Στις 29 Σεπτεμβρίου έκλεισε η πλατφόρμα που υποδεχόταν τις αιτήσεις των ενδιαφερόμενων για το πρόγραμμα «Σπίτι μου» και ήρθε η ώρα του απολογισμού. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα –το μοναδικό με στεγαστικό περιεχόμενο που υλοποίησε η κυβέρνηση της ΝΔ την ώρα που καλπάζουν οι τιμές των ακινήτων στη χώρα– αφορούσε την παροχή χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων σε άτομα ή ζευγάρια από 25 ως 39 χρόνων με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Τα δάνεια θα χορηγούνταν για την αγορά κατοικίας έως 150 τ.μ., παλαιότητας από 15 χρόνια και πάνω, υπό την προϋπόθεση ότι θα κάλυπταν έως και το 90% της αξίας τού προς αγορά ακινήτου και ήταν πράγματι χαμηλότοκα επειδή η ΔΥΠΑ θα έδινε από τα αποθεματικά του πρώην Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας το 75% του ποσού στους δικαιούχους άτοκα, ενώ οι τράπεζες θα έδιναν εντόκως το υπόλοιπο 25%. Οι δικαιούχοι του προγράμματος εξασφάλιζαν έτσι πραγματικό επιτόκιο για το σύνολο του δανείου 1,6% αντί του 5,5% ως 6,5% που δίνουν οι τράπεζες στα απλά στεγαστικά. Ακόμη πιο ωφελημένες έβγαιναν όμως οι τράπεζες, που με αυτό το πρόγραμμα «κλείδωναν» μια μακροχρόνια επιδότηση των κερδών τους από τα αποθεματικά της ΔΥΠΑ.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου» φάνηκε από νωρίς ότι θα έβγαζε προβλήματα. Καθώς η κυβέρνηση επιθυμούσε να το τρέξουν οι τράπεζες με ταχύτατους ρυθμούς –ώστε να καλύψει τα προεκλογικά διαστήματα των δύο βουλευτικών εκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών– και όχι οι υπάλληλοι του πρώην Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) που είναι ενταγμένοι στη ΔΥΠΑ ορίστηκε μια διαδικασία προέγκρισης. Μόλις έπαιρναν την προέγκριση οι δικαιούχοι είχαν δύο μήνες χρόνο να βρουν σπίτι και να καταθέσουν τον Αριθμό Ταυτότητας Ακινήτου (ΑΚΑΤ) στην τράπεζα για να πάρουν την τελική έγκριση για το δάνειο, αλλιώς το έχαναν. Καθώς τα σπίτια που όφειλαν να αγοράσουν οι δικαιούχοι βάσει των όρων του προγράμματος έπρεπε να είναι άνω των 15 ετών και αυτά έχουν συχνά προβλήματα τεχνικής και νομικής φύσεως, που η επίλυσή τους απαιτεί χρόνο και χρήμα, όλη η ζήτηση συγκεντρώθηκε στα σπίτια που δεν είχαν τέτοια προβλήματα.
Εν πάση περιπτώσει, επειδή διαφημίστηκε εξαντλητικά από τις τράπεζες και υπάρχει η κοινωνική ανάγκη για προσιτό κόστος στέγασης, το πρόγραμμα «Σπίτι μου» συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και ο προϋπολογισμός του επεκτάθηκε γρήγορα από τα 500 εκατ. στο 1 δισ. ευρώ, ώστε να καλύψει 10.000 ζευγάρια ή νέους.
Ο απολογισμός της ΔΥΠΑ
Την περασμένη εβδομάδα, με το κλείσιμο του προγράμματος, η ΔΥΠΑ ανακοίνωσε ότι για τα 10.000 δάνεια υποβλήθηκαν περισσότερες από 40.000 αιτήσεις, από τις οποίες 23.875 πήραν προέγκριση και από αυτές 9.378 προχώρησαν στο στάδιο της έγκρισης, δεσμεύοντας 742 εκατ. ευρώ από τον συνολικό προϋπολογισμό των 750 εκατ. ευρώ της υπηρεσίας. Με δυο λόγια, από το σύνολο των χρημάτων της ΔΥΠΑ έχουν απομείνει μόνο 8 εκατ. ευρώ, για τα οποία εκκρεμούν πάνω από 30.000 αιτήσεις.
«Τι μας λέει αυτό;» ρώτησε το Documento τoν Κωνσταντίνο Λιβέρη, πρόεδρο του Πανελλήνιου Συλλόγου Υπαλλήλων ΟΑΕΔ – τ. Οργανισμού Εργατικής Εστίας, που τον Μάιο είχε αναδείξει τις τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά στεγαστικά προγράμματα που υλοποιούσε ως το 2012 ο ΟΕΚ, πρoτού τον καταργήσει μέσα σε μια νύχτα το 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, και το πρόγραμμα χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων της ΝΔ. Γιατί στη ΔΥΠΑ, παρότι είχαν εικόνα του αριθμού των αιτήσεων και των προεγκρίσεων, δεν σταμάτησαν να υποδέχονται νέες αιτήσεις. Επομένως τον ρωτήσαμε τι θα γίνει με όλους αυτούς τους δικαιούχους που έχουν λάβει προεγκρίσεις για χαμηλότοκα δάνεια.
«Το λογικό θα ήταν στη ΔΥΠΑ να κλείσουν την πλατφόρμα στον αριθμό των 12.000 αιτήσεων – 10.000 είναι τα δάνεια που θα δοθούν, συν 2.000 επιπλέον αιτήσεις για να καλύψουν τυχόν μη ολοκληρωμένες πράξεις. Δεν το έκαναν, με αποτέλεσμα να λάβουν προέγκριση και έγκριση 33.253 δικαιούχοι, αριθμός πάνω από τρεις φορές υψηλότερος των 10.000 δανείων. Αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε είναι ότι σκοπίμως στη ΔΥΠΑ συνέχισαν να παίρνουν αιτήσεις, γνωρίζοντας ότι χιλιάδες δικαιούχοι δεν θα πάρουν το δάνειο, για να φτιάξουν πελατολόγιο στις τράπεζες, οι οποίες προφανώς θα προσπαθήσουν τώρα να τους χορηγήσουν τα δικά τους δάνεια με τα υψηλά επιτόκια» απάντησε στο Documento ο Κων. Λιβέρης.
Να λοιπόν που το πρόγραμμα «Σπίτι μου» της ΝΔ δημιούργησε νέο πελατολόγιο με υποψήφιους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων επ’ ωφελεία των τραπεζών, ανθρώπους οι οποίοι έκαναν τις αιτήσεις, έψαξαν να βρουν σπίτι, ψήφισαν ενδεχομένως και ΝΔ, αλλά μες στους επόμενους μήνες θα ανακαλύψουν ότι δεν καλύπτονται από το πρόγραμμα «Σπίτι μου» κι αν επιλέξουν να πάρουν στεγαστικό δάνειο, θα καταβάλουν τελικά επιτόκια 6,5%.
«Ο κακός σχεδιασμός ανέβασε τις τιμές»
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του συγκεκριμένου προγράμματος ήταν ότι λόγω του κακού σχεδιασμού του –αναμενόμενο από μια κυβέρνηση που σχεδιάζει ένα στεγαστικό πρόγραμμα στο πόδι παραμονή εκλογών– λειτούργησε εντέλει ως ένας ακόμη συντελεστής αύξησης των τιμών στα ακίνητα, ιδίως στην Αττική. Αυτό έγινε επειδή οι όροι του προγράμματος, όπως είχε εξηγήσει ο πρόεδρος των μεσιτών Αττικής Λευτέρης Ποταμιάνος ένα μήνα μετά την έναρξή του, αύξαναν τη ζήτηση για συγκεκριμένες κατοικίες που μπορούσαν να ενταχθούν στο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες, ειδικά γι’ αυτές, να αυξήσουν τις τιμές κατά 20%.
Σε ανάλογες διαπιστώσεις προχώρησε και ο Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του μεσιτικού δικτύου E-Real Estates, την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύοντας έρευνα με τις αλλαγές των τιμών στα ακίνητα στο διάστημα Σεπτεμβρίου 2022 – Ιουλίου 2023, η οποία έδειξε ότι το πρόγραμμα «Σπίτι μου» λειτούργησε σαν μοχλός αύξησης των τιμών για τις κατοικίες 75-125 τ.μ. σε όλες τις λεγόμενες φτηνές περιοχές της Αττικής, περιορίζοντας δραστικά το απόθεμα των ακινήτων ηλικίας άνω των 15 ετών που προσφέρεται σε τιμές ως 150.000 ευρώ παντού, από τις φτηνές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά ως τα δυτικά προάστια.
Για τον λόγο αυτό το πρόγραμμα «Σπίτι μου», παρότι είχε στόχο την ενίσχυση της ιδιοκατοίκησης των νεότερων γενιών μέσω της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή στέγη, φαίνεται ότι οδηγεί τελικά στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αυξάνοντας τις ήδη υψηλές τιμές στις πιο φτηνές περιοχές καθιστά δυσκολότερη την απόκτηση πρώτης κατοικίας για όλους. Ακόμη χειρότερα, η ώθηση στις τιμές των ακινήτων ανεβάζει τα ενοίκια, τα οποία στο κέντρο της Αθήνας φτάνουν τα 9 ευρώ το τετραγωνικό, υποχρεώνοντας τους ενοικιαστές κάθε γενιάς να εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα για οικονομικά προσιτή στέγη και να κάνουν μία και δύο δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.
Απογειώνονται οι τιμές των ακινήτων
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου από την αρχή του 2023 οι τιμές των ακινήτων βρίσκονται σε πτώση λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Στην Ελλάδα όμως η εικόνα είναι διαφορετική. Υστερα από μια επταετία ισχυρής πτώσης ένεκα των μνημονίων οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να ανεβαίνουν το 2017 και συνεχίζουν να ανεβαίνουν το 2023 και μάλιστα με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων 30 χρόνων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων σημείωσαν αύξηση 15% στο πρώτο τρίμηνο του 2023 και 13,9% στο δεύτερο τρίμηνο, έναντι μέσου ετήσιου ρυθμού ανόδου 11,9% το 2022. Η συνολική άνοδός τους ωστόσο από το τρίτο τρίμηνο 2017, όταν και καταγράφηκαν οι χαμηλότερες τιμές ακινήτων στην Ελλάδα, έχει φτάσει το 54%.
Κατά την τριμηνιαία επισκόπηση της πλατφόρμας Spitogatos η τάση ανόδου των ακινήτων συνεχίστηκε και το τρίτο τρίμηνο 2023 και μάλιστα ανεβάζοντας ταχύτητα για ορισμένα μέρη, κατά κύριο λόγο στο σύνολο της Θεσσαλονίκης, στο κέντρο και στους περιφερειακούς δήμους, στα προάστια του Πειραιά και τα δυτικά προάστια της Αθήνας, όπου οι αυξήσεις προσέγγισαν ή και ξεπέρασαν το 20%.
Οι αιτίες του προβλήματος
Τον Σεπτέμβριο Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα εξέδωσαν εκθέσεις για την αγορά ακινήτων. Οι οικονομολόγοι της Alpha Bank υποστήριξαν ότι η μεγάλη άνοδος των τιμών των ακινήτων είναι δικαιολογημένη και αποδίδεται στην επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη, την άνοδο της κατασκευαστικής δραστηριότητας, την άνοδο του κόστους των οικοδομικών υλικών, την αγορά ελληνικών ακινήτων από ξένους στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa και την άνθηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων λόγω της ανάπτυξης του τουρισμού.
Οι οικονομολόγοι της Εθνικής Τράπεζας, πάλι, θεωρούν ότι ο παρών υψηλός ρυθμός αύξησης των τιμών των ακινήτων δικαιολογείται από τη μεγάλη πτώση των τιμών που προηγήθηκε κατά τη μνημονιακή επταετία 2010-17 και προσθέτει ότι τροφοδοτείται από τη μείωση της φορολογίας των ακινήτων, τις επενδύσεις σε υποδομές σε ορισμένες περιοχές (γραμμές μετρό, Ελληνικό), τις επενδύσεις των ξένων, είτε ομογενών είτε πολιτών τρίτων χωρών στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa, που πραγματοποίησαν το ένα τέταρτο των συνολικών αγορών ακινήτων κατά την περίοδο 2018-22 (3,5 δισ. ευρώ), και την ισχυρή άνοδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Οι οικονομολόγοι της Εθνικής προβλέπουν επίσης ότι η άνοδος των τιμών των ακινήτων στη χώρα θα συνεχιστεί τουλάχιστον ως το 2024.
Αστεγη η… κοινωνία
Οσο περισσότερο ανοίγει το χάσμα μεταξύ τιμών ακινήτων, ενοικίων και εισοδημάτων τόσο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγασης
Το μεγάλο πρόβλημα βεβαίως με τη συνεχή άνοδο της τιμής των ακινήτων, που τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό με εισαγόμενο χρήμα, είναι ότι οδηγεί σε αντίστοιχα υψηλή αύξηση των ενοικίων, τα οποία δεν είναι δυνατό να πληρωθούν από τους χαμηλούς ελληνικούς μισθούς. Οσο περισσότερο ανοίγει το χάσμα μεταξύ τιμών ακινήτων, ενοικίων και εισοδημάτων τόσο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγασης. Η κυβέρνηση της ΝΔ, ακόμη κι όταν επιχειρεί να το λύσει με ένα στεγαστικό πρόγραμμα δικής της έμπνευσης, καταλήγει τελικά να το επιδεινώνει λόγω του νεοφιλελεύθερου DNA της. Ετσι έγινε και με το πρόγραμμα «Σπίτι μου»…