Από τις απαρχές της γειτονιάς Δουργούτι με την άφιξη των Αρμένιων προσφύγων έως σήμερα
Το ∆ουργούτι είναι γειτονιά της συνοικίας Νέος Κόσµος του ∆ήµου Αθηναίων. Η γειτονιά αυτή ορίζεται από τους κατοίκους της ως η περιοχή όπου στη θέση των πρόχειρων κατασκευών (παραπήγµατα) που υπήρχαν εκεί µέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ανεγέρθηκαν συγκροτήµατα προσφυγικών και λαϊκών κατοικιών.
Οσον αφορά την ονοµασία «∆ουργούτι», δεν µπορούµε να ισχυριστούµε µε βεβαιότητα την ετυµολογία της. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές· η επικρατέστερη είναι ότι η ονοµασία προήλθε από τον Ντουργούτ πασά που ήταν Οθωµανός κτηµατίας και κάτοικος της περιοχής. Παλαιότερα ο κόσµος αναφερόταν σε αυτήν ως στου ∆ουργούτη επειδή η ονοµασία της γειτονιάς προερχόταν από το όνοµα κάποιου ανθρώπου. Για χάρη όµως ευκολίας η γειτονιά έµεινε γνωστή ως ∆ουργούτι. Η δικτατορία των συνταγµαταρχών αντικατέστησε την ονοµασία «∆ουργούτι» µε ελληνικά ονόµατα, όπως Ναυαρίνο, Μεταµόρφωση του Σωτήρος, συνοικισµός Αγίου Ιωάννου και Νέος Ελληνικός Συνοικισµός. Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι την ονοµασία «∆ουργούτι» επειδή ήταν συναισθηµατικά φορτισµένη για τους κατοίκους καθώς τους θύµιζε την παραγκούπολη και τις δυσκολίες που βίωσαν εκεί µε την εγκατάστασή τους στα διαµερίσµατα των πολυκατοικιών την αντικατέστησαν µε την ονοµασία «Νέος Κόσµος» που είναι η ευρύτερη συνοικία στην οποία ανήκει η γειτονιά.
Η εγκατάσταση των Αρµένιων προσφύγων στην περιοχή
Η ιστορία του ∆ουργουτίου είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Αρµένιοι πρόσφυγες οι οποίοι κατέφυγαν στην Ελλάδα λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Συγκεκριµένα το 1921 εγκαταστάθηκαν στην αδόµητη έκταση του ∆ουργουτίου περίπου 500 Αρµένιοι από πόλεις της Μικράς Ασίας. Αν και κοντά στο ∆ουργούτι βρισκόταν από τα τέλη του 19ου αιώνα η ζυθοποιία Φιξ, δεν υπάρχει κάποια τεκµηριωµένη συσχέτιση µεταξύ της ύπαρξης του εργοστασίου και της επιλογής του ∆ουργουτίου ως τόπου κατοικίας από τους πρόσφυγες.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή στο ∆ουργούτι εγκαταστάθηκαν Ελληνες από τη Σµύρνη, το Αϊβαλί, τη Σύλλη, την Τραπεζούντα, τη Σαµψούντα και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Επίσης νέο κύµα Αρµενίων συνέρρευσε στην περιοχή. Οι κυριότεροι λόγοι της σύνδεσης των Αρµενίων µε το ∆ουργούτι είναι ότι οι πρώτοι κάτοικοι της γειτονιάς ήταν Αρµένιοι πρόσφυγες οι οποίοι ίδρυσαν την Καθολική Αρµενική Εκκλησία και το αρµενικό σχολείο.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι για να αναδείξουν τον εθνικό χαρακτήρα της γειτονιάς τους πολλές φορές αναφέρονταν σε αυτήν ως ο «αρµενικός συνοικισµός» ή τα «Αρµενέικα».
Για τη στέγαση των πρώτων κατοίκων του ∆ουργουτίου χρησιµοποιήθηκαν τα δύο χοιροστάσια που λέγεται ότι υπήρχαν στην περιοχή. Στη συνέχεια ξεκίνησε η κατασκευή παραπηγµάτων από τους ίδιους τους πρόσφυγες µε ευτελή υλικά όπως χώµα, άχυρα, λαµαρίνες κ.ά. Οι πρόσφυγες έχτιζαν παραπήγµατα όπου υπήρχε κενός χώρος µε αποτέλεσµα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα να δηµιουργηθεί ένας ολόκληρος συνοικισµός από παράγκες. Εκτός όµως από τις παράγκες που κατασκεύασαν οι πρόσφυγες υπήρχαν και τα Ιταλικά που χτίστηκαν το 1924 µε χρήµατα που κατέβαλε η Ιταλία ως πολεµική αποζηµίωση. Αποτελούσαν µια οµάδα από 24 µονώροφα σπίτια σε έξι σειρές. Σε αυτά εγκαταστάθηκαν περίπου 100 οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία (Ελληνες ή Αρµένιοι) καθολικών στο θρήσκευµα. Μπορεί να ήταν καλύτερες κατασκευές από τα παραπήγµατα, παρά ταύτα τα κοινωνικά και οικονοµικά χαρακτηριστικά όσων εγκαταστάθηκαν σε αυτά ήταν παρόµοια µε τα αντίστοιχα των κατοίκων της παραγκούπολης.
Οι πρώτες πολυκατοικίες και οι εσωτερικοί µετανάστες
Από το 1930 ξεκίνησε σταδιακά η κατασκευή των πολυκατοικιών για τη στέγαση των προσφύγων που κατοικούσαν στα παραπήγµατα ύστερα από την κατεδάφιση τµήµατος της παραγκούπολης. Οι πρώτες οκτώ πολυκατοικίες που βρίσκονται πίσω από το ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ ανεγέρθηκαν την περίοδο 1935-39. Η κατασκευή της όγδοης πολυκατοικίας ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, το 1960, λόγω του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου. Οι αρχιτέκτονες που σχεδίασαν µε βάση τις αρχές του µοντέρνου κινήµατος (λιτά κτίρια και δηµιουργία ελεύθερων χώρων ανάµεσά τους) τις πολυκατοικίες αυτές ήταν οι ∆ηµήτρης Κυριακός, Κίµων Λάσκαρις και Αγγελος Σιάγας. Παρά τα προβλήµατα που υπάρχουν σήµερα σε κάποιες από αυτές (λόγω της παλαιότητας των κτιρίων αλλά κυρίως της εγκατάλειψης των διαµερισµάτων από τους κατοίκους τους), η αρχιτεκτονική και ιστορική τους αξία είναι σηµαντική και γι’ αυτό τον λόγο, σύµφωνα µε τους κατοίκους, πρέπει να διατηρηθούν. Επιπλέον θεωρούν ότι η πολιτεία πρέπει να τους βοηθήσει οικονοµικά να προβούν στα απαραίτητα έργα για τη συντήρηση των πολυκατοικιών και των κοινόχρηστων χώρων τους.
Την περίοδο του Εµφυλίου (1946-49) οι πολιτικά αντιφρονούντες κατέφευγαν στο ∆ουργούτι – λόγω της δαιδαλώδους δοµής της παραγκούπολης και της υψηλής πυκνότητας κατοίκησης µπορούσαν να κρυφτούν σε κάποιο παράπηγµα στον συνοικισµό. Στη διάρκεια της µεταπολεµικής περιόδου (1950-1975) φτωχοί επαρχιώτες αναζητούσαν στέγη σε παραπήγµατα στο ∆ουργούτι. Οι νέοι πληθυσµοί που εισέρχονταν στη συνοικία στεγάζονταν στα παραπήγµατα που εγκατέλειπαν οι προηγούµενοι κάτοικοί τους, κυρίως οι Αρµένιοι, αφού αρκετοί από αυτούς αναχώρησαν για την πρώην Σοβιετική ∆ηµοκρατία της Αρµενίας τις περιόδους 1926-1932 και 1945-47. Παρ’ όλα αυτά συνέχισαν να κατοικούν στο ∆ουργούτι αρκετοί Αρµένιοι. Για τη στεγαστική τους αποκατάσταση το 1958 ανεγέρθηκε τετραώροφη πολυκατοικία στη συµβολή των οδών Ρενέ Πυώ – Κασοµούλη – Λόυδ Τζωρτζ.
Το 1954 στο ∆ουργούτι γυρίστηκε η ταινία «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου η οποία µε ρεαλισµό, ειλικρίνεια και απλότητα µεταφέρει την πραγµατική εικόνα για τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της γειτονιάς. Μέχρι τότε οι περισσότερες αναφορές από τον Τύπο της εποχής στιγµάτιζαν το ∆ουργούτι χαρακτηρίζοντάς το µια γειτονιά µε έντονα κοινωνικά προβλήµατα και παραβατικούς κατοίκους. Μέσα από την ταινία αναδύθηκαν πολλά από τα χαρακτηριστικά του συνοικισµού όπως τα παραπήγµατα που ήταν χτισµένα το ένα δίπλα στο άλλο, το ζήτηµα της ανεπάρκειας χώρου και της έλλειψης ιδιωτικότητας καθώς επίσης και οι σχέσεις αλληλεγγύης µεταξύ των κατοίκων.
«Θάνατος στην παράγκα» από τον Γεώργιο Παπανδρέου
Το τελικό πρόγραµµα για τη στεγαστική αποκατάσταση όσων ζούσαν σε παραπήγµατα ξεκίνησε αργότερα και αποτελούσε τµήµα ενός ευρύτερου προγράµµατος που υλοποιήθηκε παράλληλα σε άλλους συνοικισµούς της Αθήνας καθώς και σε άλλες πόλεις. Το 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έβαλε τα θεµέλια για τη δηµιουργία συγκροτήµατος προσφυγικών – λαϊκών πολυκατοικιών στο ∆ουργούτι µε την κατεδάφιση των παραπηγµάτων και των Ιταλικών. Το σύνθηµά του ήταν «θάνατος στην παράγκα». Η ανέγερση του συγκροτήµατος ξεκίνησε το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1971, την περίοδο της δικτατορίας. Συνολικά ανεγέρθηκαν 35 πολυκατοικίες ενώ ο αριθµός των διαµερισµάτων ήταν 865. Από αυτές οι 29 είναι τετραώροφες, οι πέντε επταώροφες και µία δωδεκαώροφη. Οι δικαιούχοι πρόσφυγες και εσωτερικοί µετανάστες για να πάρουν το τελικό παραχωρητήριο έπρεπε να αποπληρώσουν ένα µικρό ποσό προς το υπουργείο Πρόνοιας περίπου ίσο µε το κόστος κατασκευής.
Με την ανέγερση του συγκροτήµατος των προσφυγικών – λαϊκών πολυκατοικιών στη γειτονιά δεν συµβαίνουν άλλες αλλαγές όσον αφορά το οικιστικό απόθεµα. Το µοναδικό έργο που έχει πραγµατοποιηθεί στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια είναι η ανάπλαση των εξωτερικών όψεων των προσφυγικών πολυκατοικιών που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο των Ολυµπιακών Αγώνων το 2004. Επίσης τοποθετήθηκε από την πλευρά της λεωφόρου Συγγρού, µπροστά από τις προσφυγικές πολυκατοικίες, ένα συρµατόπλεγµα που χρησιµοποιήθηκε ως στήριγµα για να τοποθετηθεί ένα µεγάλο πανί-διαφηµιστικό των αγώνων. Μετά το πέρας των αγώνων το συρµατόπλεγµα αυτό θα αποµακρυνόταν. Παρά ταύτα παραµένει έως σήµερα. Κάτοικοι της γειτονιάς θεωρούν ότι τοποθετήθηκε για να καλύψει την πολυκατοικία αλλά και την εικόνα της γειτονιάς από την είσοδο της λεωφόρου Συγγρού.
Μια πόλη μαγική
«Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά. Ετσι όπως είναι. Χωμένη μες στην πολιτεία. Δίπλα στη μεγάλη λεωφόρο. Στριμωγμένη, λες και πάει να σκάσει. Το κάθε σπιτάκι κολλητά με τ’ άλλο. Μια σανίδα τα χωρίζει. Ακούς τις κουβέντες του διπλανού σου. Ξέρεις τι ώρα ξυπνάει το πρωί. Τι ώρα κοιμάται. Τώρα λες πλένεται, τώρα ανοίγει την πόρτα. Μερικοί φουντώνουν, γιατί να περνάνε έτσι οι μέρες; Οταν βγεις στη λεωφόρο μυρίζει θάλασσα. Οσο κατηφορίζεις σε πιάνει η αρμύρα στη μύτη. Αν πας πάλι προς τα πάνω αισθάνεσαι πως μπαίνεις στην καρδιά της πόλης. Μυρίζει άσφαλτο και δέντρα του κήπου. Φώτα, αυτοκίνητα, είναι ωραία. Τι διάολο, πρέπει κι εδώ κάτι ν’ αλλάξει. Πώς μπορεί να χωρέσει η ιστορία ενός ανθρώπου εδώ μέσα; Πρέπει να στριμώχνουν όχι μόνο τα πόδια τους αλλά και τα όνειρά τους».
Από την ταινία «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου
*Η Νικολίνα Μυωφά είναι δρ Αστικής Κοινωνικής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο