Βλέποντας και κάνοντας, και με το βάρος στην επικοινωνία και λιγότερο στην ουσία πορεύεται η κυβέρνηση
Σε αναζήτηση συνολικού πολιτικού αφηγήματος είναι οι επικοινωνιολόγοι του «επιτελικού κράτους», καθώς η λήξη της καραντίνας φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με την επόμενη ημέρα και κυρίως με τη διαχείριση της δευτερογενούς κρίσης στην οικονομία.
Ο πρωθυπουργός στην πραγματικότητα ζητά πίστωση χρόνου μέχρι το τέλος του 2021. Επαναλαμβάνει συνεχώς ότι το 2020 θα είναι χρονιά βαθιάς ύφεσης που θα την ακολουθήσει εκρηκτική ανάπτυξη το 2021. Το σύνθημα, βουτηγμένο σε πηχτό μελό, είναι ότι «όπως τα καταφέραμε στην υγειονομική κρίση, όλοι μαζί με ατομική και συλλογική ευθύνη και με δίκαιη κατανομή του κόστους, μπορούμε να βγούμε πιο δυνατοί και από την οικονομική κρίση». Με την προϋπόθεση όμως ότι θα προχωρήσουν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του, κυρίως για την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την επιλεκτική στήριξη φιλικών επιχειρηματικών συμφερόντων ώστε να γίνονται business as usual.
Προς τούτο ζητά εκβιαστικά συναίνεση από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, αφήνοντας να επικρέμεται η απειλή των εκλογών. Ενδεχόμενο που μπορεί να καταστεί αναπότρεπτο από τη διαφαινόμενη αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης – όπως και στο πρώτο οκτάμηνο της διακυβέρνησής του που χαρακτηρίστηκε από το εμβληματικό φιάσκο του Ελληνικού όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων. Οι υπέρμαχοι των εκλογών υποστηρίζουν ότι μια νίκη όσο είναι νωπές οι δάφνες από την αντιμετώπιση της επιδημίας θα εξασφαλίσει με βεβαιότητα την πίστωση χρόνου και την απαραίτητη συναίνεση για την απρόσκοπτη εφαρμογή του σχεδίου στην οικονομία.
Ωστόσο οι ενδείξεις δεν είναι ευοίωνες. Το τέλος της καραντίνας αποφασίστηκε με πολιτικά και οικονομικά κριτήρια και η δεύτερη φάση της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, υπό τον τίτλο «Μένουμε Ασφαλείς», δεν συναντά την ίδια αποδοχή από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Ενστάσεις, διαμαρτυρίες και γκρίνιες συνοδεύουν τις αποφάσεις: από το γιατί ανοίγουν τα σχολεία τα οποία ήταν αυτά που έκλεισαν πρώτα μέχρι γιατί δεν ανοίγουν τα καταστήματα εστίασης την ώρα που επιστρέφει ο μαζικός εκκλησιασμός. Γιατί τώρα –που κατασκευάστηκε εργοστάσιο στη Λάρισα– επιβάλλονται επί ποινή προστίμου οι μάσκες σε κλειστούς χώρους ενώ δεν θεωρούνταν απαραίτητες το πρώτο διάστημα και ποιος θα πληρώνει το κόστος καθώς πωλούνται ένα ευρώ η μία.
Στο πέμπτο κατά σειρά διάγγελμά του, όπως και στην τηλεδιάσκεψη του υπουργικού συμβουλίου αλλά και στη συζήτηση στη Βουλή, ο πρωθυπουργός έδειξε ότι δεν διαθέτει συγκροτημένο και επεξεργασμένο σχέδιο για τη διαχείριση της οικονομίας που να βασίζεται σε μια εκτίμηση για το μέγεθος της ύφεσης και σε αναδιάρθρωση τομέων της οικονομίας. Το οικονομικό επιτελείο περιμένει τις εξελίξεις από την ΕΕ για να γνωρίζει τι ποσά θα έχει στη διάθεσή του. Επίσης αναμένει τις εξελίξεις για την άρση των περιορισμών στις μετακινήσεις των Ευρωπαίων πολιτών για να αποτιμήσει το κόστος στον τουρισμό. Μέχρι τότε πηγαίνει βλέποντας και κάνοντας και δη περισσότερο με επικοινωνία και λιγότερο με ουσιαστική διαχείριση.
Ο ανασχηματισμός
Το μόνο που έχει στην πολιτική του ατζέντα για την επόμενη ημέρα της κρίσης ο πρωθυπουργός είναι ο ανασχηματισμός, που τοποθετείται στο αμέσως προσεχές διάστημα ανάλογα με την πορεία αποκατάστασης της κανονικότητας.
Χαρακτηριστική των προθέσεών του ήταν η παρουσίαση του σχεδίου «Γέφυρα», που έγινε από τους υφυπουργούς και όχι από τους αρμόδιους υπουργούς. Εκείνος που ξεχώρισε είναι ο υφυπουργός με αρμοδιότητα τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου Ακης Σκέρτσος, ο οποίος καλοκουρεμένος και με φροντισμένη εμφάνιση έκανε την επίσημη πρώτη του στο πανελλήνιο, δείχνοντας περίπου ότι διαθέτει το γενικό πρόσταγμα στη δεύτερη φάση.
Οσοι παρήλασαν και έκαναν δηλώσεις, με εξαίρεση τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, είναι προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού, εκτός της κοινοβουλευτικής ομάδας. Είναι οι Νίκος Παπαθανάσης, Βασίλης Κοντοζαμάνης, Θεόδωρος Λιβάνιος και φυσικά ο ούτως ή άλλως ενισχυμένος της κρίσης Νίκος Χαρδαλιάς. Αυξημένη προβολή είχε και η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη. Πρόκειται για την ομάδα των στελεχών, νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, που χρωστούν την πολιτική τους καριέρα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και είναι πρόθυμα να προωθήσουν όλο το πακέτο των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, όπως αποκαλεί ο πρωθυπουργός τις απορρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις και εκποιήσεις δημόσιας περιουσίας.
Ο Βρούτσης και οι άλλοι
Στο επίπεδο των υπουργών διασώθηκαν η Παιδείας Νίκη Κεραμέως και ο Ψηφιακής Πολιτικής Κυριάκος Πιερρακάκης. Οπως κυκλοφορεί στους κυβερνητικούς διαδρόμους, ο πρωθυπουργός φέρεται να έχει πει ότι «χρειαζόμαστε περισσότερους σαν τον Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά». Το εάν ο κ. Τσιόδρας θα δεχτεί τη θέση του υπουργού Υγείας είναι ανοικτό. Εκείνος που παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να φανεί χρήσιμος στον αρχηγό δεν φαίνεται να μένει στην κυβέρνηση είναι ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, που χρεώνεται το φιάσκο των vouchers κι ας ήταν σε συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου. Ο κ. Βρούτσης έχει όλες τις… προϋποθέσεις για να χρεωθεί τις αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις στον τομέα του.
Γενικότερα ο Κυρ. Μητσοτάκης θα αναδείξει περισσότερα από τα στελέχη της δικής του τεχνοκρατικής και νεοφιλελεύθερης αντίληψης, ενισχύοντας και τον προσωποπαγή μηχανισμό του στο κόμμα, σε βάρος κυρίως των καραμανλικών που δείχνουν να είναι σε υποχώρηση αλλά και των σαμαρικών, παρότι βέβαια ο Αντώνης Σαμαράς –που δεν είναι Κώστας Καραμανλής– θα κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τους δικούς του ανθρώπους.