Δίχως ίχνος αυτοκριτικής ο Κυριάκος Μητσοτάκης, άφησε την απορία αν ζούμε στην ίδια χώρα

Δίχως ίχνος αυτοκριτικής ο Κυριάκος Μητσοτάκης, άφησε την απορία αν ζούμε στην ίδια χώρα

Δίχως ίχνος αυτοκριτικής για τις πολλές γκάφες και αστοχίες της κυβέρνησης το τελευταίο διάστημα, αλλά και δίχως κάποια θετική είδηση για τα κρίσιμα πεδία της πανδημίας, της οικονομίας και των ελληνοτουρκικών εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρώτη του συνέντευξη για τη νέα χρονιά.

Εν ολίγοις ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «όλα είναι καλά» αφήνοντας στο τέλος της απορία για το εάν… έχει συναίσθηση των καταστάσεων που επικρατούν στην χώρα.

Με τηλεοπτική άνεση και την αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού που είναι στο απυρόβλητο από την κριτική των Μέσων Ενημέρωσης, επιχείρησε απλώς να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις των τελευταίων εβδομάδων από τις όχι λίγες αστοχίες της κυβέρνησής του, να «μαζέψει» το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία -στον βαθμό που διαμορφώνεται εκτός των ενσωματωμένων ΜΜΕ – και να εμφανιστεί αισιόδοξος για το προσεχές και απώτερο μέλλον.

Ουσιαστικά, επιχείρησε να βάλει τέλος στην αρνητική επικαιρότητα και στην αντίστοιχη πολιτική φθορά, ρίχνοντας το ειδικό πολιτικό του βάρος καθώς θεωρεί ότι παρά την κρίτικη (πχ για την ανέμελη βόλτα στην Πάρνηθα ή το “τσαλάκωμα” από τη Εκκλησία), η προσωπική του εικόνα αντέχει. Στο πλαίσιο αυτό υποβάθμισε, με την βοήθεια και των ερωτήσεων, τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης και επικέντρωσε στην επιχείρηση εμβολιασμού σε μία σαφή προσπάθεια να δημιουργήσει προσδοκία στους «συμπολίτες του» και ακολούθως να στηρίξει το πρόταγμα της κυβέρνησης ότι «με το τέλος της πανδημίας η χώρα θα μπει σε φάση ανάκαμψης και ανάπτυξης». Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να ποντάρει επικοινωνιακά στην επιχείρηση εμβολιασμού για την αναστροφή του κλίματος που έχει επικρατήσει στην κοινωνία.

Αρωγό βέβαια θα έχει τα Μέσα Ενημέρωσης που θα επιχορηγηθούν για την καμπάνια του εμβολιασμού, θέμα για το οποίο πέταξε το μπαλάκι στον αρμόδιο υπουργό Βασίλη Κικίλια, προφανώς για να αποφύγει τις αιτιάσεις για παρεμβάσεις του Μαξίμου υπέρ των φιλικών Μέσων και τον αποκλεισμό όσων δεν τον δοξάζουν.

Στο πλαίσιο αυτό περισσότερα ήταν τα πεδία στα οποία δεν θέλησε να μπει ο πρωθυπουργός ή άγγιξε επιδερμικά για να πει «όλα καλά». Επέμεινε ότι ήταν σωστή η απόφαση της κυβέρνησης για τον εορτασμό στην Θεσσαλονίκη αφού «δεν υπήρξε εισήγηση της Επιτροπής αλλά μόνο κάποιων λοιμωξιολόγων», αλλά με τα ίδια δεδομένα πάλι την ίδια απόφαση θα έπαιρνε. Επανέλαβε πάντως ότι «εκ των υστέρων θα την έκλεινα». Η αρνηση της Εκκλησίας να ακολουθήσει τις απαγορεύσεις καθώς και το ότι η κυβέρνηση δεν την επέβαλε υποβαθμίστηκε σε «θέμα στο οποίο υπήρξε διαφωνία».  Το μήνυμα ήταν σαφές, δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης η όποια σύγκρουση με την Εκκλησία. Έτσι την άφησε εκτός και της ατομικής ευθύνης που αφορά όλους τους άλλους αλλά όχι την Ιεραρχία και τους πιστούς.

Δίχως σοβαρό αντίλογο αντιπαρήλθε εύκολα και τις αιτιάσεις για τη μη στήριξη του συστήματος Υγείας, για τις παλινωδίες στην Παιδεία και στο άνοιγμα επιμέρους κλάδων της οικονομίας. Δεν πήρε θέση αφού δεν ρωτήθηκε για τους θανάτους από κορονοϊό εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και για το θέμα της ευθύνης των γιατρών που καταλόγισε ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Υγείας στους γιατρούς. Αλλά και για τα προβλήματα με τους εμβολιασμούς δεν ρωτήθηκε και φυσικά δεν απάντησε.

Ο πρωθυπουργός δεν είχε είδηση να δώσει ούτε για την οικονομία και τους κλάδους που πλήττονται πέρα από το ότι «η κυβέρνηση θα είναι δίπλα τους».

Παρομοίως και για τα ελληνοτουρκικά όπου δεν περιέγραψε κόκκινες γραμμές όταν ρωτήθηκε για το αν θα αποχωρήσει από ελληνοτουρκικό διάλογο που η άλλη πλευρά θα βάλλει θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών. Περιορίστηκε να πει ότι «καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα συζητούσε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας…Έχω την διάθεση και την επιθυμία να βρούμε πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς -την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών – με την Τουρκία». Πάντως επίσης δεν ρωτήθηκε για τις αντιφάσεις του κόμματός του ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση σε σχέση με την επέκταση των χωρικών υδάτων μόνο στο Ιόνιο.

Όσον αφορά το πολιτικό στίγμα της ΝΔ, σε σχέση με τον ανασχηματισμό δεν αρνήθηκε ότι σηματοδοτεί στροφή προς τα δεξιά, την περιέγραψε ως την μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη που ενσωματώνει στελέχη με πολλές αφετηρίες, αλλά που είναι κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό κέντρο και εκφράζει πολλούς συμπολίτες χωρίς ιδιαίτερες ιδεολογικές αναφορές.

Για τις εκλογές είπε ότι πρόθεσή του είναι να εξαντλήσει την τετραετία καθώς όπως ανέφερε «τι να διεκδικήσω; η κυβέρνηση απολαμβάνει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και οι πολίτες της πιστώνουν την επιτυχή αντιμετώπιση των κρίσεων».

Documento Newsletter