Οι ευρείες ρυθμιστικές παρεμβάσεις μετά την οικονομική κρίση του 2007 που ξεκίνησε στις ΗΠΑ δεν έλυσαν τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δέκα χρόνια μετά είμαστε ασφαλείς έναντι νέων κρίσεων ή μήπως όχι;
Αυτό αναρωτιέται σε άρθρο της η Deutsche Welle.
Η πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας Τζάνετ Γέλεν δήλωσε πρόσφατα ότι το ξέσπασμα μια νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης ευρείας κλίμακας όπως εκείνης του 2007-2008 είναι απίθανο να συμβεί «στη διάρκεια της ζωής μας ». Ωστόσο πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η πιθανότητα μιας νέας οικονομικής καταστροφής τους προσεχείς μήνες είναι μεγαλύτερη από ό,τι μέσα στα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα ο Τζιμ Ρότζερς από το ιδιωτικό hedge fund «Quantum» δήλωνε πριν από λίγο καιρό στο Business Insider ότι ένα χρηματιστηριακό κραχ θα μπορούσε να συμβεί ακόμη και μέσα στη χρονιά που διανύουμε, ενώ ο Ελβετός επενδυτής Μαρκ Φάμπερ, γνωστός και ως Dr Doom, ανέφερε στο CNBC ότι κάποιοι μέτοχοι θα μπορούσαν να χάσουν ακόμη και το 50% της αξίας των τίτλων τους κατά τη διάρκεια του φαινομένου εκείνου που ο κόσμος του χρηματιστηρίου αποκαλεί «χιονοστιβάδα πωλήσεων».
Ωστόσο απίθανο θεωρεί το ξέσπασμα μια νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης σαν εκείνης του 2007 η ίδια η Tζ. Γέλεν.
Τα δομικά προβλήματα δεν έχουν επιλυθεί
Οι δύο επενδυτές κατηγορούν τους εκπροσώπους της πολιτικής ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών της παγκόσμιας οικονομίας μετά την τελευταία μεγάλη κρίση. Η μεγάλη ύφεση, γνωστή ως «Great Recession», προέκυψε στις ΗΠΑ από την κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων και εξελίχθηκε γρήγορα στη χειρότερη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση μετά την «Great Depression» του ’30. Πριν από δέκα χρόνια η Fed, όπως και άλλες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, τύπωσαν τρισεκατομμύρια δολάρια χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Εasing ή QE) για να εκτονώσουν την κρίση. Ωστόσο, σύμφωνα με ειδικούς, τα μέτρα αυτά οδήγησαν στην πράξη σε σημαντικά κέρδη στα χρηματιστήρια, τα οποία όμως δεν διοχετεύθηκαν στην πραγματική οικονομία.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, υπάρχουν πολλοί επιπρόσθετοι λόγοι που ενισχύουν το κλίμα ανασφάλειας στις αγορές. Σύμφωνα με αναλυτές, η υπερχρεωμένη οικονομία της Κίνας, με την οποία πλέον ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση, αλλά και η «φούσκα» των αμερικανικών φοιτητικών δανείων είναι δύο βασικοί λόγοι που εμπνέουν ανησυχία για το σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ειδικότερα τα «κόκκινα» φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ, τα οποία διογκώθηκαν λόγω της αύξησης του αριθμού των εισακτέων στα αμερικανικά πανεπιστήμια καθώς και των διδάκτρων, ανέρχονται ήδη στα 1,4 τρισ. δολάρια (1,19 τρισ. ευρώ).
Σύμφωνα μάλιστα με τους «Financial Times», γύρω στα 8 από τα 44 εκατ. Αμερικανούς φοιτητές που έχουν λάβει φοιτητικό δάνειο αδυνατούν να τα αποπληρώσουν. Επίσης πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η μεγάλη εξάρτηση από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και τα χαμηλά επιτόκια είναι μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
«Βασιζόμαστε στις υψηλές τιμές των τίτλων και συνεχίζουμε να φουσκώνουμε την αξία αυτών των τίτλων, συνοδεύοντάς τους με υψηλά επίπεδα καταναλωτικών δανείων. Αυτή η κατάσταση είναι τοξική και οδηγεί σε χρηματοοικονομική αστάθεια», αναφέρει ο Φραν Μπόεϊτ από την Positive Money. O ίδιος πιστεύει επίσης ότι στην πραγματικότητα η μεγάλη ύφεση του 2007 δεν ξεπεράστηκε ποτέ, απλώς οι πολιτικοί δεν έχουν αντιληφθεί ότι οι συνέπειες της κρίσης εκείνης διαρκούν μέχρι σήμερα.
Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να βρουν νέα εργαλεία
Ο οικονομολόγος Ίαν Μπεγκ από το LES εκτιμά ότι μια νέα κρίση δεν είναι προς το παρόν πιθανή λόγω των ρυθμιστικών παρεμβάσεων που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της εποπτείας του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού κλάδου και όχι απλώς μεμονωμένων ιδρυμάτων.
«Ναι, τα χαμηλά επιτόπια πυροδοτούν ένα νέο κύμα δανεισμού στις μεγάλες οικονομίες. Αλλά “έκρηξη” των δανείων δεν είναι πια τόσο εστιασμένη όσο ήταν στις ΗΠΑ το 2007, με τα χαμηλής φερεγγυότητας στεγαστικά δάνεια», ανέφερε ο ίδιος στην DW. Ωστόσο επισημαίνει ότι, παρότι δεν υπάρχουν ενδείξεις άμεσου κινδύνου, η αβεβαιότητα παραμένει αναφορικά με το αν και πότε η Fed αποδεσμευθεί από την ποσοτική χαλάρωση. Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια κατάσταση που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια, ακόμη και η διακοπή αυτού του προγράμματος μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις.
Η ποσοτική χαλάρωση ήταν ένα πρόγραμμα που επεβλήθη για να κρατήσει στη ζωή την αμερικανική οικονομία. Η λήξη του θα μπορούσε να επιφέρει μια νέα ύφεση ή τουλάχιστον μια επιβράδυνση της ανάπτυξης. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση αναλυτές εκτιμούν ότι η Fed δεν είχε και πάλι καμία άλλη επιλογή από τα εφαρμόσει ξανά ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
«Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ξεμείνει από εργαλεία διαχείρισης κρίσεων. Το μόνο που μπορούσαν εκ νέου να κάνουν είναι περισσότερη ποσοτική χαλάρωση. Γεγονός όμως που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους λόγω της αύξησης της τιμής των τίτλων. Χρειαζόμαστε εναλλακτικές επειδή είναι πλέον σαφές ότι τα ήδη υπάρχοντα εργαλεία δεν λειτουργούν. Δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω προχωρώντας με τον ίδιο τρόπο», ανέφερε στη DW o Βρετανός οικονομολόγος.