Αντί για το «αμερικανικό όνειρο», ο εφιάλτης επέστρεψε στις ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς επαληθεύτηκαν οι φόβοι που ξύπνησαν τον Νοέμβριο του 2022, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024. Ο 78άχρονος θα γίνει και επίσημα ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ύστερα από μια ιστορική αναμέτρηση που διεξάχθηκε σε τεταμένο κλίμα και σε μια περίοδο έντονου πολιτικού διχασμού, με το διακύβευμα να είναι δύο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις τρόπου ζωής.
Οι εν λόγω εκλογές είχαν πρωταγωνιστές έναν εν ενεργεία πρόεδρο που έκανε πίσω, έναν πρώην πρόεδρο που επέστρεψε στην εξουσία πιο ισχυρός από ποτέ και μια υποψήφια που εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή αλλά δεν κατόρθωσε να αποτελέσει ανάχωμα στον τυφώνα Τραμπ. Παράλληλα, σημαδεύτηκαν από δύο απόπειρες δολοφονίας σε βάρος υποψήφιου προέδρου και την παρέμβαση του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, του Ιλον Μασκ.
Ετσι, ένας καταδικασμένος εγκληματίας που έχει κριθεί υπεύθυνος για σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος θεωρείται σκιώδης ενορχηστρωτής της αιματηρής εισβολής των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 (μετεκλογικά πάγωσαν οι κατηγορίες εναντίον του για απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος μετά την ήττα του στις εκλογές του 2020), θα επιστρέψει παντοδύναμος στην πιο ισχυρή πολιτική θέση στον κόσμο. Εχοντας κερδίσει λαϊκή ψήφο, εκλέκτορες, Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, δύσκολα θα συναντήσει εμπόδια για να εφαρμόσει τα θέλω του.
Ηλεκτρισμένο το κλίμα
Το εκλογικό αποτέλεσμα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή της Αμερικής. Τόσο οι ψηφοφόροι Τραμπ όσο και οι ψηφοφόροι Χάρις αισθάνονταν «φοβισμένοι» από το ενδεχόμενο επικράτησης του αντίθετου στρατοπέδου, ενώ αυτοί που ήταν διατεθειμένοι
Η επιθετική ρητορική του Τραμπ προς όσους τον αμφισβητούν παραπέμπει σε κυνήγι μαγισσών, ενώ έχει απειλήσει ακόμη και με επέμβαση του στρατού να ακούσουν και τις δυο πλευρές είναι ελάχιστοι. Αυτό καταδεικνύει ότι η ατμόσφαιρα θα είναι πολωμένη για καιρό, καθώς ακόμη και αυτοί που ψήφισαν τον Τραμπ είχαν διαφορετικές αντιλήψεις από αυτές που εξέφρασε η ατζέντα του προεκλογικά, επί παραδείγματι για τις αμβλώσεις. Ενδεικτικό στοιχείο της διάθεσης των Αμερικανών είναι ότι τα τρία τέταρτα των ψηφοφόρων που δήλωσαν ότι η δημοκρατία στις ΗΠΑ «απειλείται» μοίρασαν εξίσου την ψήφο μεταξύ Τραμπ και Χάρις.
Ο πλέον γνωστός εκπρόσωπος της κριτικής απέναντι στη woke ατζέντα και στις πράσινες συμφωνίες έχει υποσχεθεί ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της αμερικανικής κοινωνίας. Εχει δεσμευτεί μεταξύ άλλων για τη δημιουργία ενός νέου φορέα που θα πιστοποιεί μόνο τους εκπαιδευτικούς «που ασπάζονται πατριωτικές αξίες», την αποκατάσταση του «νόμου και της τάξης» αναπτύσσοντας ομοσπονδιακά στρατεύματα, τη μεγαλύτερη απέλαση μεταναστών στην ιστορία των ΗΠΑ, αναδιαμόρφωση των ομοσπονδιακών υπηρεσιών υγείας καθώς και για σαρωτικούς δασμούς στις εισαγωγές.
Η ακραία ρητορική του ενισχύει το κλίμα του διχασμού, ιδιαίτερα όταν στρέφεται εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», φράση που χρησιμοποιεί ο Τραμπ για όσους θεωρεί ότι βλάπτουν εκ των έσω τη χώρα του (και τον ίδιο), παραπέμποντας σε κυνήγι μαγισσών και απειλώντας ακόμη και με επέμβαση του στρατού. Για τον τραμπισμό «εχθροί» είναι όλοι όσοι «προωθούν» ή ενστερνίζονται τη woke ατζέντα, οι μετανάστες, συνολικά οι διαφορετικοί. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και μετά τη νίκη του δεν φάνηκε να αλλάζει ρητορική.
«Θα κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά» υποσχέθηκε ο Τραμπ στην πανηγυρική ομιλία του. Προεξόφλησε πως έρχεται η «χρυσή εποχή» των ΗΠΑ και άφησε αιχμές για τα ΜΜΕ υποστηρίζοντας ότι δεν τον στήριξαν. Ισχυρίστηκε ακόμη πως «θα βοηθήσουμε τη χώρα μας να θεραπευτεί», γιατί «χρειάζεται βοήθεια», ενώ δεν παρέλειψε να στείλει αντιμεταναστευτικά μηνύματα λέγοντας: «Θα διορθώσουμε τα προβλήματά μας στα σύνορα».
Πράγματι, η ολοένα αυξανόμενη αποδυνάμωση της ισχυρότερης χώρας του κόσμου είναι ακόμη περισσότερο εμφανής σε σχέση με την περασμένη οκταετία, όταν ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος βρέθηκε πρώτη φορά στο τιμόνι. Το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη προεδρική θητεία του ο 78άχρονος Τραμπ πήρε πάλι τα κλειδιά του Λευκού Οίκου αποτελεί μεν δικό του κατόρθωμα, αλλά ακόμη περισσότερο οφείλεται στη
Η κρίση αποτυπώνεται στη διεθνή σκηνή με την ισχυροποίηση ανταγωνιστών (Κίνα, BRICS+ κ.λπ.) καθώς και με την αδυναμία της Ουάσινγκτον να επιβάλει την ισχύ της σε ανοιχτά μέτωπα (Αφγανιστάν, Ουκρανία. Μέση Ανατολή). Στο εσωτερικό της χώρας η υποψηφιότητα του Τραμπ συνέπεσε με μια περίοδο κατά την οποία οι Αμερικανοί είναι αγανακτισμένοι από τις υψηλές τιμές και, σε μικρότερο βαθμό, από τους μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στις ΗΠΑ από τα σύνορα με το Μεξικό. Η εκμετάλλευση αυτής της δυσαρέσκειας άνοιξε τον δρόμο στον Τραμπ προς την εξουσία.
Το μεγάλο στραβοπάτημα
Οι Δημοκρατικοί θεώρησαν ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν άλλη μια τετραετία βασισμένοι στη «δεδομένη» στήριξη των μειονοτήτων, τη γυναικεία ψήφο (λόγω του κρίσιμου θέματος της άμβλωσης) και την καλλιέργεια του κλίματος φόβου απέναντι στον Τραμπ, προβάλλοντάς τον ως απειλή για τη δημοκρατία.
Για ορισμένους αναλυτές για την πολιτική συντριβή των Δημοκρατικών ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος που η Κάμαλα Χάρις εγκλωβίστηκε στην πολιτική σκιά του Τζο Μπάιντεν και η αδυναμία της να χαράξει έγκαιρα, έστω και σε αυτό το περιορισμένο χρονικό περιθώριο, τη δική της ξεχωριστή πορεία. Ο στόχος ήταν να εμφανιστεί ως κάτι καινούργιο, πράγμα που αποτελούσε πρόκληση για κάποια που ασκούσε –και ασκεί– χρέη αντιπροέδρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο γιατί οι πολίτες γύρισαν την πλάτη στην Κάμαλα Χάρις είναι ότι όταν η Σάνι Χόστιν στο «The View» τη ρώτησε αν υπάρχει κάτι που θα είχε κάνει διαφορετικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια από τον πρόεδρο Μπάιντεν, η 60χρονη αντιπρόεδρος απάντησε: «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να σκεφτώ». Ακόμη και η ίδια συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή ότι ήταν λάθος και επιχείρησε να το διορθώσει στη συνέχεια, λέγοντας πως «θα έβαζε και έναν Ρεπουμπλικάνο στην κυβέρνησή της».
Το αποτέλεσμα, σε μια χώρα που φώναζε απεγνωσμένα για αλλαγή, ήταν μια υποψήφια η οποία σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι καλούνταν να αποφασίσουν για το μέλλον τους, επέλεξε να υποβαθμίσει την αλλαγή που ήξερε ότι έπρεπε να εκπροσωπεί. Ητοι δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση όχι μόνο να «κερδίσει» καινούργιες κατηγορίες ψηφοφόρων, αλλά ούτε καν να κρατήσει τα κεκτημένα των Δημοκρατικών από τις περασμένες εκλογές. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι η Χάρις το 2024 έλαβε περίπου 14 εκατ. λιγότερες ψήφους από τον Μπάιντεν το 2020.
Βέβαια, στον αντίποδα, ο Τραμπ διατήρησε άρρηκτη τη σχέση με τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής του βάσης, δηλαδή τους λευκούς άντρες, τους κατοίκους της υπαίθρου και κυρίως τους ανθρώπους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Ο «κωλοτούμπας» αντιπρόεδρος
Στον απόηχο της σαρωτικής νίκης του Τραμπ, το νούμερο δύο του νέου προέδρου, αυτός δηλαδή που θα τον επηρεάζει περισσότερο από όλους, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, θεωρείται μεγάλος νικητής των εκλογών. Για τους πολιτικούς αναλυτές ο πραγματικός στόχος του Βανς είναι η θέση του πλανητάρχη και ο ίδιος κατάφερε να φτάσει ένα βήμα πριν από τον στόχο του.
Τι έλεγε το 2016
Μάλιστα στην προεκλογική περίοδο του 2016 ανήκε στους πιο ηχηρούς επικριτές του μεγιστάνα και ήταν αυτός που δημιούργησε το κίνημα #NeverTrump (ποτέ Τραμπ). «Δεν ήμουν και δεν θα γίνω ποτέ άνθρωπος του Τραμπ. Ποτέ δεν τον συμπάθησα» έλεγε το μακρινό 2016.
Ο Βανς είχε ακόμη εκφράσει ανησυχίες ότι το στιλ της ηγεσίας του Τραμπ μπορεί να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Είχε πει πως φοβόταν ότι η παραβίαση των κανόνων και η συγκρουσιακή προσέγγιση προς τα media, τα δικαστήρια και η πολιτική αντιπολίτευση διαβρώνουν τους ελέγχους και τις ισορροπίες που είναι θεμελιώδεις για την αμερικανική δημοκρατία.
Ξεκινώντας την πολιτική του «κωλοτούμπα», ως πρώτο βήμα έσβησε ό,τι είχε γράψει στα social media εναντίον του Τραμπ και στη συνέχεια άρχισε να ψηφίζει στη Γερουσία σύμφωνα με τα συμφέροντα του μέχρι πρότινος εχθρού του. Επειτα υποστήριξε ότι ήταν «λάθος του» να ασκήσει κριτική στον Τραμπ, τον οποίο αποκάλε
Εκλέχτηκε γερουσιαστής μόλις το 2022 και μάλιστα ήταν ο πρώτος που κέρδισε τη θέση χωρίς καμία προηγούμενη πολιτική προϋπηρεσία σε «εκπληκτικό πρόεδρο». Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο Βανς έκανε όλη αυτήν τη δουλειά για να κερδίσει την έγκριση του Τραμπ και έτσι να μπορεί μια μέρα να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ.
Ο Βανς εκλέχτηκε γερουσιαστής μόλις το 2022 και μάλιστα ήταν ο πρώτος γερουσιαστής στο Οχάιο χωρίς καμία προηγούμενη πολιτική προϋπηρεσία. «Δεν θα είχα κερδίσει την κούρσα για τη Γερουσία του Οχάιο το 2022 χωρίς την υποστήριξη του Τραμπ» είχε δηλώσει ευχαριστώντας τον.
Ο «συνάδελφος» λαϊκιστής
Ο Τραμπ επιλέγοντας τον αντιπρόεδρό του απέρριψε τις συμβουλές εκείνων που τον προέτρεπαν να διευρύνει την απήχηση του ρεπουμπλικάνικου ψηφοδελτίου επιλέγοντας, για παράδειγμα, την πρώην πρέσβειρα του ΟΗΕ Νίκι Χέιλι, βασική ιδεολογική αντίπαλό του εντός του κόμματος, και διάλεξε τον Βανς, στο πρόσωπο του οποίου είδε ένα «συνάδελφο» λαϊκιστή και εξίσου προκλητικό.
Κληθείς να σχολιάσει την επιλογή του Βανς, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε δηλώσει ότι δεν βλέπει καμία διαφορά μεταξύ εκείνου και του μεγιστάνα και χαρακτήρισε τον Ρεπουμπλικάνο πολιτικό «κλώνο του Τραμπ».
Στην εξωτερική πολιτική είναι υπέρ του ΝΑΤΟ αλλά με μετατόπιση της πολιτικής προς την Ασία, ηχηρός επικριτής της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και ένθερμος υποστηρικτής της χρηματοδότησης του Ισραήλ.
Οι ανοιχτές ποινικές υποθέσεις του Τραμπ
Καθώς ο Τραμπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο πανίσχυρος, έχοντας σαρώσει σε επτά αμφίρροπες πολιτείες, με το Κογκρέσο με το μέρος του και ενώ έχει ήδη αφήσει μια θεσμικά βαθιά προβληματική παρακαταθήκη από την τελευταία του θητεία, προκύπτει το ερώτημα τι επίκειται όσον αφορά τις νομικές υποθέσεις του. Το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο της Γερουσίας σημαίνει επί της ουσίας ότι ο Τραμπ θα μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή μεγάλο μέρος της ατζέντας του χωρίς εμπόδια. Την ίδια ώρα το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα ισχυροποιεί τη θέση του στην Ουάσινγκτον αλλά και στις διαδικασίες εκλογής του υπουργικού συμβουλίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αν χρειαστεί, στο οποίο πριν από το 2020 ο Τραμπ είχε προλάβει να διορίσει δικούς του ανθρώπους, στρεβλώνοντας τις θεσμικές ισορροπίες, κάτι που οδήγησε και στην ανατροπή της υπόθεσης Ρόου εναντίον Γουέιντ για τις αμβλώσεις. Η συγκέντρωση των εξουσιών σε συνδυασμό με την κατάργηση ανεξάρτητων αρχών και η αντικατάσταση χιλιάδων ομοσπονδιακών εργαζόμενων με πρόσωπα που θα υπηρετήσουν τις «παραδοσιακές αμερικανικές αξίες» θα βρεθούν ψηλά στην ατζέντα του Τραμπ μόλις αναλάβει καθήκοντα. Ο ίδιος έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι ως πρόεδρος των ΗΠΑ θα προχωρήσει γρήγορα στην παύση τριών ομοσπονδιακών διώξεων (πλην αυτής για την προσπάθεια ανατροπής των εκλογών) καθώς θα έχει την απόλυτη εξουσία επί του υπουργείου Δικαιοσύνης. Μολονότι το αμερικανικό σύνταγμα δεν του επιτρέπει να διατάξει τους εισαγγελείς να αποσύρουν τις υποθέσεις, θα μπορούσε να επιχειρήσει να τις καθυστερήσει επ’ αόριστον.
Διαβάστε επίσης