Χειρότερες από ποτέ οι σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας. Έντονη ανησυχία στη νήσο μετά την εγκατάλειψη από την ελληνική κυβέρνηση.
Στο καραμανλικό δόγμα «Η Κύπρος κείται μακράν» που επέτρεψε τον δεύτερο «Αττίλα», με τον οποίο καταλήφθηκε μεγάλο μέρος του νησιού, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πρόσθεσε «και είναι μόνη».
Ο διαχωρισμός των ελληνοτουρκικών από το κυπριακό εντάσσεται στη συνολική αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, η οποία υπό την πίεση των εταίρων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ ωθείται σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Παρόλο που ο ΔΗΣΥ και η ΝΔ είναι αδελφά κόμματα και η οικογένεια Μητσοτάκη έχει πάντα αγαστές σχέσεις και συναντίληψη με τον Κύπριο πρόεδρο ς, εντούτοις η ελληνική κυβέρνηση άφησε μόνη της την Κύπρο στην τελευταία εξέλιξη.
Διαχώρισε το κυπριακό από τα ελληνοτουρκικά και δεν συνέδεσε τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας με την πίεση για αποχώρηση των τουρκικών ερευνητικών σκαφών και από τις δύο ΑΟΖ και όχι μόνο από την ελληνική. Επιπλέον άφησε μόνο τον πρόεδρο Αναστασιάδη στην προσπάθεια να συνδέσει τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας με τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο κ. Αναστασιάδης να υποχρεωθεί την περασμένη Πέμπτη σε άτακτη υποχώρηση, να αποσύρει το βέτο για τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας και να υποστεί διπλωματική ήττα, που έχει βέβαια αντανάκλαση και στην Ελλάδα.
Η ομιλία στον ΟΗΕ
Η πιο χαρακτηριστική κίνηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με την οποία έστειλε το μήνυμα ότι διαχωρίζει πλέον τα ελληνοτουρκικά από το κυπριακό ήταν στην ομιλία του στην ετήσια συνέλευση του ΟΗΕ. Ο κ. Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός που στο κατεξοχήν πρόσφορο βήμα του διεθνούς οργανισμού δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο κυπριακό, έστω για να πει τις στερεότυπες φράσεις και να υπενθυμίσει ότι παραμένει πάντα πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής. Δεν είναι δίχως σημασία ότι σε όλες τις προκαταρκτικές συνομιλίες με την Τουρκία για την ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση που έχει δρομολογηθεί η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από τη μεγαλόνησο δεν τίθεται έστω για τα προσχήματα ή για διαπραγματευτικούς λόγους.
Επιπροσθέτως, στα διπλωματικά παρασκήνια Ελλάδας και Κύπρου κυκλοφορεί ότι η Αθήνα άσκησε πιέσεις προς την κυπριακή κυβέρνηση να προσαρμοστεί στη συνολικά υποχωρητική στάση έναντι της Τουρκίας.
Αντιδράσεις στην Κύπρο
Η αλλαγή του πάγιου δόγματος δεν έχει διαφύγει της προσοχής όχι μόνο της κυπριακής κυβέρνησης, που «πίσω από τις κλειστές πόρτες», όπως λένε στην Κύπρο, πνέει μένεα, αλλά και των πολιτικών κομμάτων. Αν και επικεντρώνουν τα βέλη και την κριτική τους κυρίως προς τη δική τους κυβέρνηση, εντούτοις άλλοι δημοσίως και άλλοι off the record εκφράζουν πικρία για την εγκατάλειψή τους από την Ελλάδα.
Ο πιο καθαρός από αυτή την άποψη είναι ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος, ο οποίος δηλώνει στο Documento: «Υπάρχει ανησυχία στην Κύπρο γιατί η ελληνική κυβέρνηση διαχωρίζει το κυπριακό από τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Ανησυχία υπάρχει και από τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης που προσπαθεί να αποφευχθούν οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας. Ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε στην ομιλία του στον ΟΗΕ στο κυπριακό. Επιπλέον διαχωρίζει το αίτημα για κυρώσεις κατά της Τουρκίας από την παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από τις κυρώσεις για την παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ. Ενώ το “Ορούτς Ρέις” αποχώρησε από τα θαλάσσια ύδατα υπεράνω της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, εντούτοις το “Μπαρμπαρός” και το “Γιαβούζ” παρέμειναν στην κυπριακή ΑΟΖ. Ο τουρκικός επεκτατισμός βλέπει τις δύο ΑΟΖ, Ελλάδας και Κύπρου, ενιαία. Επίσης η ελληνική κυβέρνηση δεν στήριξε τη διασύνδεση του θέματος της Λευκορωσίας με την τουρκική παραβίαση στην Κύπρο και δεν στήριξε το κυπριακό βέτο. Ανησυχία προκαλεί επίσης ότι στις προϋποθέσεις που έθεσε η ελληνική κυβέρνηση για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία δεν υπάρχει η προσήλωση στη Συνθήκη της Λωζάννης που καθιέρωσε και τα τουρκικά σύνορα».
Στο ίδιο πνεύμα η βουλευτής του κινήματος «Ανεξάρτητοι» Αννα Θεολόγου, η οποία θεωρεί ότι «δυστυχώς υπάρχει αλλαγή στάσης της Ελλάδας, ενώ και η ΕΕ δεν στέκεται στο ύψος της όσον αφορά την αντιμετώπιση της Τουρκίας». Συνεχίζοντας αναφέρει: «Θα ήταν επιθυμητό να υπάρχει κοινή στάση όσον αφορά την ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου. Δεν φαίνεται έμπρακτα αυτή η συνεργασία. Πού ήταν η ελληνική κυβέρνηση στο βέτο της Κύπρου για τη Λευκορωσία; Ισως η Ελλάδα να κινείται στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό ότι όταν ήρθε η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου στην Κύπρο και είχε συνάντηση με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων όταν της έθεσαν το θέμα για κοινό μέτωπο συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου για κυρώσεις κατά της Τουρκίας απάντησε ότι δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία». Κριτική ασκεί και στον πρόεδρο Αναστασιάδη σημειώνοντας ότι «φαίνεται σαν άλλα να λέμε σε διεθνές επίπεδο και άλλα για εσωτερική κατανάλωση. Οταν είπε ότι δεν είναι οι κυρώσεις αυτοσκοπός έδειξε αλλαγή στάσης, σαν να προσπαθεί να διασώσει την αξιοπρέπειά του».
Ενδιαφέρον έχει η στάση του ΑΚΕΛ, του δεύτερου σε δύναμη κόμματος της Κύπρου. Επισήμως κινείται στη δική του λογική και τη γραμμή της επίλυσης του κυπριακού μέσω της προσέγγισης και των συνομιλιών των δύο κοινοτήτων της νήσου. Ωστόσο στέλεχος του κόμματος είπε στο Documento: «Οι σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου είναι στο χειρότερο σημείο που βρέθηκαν ποτέ. Δεν υπάρχει χημεία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Η πηγή της αντίθεσης είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται τον Αναστασιάδη και τον Χριστοδουλίδη, καθώς εκτιμούν ότι κάνουν εξωτερική πολιτική για εσωτερική κατανάλωση. Η ιστορία των τριμερών, που ήταν κυπριακής έμπνευσης, τελικά χρησιμοποιήθηκε από την Τουρκία για να προβάλει ότι προσπαθούν να την αποκλείσουν και να την περικυκλώσουν. Παρομοίως, ο EastMed όλοι ξέρουν ότι δεν θα γίνει ποτέ και μόνο για οικονομικούς λόγους. Η κυπριακή ηγεσία έσερνε την ελληνική κυβέρνηση σε ένα παιχνίδι με απρόβλεπτες συνέπειες. Οταν το παιχνίδι χόντρυνε η ελληνική κυβέρνηση διαχώρισε τις τουρκικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας από αυτές εναντίον της Κύπρου. Αν η Ελλάδα πατούσε πόδι στις παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ, τότε η Κύπρος εκ των πραγμάτων θα λειτουργούσε σαν κυματοθραύστης και δεν θα προχωρούσαν οι προκλήσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αντίθετα, η Ελλάδα προχωρά σε διάλογο με την Τουρκία και η Κύπρος είναι εκτός παιχνιδιού. Οι δικοί μας έχουν δίκιο, η ελληνική κυβέρνηση μας έχει αφήσει μόνους και υπάρχει τρομερή ανησυχία στην Κύπρο». Η ίδια πηγή καταλήγει: «Φταίνε και οι δύο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει ότι τελεί σε κατάσταση φόβου, σαν να είναι πιο ενδοτικός από τους δικούς μας».
Ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ Νικόλας Παπαδόπουλος περιορίζει τα βέλη του κατά του προέδρου Αναστασιάδη μετά τη Σύνοδο Κορυφής: «Η νέα αποτυχία του προέδρου Αναστασιάδη και του υπουργού Εξωτερικών πλήττει την αξιοπιστία της χώρας μας και απογοητεύει τον κυπριακό λαό» αναφέρει και προσθέτει: «Η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε χτες βράδυ αντιμέτωπη με μια νέα αρνητική εξέλιξη. Δυστυχώς, η θέση “κυρώσεις στη Λευκορωσία μόνο αν επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία” κατέληξε τελικά στην υποχώρηση “κυρώσεις στη Λευκορωσία και MONO προειδοποίηση στην Τουρκία”, κάτι που συνιστά νέα αποτυχία του προέδρου Αναστασιάδη και του υπουργού Εξωτερικών… Οι εξελίξεις της Πέμπτης, σε συνδυασμό μάλιστα με τις βαρύγδουπες κυβερνητικές δηλώσεις και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα των προηγούμενων ημερών, έπληξαν ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία και το κύρος της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σκόρπισαν απογοήτευση στον κυπριακό λαό. Η Κύπρος πληρώνει σήμερα την αποτυχημένη πολιτική απενοχοποίησης και κατευνασμού της Τουρκίας που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια».
Ενδιαφέρον έχει η τοποθέτηση της πρώην υπουργού Εξωτερικών Ερατούς Κοζάκου–Μαρκουλλή, η οποία στο ερώτημα πώς κρίνει τις πρόσφατες εξελίξεις και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απάντησε στο Documento: «Δυστυχώς δεν θα μπορέσω να απαντήσω σε πεπαλαιωμένες ερωτήσεις. Σημασία έχουν τώρα τα συμπεράσματα (σ.σ.: του Συμβουλίου Κορυφής) και πώς προχωρούμε. Η επικέντρωσή μας θα πρέπει να είναι στη λύση του κυπριακού και όλη η προσπάθειά μας στο πλαίσιο της ΕΕ και διεθνώς θα πρέπει να έχει αυτή την προτεραιότητα και στόχο. Η ΕΕ μάς έδειξε τον δρόμο και οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε. Η Τουρκία θα πρέπει τώρα να πάρει τις δικές της αποφάσεις. Ή ακολουθεί τον δρόμο των μη μονομερών παρεμβάσεων και του διαλόγου στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και επωφελείται της θετικής ατζέντας που προτίθεται να ακολουθήσει η ΕΕ ή θα υποστεί συνέπειες που θα αποφασιστούν στο μέλλον. Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να συνεργάζονται στενά και να προχωρούν με απόλυτο συντονισμό για να επιτύχουν τους στόχους τους. Επαναλαμβάνω ότι για μένα ύψιστη προτεραιότητα είναι η επίλυση του κυπριακού το συντομότερο δυνατόν, για να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τα βαρίδια του και να λειτουργήσουμε ως κανονικό κράτος».