Ο Ιώβ Αλεξόπουλος καθισμένος στο παλιό, μικρό καρεκλάκι όπου καθόταν και πριν από πολλά χρόνια ο τσαγκάρης θείος του –χρησιμοποιώντας μάλιστα μερικά από τα τότε εργαλεία του– μας αφηγείται μια ιστορία που ξεκινά από τη Δράμα του 1930 και συνεχίζεται έως σήμερα, στο Τσαγκαράδικο του κυρ-Παναγιώτη.
«Ο θείος μου, αδερφός της μητέρας μου, Παναγιώτης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Δράμα το 1933. Όταν ήταν μικρός μπήκε βοηθός σε τσαγκαράδικο. Τότε τα παπούτσια τα ράβανε αποκλειστικά στο χέρι, δεν υπήρχαν μηχανήματα. Με τρίχες γουρουνιών και σπάγκους από μαλλί που τους φτιάχνανε κι αυτούς μόνοι τους. Ράβανε με σουβλί, κάνανε την τρύπα στο δέρμα και περνάγανε τον σπάγκο· δεν υπήρχαν σουβλιά με τρύπα έτοιμη.
Εάν τραβήξεις την τρίχα από το γουρούνι μένει η ρίζα της και δεν ανοίγει. Μου τα έδειξε όλα αυτά, τα έφτιαχνα κι εγώ. Ζητούσε λοιπόν ο θείος να του δώσουν να κάνει δουλειά και όταν του έδωσαν την ολοκλήρωσε σαν να την είχε κάνει χιλιάδες φορές. “Έλα, ρε, που δεν έχεις δουλέψει αλλού, μας κοροϊδεύεις!” του είπε το αφεντικό του. Στη συνέχεια έκανε εργαστήριο στο σπίτι του και εξασκούνταν. Ήταν δουλευταράς. Τον έβλεπε η δουλειά και έτρεμε, τον φοβόταν, όχι αυτός τη δουλειά».
Στην Αθήνα με παραίνεση του πνευματικού του
«Ήταν μεγάλος μπαλαδόρος ο θείος. Είχαν στη Δράμα μια τοπική ομάδα που έπαιζε ο αδερφός του και του ζήτησε να παίξει για να τους βοηθήσει να ανέβουν κατηγορία. Όμως τότε ο θείος είχε αρχίσει να πηγαίνει στο κατηχητικό και δεν ήθελε να μπλέξει με την μπάλα. Ο αδερφός του τον πίεζε πολύ και ο πνευματικός του τον έστειλε στην Αθήνα για να μαθητεύσει δίπλα στον Δημητριάδη, ο οποίος έφτιαχνε ορθοπεδικά παπούτσια. Ύστερα από λίγα χρόνια, το 1957, άνοιξε το δικό του τσαγκαράδικο, αυτό εδώ στην Καλλιδρομίου.
Τότε τα ορθοπεδικά παπούτσια γίνονταν κατόπιν παραγγελίας. Δηλαδή ο ορθοπεδικός έγραφε στον ασθενή τη συνταγή για τα παπούτσια που έπρεπε να του κατασκευάσουν. Όταν έφυγε από τον Δημητριάδη, οι γιατροί είχαν παράπονα. Ο διευθυντής της ορθοπεδικής στο νοσοκομείο της Βούλας, που συνεργαζόταν με τον Δημητριάδη, όταν είδε τα παπούτσια μιας ασθενούς κατάλαβε ότι ήταν από άλλον μάστορα και τη ρώτησε ποιος τα είχε φτιάξει. Κάλεσε λοιπόν τον θείο μου και του λέει: “Παπαδόπουλε, από αύριο αναλαμβάνεις το ορθοπεδικό της Βούλας”. Όμως o θείος αρνήθηκε λέγοντάς του ότι μπορεί να του φτιάχνει μόνο τις δύσκολες περιπτώσεις. Ήταν ολιγαρκής άνθρωπος και όχι σκλάβος της δουλειάς. Δεν έδινε φακελάκια σε γιατρούς για να του στέλνουν ασθενείς. Εφτιαχνε τα παπούτσια με συνείδηση. Θεράπευε τα πόδια μεγάλων και μικρών από πλατυποδίες και άλλα προβλήματα. Συναισθανόταν τον πόνο τους. Κοιμόταν και φανταζόταν ότι θα βρει τη λύση για να μην πονάει ο άλλος. Μάλιστα απέφευγε να φτιάχνει απλά παπούτσια, τους έδιωχνε τους πελάτες εάν δεν είχαν πρόβλημα στα πόδια τους.
Το μαγαζί τότε ήταν μικρό με το παταράκι όπου δούλευε ο θείος μου, περιορισμένων δυνατοτήτων. Και το πελατολόγιο ήταν διαφορετικό. Δεν υπήρχε η βιτρίνα που έχουμε σήμερα. Ήταν κλειστό απέξω και έγραφε: “Ορθοπεδικά κατόπιν παραγγελίας”. Δεν υπήρχαν παπούτσια στα ράφια, ήταν καθαρά εργαστήριο. Ο άλλος για να έρθει έπρεπε να είναι συστημένος. Έτσι δεν χρειαζόταν ο ίδιος να ψάξει για πελάτες. Με την τέχνη που κατείχε θα μπορούσε να μεγαλουργήσει, να έχει τη μισή Αθήνα δική του. Ένα οικόπεδο πήρε μόνο στη ζωή του στο Χαλάνδρι και μάλιστα το δώρισε στην ανιψιά της γυναίκας του, όχι στην οικογένειά μας. Καμιά φορά που το σχολίαζα μου ’λεγε: “Βρε, σ’ εσάς έδωσα την πηγή”.
Όταν κόντευε να πάρει σύνταξη μας είπε: “Βρε, ελάτε να μάθω σε κάποιον την τέχνη”. Εγώ τότε ήμουν είκοσι χρόνων και δούλευα σε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές. Δεν είχα ονειρευτεί να γίνω τσαγκάρης. Μικρός έφτιαχνα τα ποδήλατα που χαλούσαν και έλεγα ότι θα γίνω μηχανικός. Ήρθα όμως τελικά εδώ στον θειούλη το 2000 για να μου μάθει τη δουλειά. Είχε και τον τρόπο του να σε εμπνέει. Από το 2001 που μου έγραψε το μαγαζί και πήρε σύνταξη δούλευε ακόμη πιο πολύ· από το πρωί μέχρι το βράδυ με ζήλο για να με βοηθήσει. Ο,τι έβγαζε τα έδινε σ’ εμένα. Μου είχε αδυναμία. Όταν όμως σταμάτησε να έρχεται δούλευα κι εγώ αλλού και για έναν χρόνο έκλεισα το τσαγκάρικο. Δεν ήξερα εάν θα ασχοληθώ, εάν θα το κρατήσω.
Η κρυφή ιστορία ενός υποδηματοποιού από το Ηράκλειο της Κρήτης
Αλλά όλα μπήκαν στον δρόμο τους κατά έναν θαυμαστό τρόπο. Δεν πρόλαβε όμως να το δει στην τελική μορφή του, με τις αλλαγές που έκανα. Μπορεί να στενοχωριόταν λίγο αλλά ήταν άνθρωπος που κοιτούσε πολύ μπροστά από την εποχή του. Ήταν ερωτευμένος με τη δουλειά. Όταν ήταν στο γηροκομείο μού έλεγε να τον φέρω στο μαγαζί. Τον είχα φέρει μια δυο φορές. Ήταν γεννημένος τσαγκάρης.
Τελικά τον Σεπτέμβριο του 2014 ξεκίνησα να το δουλεύω με τον ξάδερφό μου τον Βελισάριο. Πήρε πολύ χρόνο γιατί κι εγώ δεν είχα καμιά τράπεζα πίσω μου, έκανα μόνος μου όποιες εργασίες χρειάστηκαν. Στην αρχή ο κόσμος δεν ήξερε το μαγαζί αλλά τώρα πια αναγνωρίζεται ο κόπος μας. Τώρα βλέπω ότι πραγματικά μας έδωσε την πηγή».
Το Άγιο Όρος, ο Παΐσιος και τα δίχρωμα παπούτσια
«Ο θείος πήγαινε στο Άγιο Όρος κάθε χρόνο το καλοκαίρι. Τότε εκεί υπήρχαν μόνο μονοπάτια και κακοτράχαλα βουνά και οι μοναχοί φόραγαν παπούτσια που δεν άντεχαν. Έπαιρνε ρόδες αυτοκινήτων από του Ψυρρή και τους έφτιαχνε χειροποίητα παπούτσια με σολόδερμα, που θα κόστιζαν 300 και 400 ευρώ σήμερα. Τους τα έδινε τσάμπα και τον μνημονεύανε για πολλά χρόνια. Είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τον πάτερ Παΐσιο και ακολουθούσε ό,τι του έλεγε. Πράγματα που δεν έκαναν οι περισσότεροι μοναχοί τα έκανε ένας κοσμικός.
Το χειροποίητο παπούτσι είναι απαιτητικό. Ένα ζευγάρι για να φτιαχτεί χρειάζεται δυο μέρες δουλειάς. Όμως το έτοιμο παπούτσι δεν μπορεί να συναγωνιστεί αυτό που θα το φτιάξεις 100% στο χέρι. Είναι πολύ δύσκολη η τεχνική. Κάτω από 150 ευρώ δεν το πουλάς. Αυτός όμως που θα το αγοράσει θα το έχει για δέκα χρόνια και δεν θα πει κιχ. Οι πελάτες που ξέρουν να εκτιμήσουν κάποια πράγματα το καταλαβαίνουν. Αυτός που θα αγοράσει παπούτσι από τον Κινέζο με πέντε ευρώ δεν μπορεί να εκτιμήσει τη δουλειά μας. Όταν μάλιστα το παραγγέλνεις μπορείς να το κάνεις όπως γουστάρεις: το ένα να είναι μαύρο το άλλο άσπρο. Έχουμε πολλούς τουρίστες πελάτες και όταν βλέπουν τα παπούτσια μας παθαίνουν πλάκα, γιατί στη χώρα τους θέλουν τουλάχιστον 300 ευρώ για να τα αγοράσουν».