Η ιστορικός-θεωρητικός τέχνης μιλάει για το γλυπτό της Μαρίας Κάλλας και για τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο.
Το χάλκινο γλυπτό της Μαρίας Κάλλας που τοποθετήθηκε µε πρωτοβουλία του Ελληνικού Συλλόγου Μαρία Κάλλας στη ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου αποτέλεσε αφορµή πολέµου στα social media. Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκαν η γλύπτρια Αφροδίτη Λίτη και η µατιά της πάνω στην προσωπικότητα της ντίβας.
Αναζητήσαµε την ιστορικό-θεωρητικό τέχνης δρα ∆ωροθέα Κοντελετζίδου προκειµένου να συζητήσουµε για τον «πόλεµο της Κάλλας» αλλά και για την έννοια της εικαστικής παρέµβασης στον δηµόσιο χώρο.
Η Αφροδίτη Λίτη έπεσε θύµα κακόβουλων σχολίων στα social media, αλλά από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι και η Κάλλας έπεσε θύµα της Λίτη.
Κοιτάξτε, τα κακόβουλα σχόλια αναδεικνύουν ποιοι είµαστε και µε ποια κριτήρια «κρίνουµε» τον άλλο. Από όσο γνωρίζω, µέχρι τώρα ούτε η Αφροδίτη Λίτη ούτε ο Γιώργος Λάππας –τον αναφέρω µόνο και µόνο επειδή δυστυχώς χρησιµοποιήθηκε και η σχέση τους– δεν έχουν τιµηθεί από την ελληνική πολιτεία µε κάποιον τρόπο. Να µην έχουµε ψευδαισθήσεις για το αντίθετο.
Από όσο επίσης γνωρίζω, η κ. Λίτη επέλεξε µια φωτογραφία της Κάλλας από το αρχείο του Ελληνικού Συλλόγου Μαρία Κάλλας, ο οποίος της πρότεινε πριν από περίπου δύο χρόνια να αναλάβει την κατασκευή του γλυπτού. Ας µην ξεχνάµε πως η ίδια είναι γλύπτρια, οπότε µιλάµε για γλυπτική και όχι για κάτι άλλο. Πιστεύω πως η ίδια –προφανώς ύστερα από πληθώρα σχεδίων– κατέληξε σε αυτή την επιλογή. Τι ακριβώς «κακοποίησε»; Τη µαζική κουλτούρα; «Η µαζική κουλτούρα είναι αντικουλτούρα: στο πέρασµα των αιώνων οι διαφορετικές εκφάνσεις του άσχηµου είναι πιο πλούσιες και απρόβλεπτες απ’ ό,τι συνήθως πιστεύουµε» γράφει ο Ουµπέρτο Εκο.
Προσωπικά –εκ του µακρόθεν προς το παρόν– παρατηρώ µια ενδυµατολογία στο γλυπτό µε νευρώδεις πτυχώσεις στο ιµάτιο που παραπέµπουν στις πτυχώσεις της αρχαϊκής περιόδου αλλά και σε αυτές του Ελ Γκρέκο που διακατεχόταν από µια εσωτερικότητα την ίδια εποχή που η όπερα πραγµατοποιούσε τα πρώτα της βήµατα. Παρατηρώ µια πόζα της «Casta diva» που αναδεικνύει µια χρονική στιγµή στη σκηνή µε τη στάση του σώµατος, νευρώδη, αυστηρή αλλά και έτοιµη για την εσωτερική εκείνη στιγµή που η φωνή θα ηχήσει και θα διαχυθεί, θα απλωθεί, θα ξετυλιχτεί και θα ακινητοποιήσει κάθε παρευρισκόµενο.
Παρατηρώ ένα είδος επιβλητικής λαµπρότητας, η οποία σέβεται και τον φυσικό χώρο µέσω της διάστασης του γλυπτού αλλά και το χρωµατικό πεδίο του περιβάλλοντος χώρου, το οποίο είναι αυτό το ίδιο που θα φθείρει τη φωτεινότητα του γλυπτού αλλά όχι της Κάλλας. Το γλυπτό είναι της γλύπτριας, δεν είναι της Κάλλας, δεν είναι λογικό να την αποδίδει όπως η ίδια τη βλέπει; Είτε συµφωνούµε είτε διαφωνούµε, το έργο είναι του καλλιτέχνη και δεν οφείλει να είναι όπως θα το ήθελε, δυνητικά, ο/η καθένας/µία που δεν είναι ούτε καν γλύπτης/ρια, αγνοώντας επιπροσθέτως τη δυσκολία της γλυπτικής διαδικασίας.
Με ποια διαδικασία θα πρέπει να ανατίθεται σε έναν καλλιτέχνη ένα γλυπτό που πρόκειται να εγκατασταθεί στον δηµόσιο χώρο;
Εξαρτάται ποιος αναθέτει. Εάν είναι το δηµόσιο, µε διαγωνισµό. Αλλά στην Ελλάδα συνηθίζεται να γίνονται δωρεές, µε αποτέλεσµα να έχουµε στον δηµόσιο χώρο την αισθητική του δωρητή, που συνήθως είναι γλυπτά, προτοµές που δεν αφορούν την εποχή µας αλλά µια προγενέστερη ανάγκη αποτίµησης φόρου σε µια γλυπτική άλλης εποχής, άλλων αισθητικών κανόνων. Εχουµε γεµίσει ανδριάντες και προτοµές τον 21ο αιώνα και αντί να µας ανησυχεί αυτή η εθνικιστική λατρεία που επιβάλλει ο κάθε δωρητής και που αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας αλλά και της λατρείας, διαµαρτυρόµαστε για ένα πιο σύγχρονο γλυπτό. Οι δήµοι οφείλουν να έχουν επιτροπές, οφείλουν να προκηρύσσουν διαγωνισµούς όταν πρόκειται για τον δηµόσιο χώρο, γιατί αυτός ανήκει σε όλους τους πολίτες, καλλιτέχνες ή µη, και όχι στον δωρητή. Αν και δεν είµαι σίγουρη πως θα αποδεχτούµε τις επιτροπές, κάτι θα βρούµε ώστε να τις αµφισβητήσουµε.
Ποια είναι η σχέση µας µε τον δηµόσιο χώρο και πώς αντιµετωπίζουµε τις εικαστικές παρεµβάσεις σε αυτόν;
Με µία λέξη, ανύπαρκτη. Ανύπαρκτη από την πολιτεία που εγκαταλείπει τον δηµόσιο χώρο, που τον βανδαλίζει καθηµερινά µε την αδιαφορία της αλλά και την ελαφρότητα µε την οποία τον αντιµετωπίζει, ανύπαρκτη και από τον πολίτη ή την κοινωνία των πολιτών. Οι εικαστικές παρεµβάσεις αντιµετωπίζονται κι αυτές µε ένα είδος ελαφρότητας, στοιχείο που δηλώνει και τη σχέση µας µε την τέχνη. Ανύπαρκτη και αυτή, κατά το πλείστον. Πιστεύουµε πως η τέχνη είναι ένα χόµπι, άρα και η παρέµβαση κάτι παρόµοιο.
Η παρέµβαση στον δηµόσιο χώρο απαιτεί µελέτη του αστικού τοπίου, γιατί και αυτό θεωρείται φυσικό οικοσύστηµα, το οποίο και αυτό βρίσκεται σε καθηµερινή εξέλιξη. Ο δηµόσιος χώρος είναι χώρος δυναµικός που εξελίσσεται όχι µε θεατές, αλλά µε τον άνθρωπο που δρα καθηµερινά. Είναι ένας χώρος οικονοµικός, κοινωνικός, πολιτιστικός, συναντήσεων –είναι µια µεγάλη αγορά–, στον οποίο κάθε παρέµβαση –και όχι µόνο η εικαστική, η οποία µε τη σειρά της εξελίσσεται µες στον χώρο, γίνεται σηµείο συνάντησης όλων των ανωτέρω, µεταµορφώνει και µεταµορφώνεται ανάλογα µε την κλίµακά της– οφείλει να λαµβάνει υπόψη πολλές παραµέτρους. Εάν λοιπόν η πολιτεία δεν σέβεται τον δηµόσιο χώρο, γιατί να τον σεβαστεί ο πολίτης; Μήπως γιατί η ατοµική ευθύνη είναι µεγαλύτερη της πολιτειακής; ∆εν νοµίζω.
∆εν είναι µονότονο το κέντρο της Αθήνας να είναι διάστικτο από ανδριάντες που παραπέµπουν σε «ένδοξες» στιγµές της ελληνικής ιστορίας;
Και όχι µόνο της Αθήνας. Εχει ενδιαφέρον ότι ενώ η σχέση µας µε την ιστορία είναι ανύπαρκτη, τα γλυπτά στον δηµόσιο χώρο αναπτύσσονται µόνο γύρω από αυτήν. Εχουµε µια περίεργη προσκόλληση, λες και δεν υπάρχει το σήµερα ή το αύριο παρά µόνο το χτες. Για µένα αυτό δεν αναδεικνύει παρά την πενία µας στο σήµερα, το σύγχρονο τώρα, ίσως γιατί δεν αναλαµβάνουµε την ευθύνη της ερµηνείας τού τώρα.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 17/10/2021