλος άλλαξε πέντε λέξεις στον Ποινικό Κώδικα για να οδηγήσει σε ατιμωρησία την ελίτ της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης η οποία ήταν υπόδικη για πλαστές μεταγραφές και πώς ο Αθανασίου άλλαξε άλλες τρεις λέξεις στο άρθρο περί καταχραστών του δημοσίου το οποίο τελικώς χρησιμοποίησαν οι εγκληματίες του λευκού κολάρου.
Φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη αν δεν αποτελεί βάθρο δημοκρατίας. Γι’ αυτό θεωρώ αυτονόητο ότι ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης θα καταργήσει τα αυτόφωρα αδικήματα σε θέματα Τύπου που σκοπό έχουν να εκφοβίζουν και να εκβιάζουν τον δημοσιογράφο, όπως και τους τυποκτόνους νόμους. Τα fake news και η συκοφαντία δεν εμποδίζονται από αυτόφωρα αλλά από τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία. Ας την επικαλεστεί λοιπόν και ας τη σεβαστεί μήπως και αυτή προχωρήσει.