Η επιστολή του Νίκου Δένδια (απομονωμένη από τις κυβερνητικές παλινωδίες στα εθνικά) προς το Βερολίνο, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη σχετικά με τις συμφωνίες για εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν συνάψει με την Αγκυρα αλλά και η δεύτερη επιστολή προς τον επίτροπο Διεύρυνσης Ολιβερ Βάρελι στην οποία υπογραμμίζεται ότι η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει μονομερώς την τελωνειακή ένωση ΕΕ – Τουρκίας είναι θετικές ενέργειες στο μέτρο που συνιστούν αλλαγή στάσης της ελληνικής κυβέρνησης η οποία θα κλιμακωθεί στο εγγύς μέλλον.
Είναι προφανές ότι πρακτικά οι δύο επιστολές δεν μπορούν να οδηγήσουν ούτε στην αναστολή της τελωνειακής ένωσης ούτε στην αναστολή των εξοπλιστικών προγραμμάτων προς την Τουρκία.
Με πιο προσεκτική ανάγνωση άλλωστε των δύο επιστολών θα διαπιστώσει κανείς πως ούτε η ελληνική κυβέρνηση ζητά κάτι τέτοιο.
Ασχετα με το κίνητρο του συντάκτη, η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα με τις δύο επιστολές θυμίζει στις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (κυρίως στο Βερολίνο) ότι η υπομονή της εξαντλείται. Και ότι εκ της ιδρυτικής διακήρυξης της ΕΕ διαθέτει σημαντικά όπλα στη φαρέτρα της.
Μέχρι τώρα ακολουθούσαμε την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Εκχωρήσαμε το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης στο Βερολίνο (στην κυριολεξία «για εμάς χωρίς εμάς») και δηλώσαμε «απολύτως ικανοποιημένοι» από τη Σύνοδο Κορυφής που στο κείμενο συμπερασμάτων της δεν υπήρξε ούτε ως απλή αναφορά η λέξη «κυρώσεις», παίζοντας άψογα τον ρόλο του φτωχού και τίμιου παιδιού.
Δεν γνωρίζω αν η κυβέρνηση έβαλε μυαλό και οι δύο επιστολές είναι ένα πρώτο δείγμα ότι θα σκληρύνει τη στάση της, θα αποκτήσει συγκεκριμένη ατζέντα εξωτερικού (και όχι μόνο εσωτερικού) και πάνω απ’ όλα εθνικό σχέδιο, γνωρίζω όμως πως αν δεν το κάνει έστω και στο «και πέντε», πολύ σύντομα θα βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.