Διπλωματία των φύλαρχων

Ο Μητσοτάκης επιχειρεί να αναπληρώσει το έλλειμμά του με μιντιακά λιβανιστήρια

Η διεθνής διπλωματία είναι ένα κουπάκι με ζελέ. Η φράση ανήκει στον Τζον Κένεντι και αποδίδει πλήρως την ευμεταβλητότητα της διπλωματίας. Το ζητούμενο φυσικά είναι ποιος θα κόψει με το κουτάλι το ζελέ πετυχαίνοντας και το μερτικό του αλλά και να γείρει η ευμετάβλητη μάζα προς το μέρος που θέλει. 

Με αυτή την οπτική Κένεντι (δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να τον συγκρίνει με τον Μητσοτάκη), η επίσκεψη του Λίβυου στρατηγού Χαφτάρ στην Αθήνα ήταν μια προσπάθεια της Ελλάδας να βάλει το κουτάλι της στο κουπάκι. Οπως όμως συμβαίνει στη ζωή, έτσι και στη διπλωματία μια πρωτοβουλία που μπορεί να σε καταστήσει καθοριστικό παίκτη, αν γίνει άκαιρα μπορεί να σε μετατρέψει σε παρία και γραφικό. Δηλαδή έχει σημασία να γνωρίζεις αν την ώρα που επιχειρείς να βάλεις το κουτάλι, κάποιος έχει ήδη βάλει το κάλυμμα ή, ακόμη χειρότερα, έχει φάει το ζελέ. 

Αρχικά άνθρωπος του Μουαμάρ Καντάφι, ο στρατηγός Χαλίφα Χαφτάρ (έχει εκπαιδευτεί στη Σοβιετική Ενωση) αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο Τσαντ – Λιβύης και απελευθερώθηκε από Αμερικανούς έπειτα από μια ανεξήγητη επιχείρηση. Κατέφυγε στις ΗΠΑ και υπήρξε από τα στελέχη της αντιπολίτευσης στον Καντάφι στο εξωτερικό. Συμμετείχε στην ανατροπή του Καντάφι αλλά δεν πήρε κάποιο ρόλο στη νέα κατάσταση, μέχρι που αποφάσισε πρόσφατα να στραφεί με τα στρατεύματά του ενάντια στην αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Φαγέζ αλ Σάραζ και να καταλάβει σχεδόν το 80% της Λιβύης. 

Τον υποστηρίζουν οι Ρώσοι, οι Αιγύπτιοι και κάποιες αραβικές χώρες σε έναν εμφύλιο όπου η άλλη πλευρά έχει επισήμως τη στήριξη του Ερντογάν. Η Ελλάδα επισήμως αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Τρίπολης αλλά επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ξεκίνησε επίσημες, εμφανείς επαφές με τον Χαφτάρ, ειδικά μετά την απόφαση της κυβέρνησης της Λιβύης να υπογράψει μνημόνιο με την Τουρκία το οποίο απειλεί ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. 

Είναι επιτρεπτή αυτή η σχιζοφρενική ελληνική στάση «και με τον χωροφύλακα και με τον αστυφύλακα»; Δεν είναι ασυνήθιστη στη διπλωματία, αρκεί να εντάσσεται σε μια στρατηγική. 

Είναι άγνωστο τι θα επιτευχθεί με την επίσκεψη του Χαφτάρ στην Αθήνα, αλλά έχει σημασία ότι η εσπευσμένη πρόσκλησή του δηλώνει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ολες οι κυβερνήσεις κάνουν διπλωματία και με φύλαρχους και με κατσαπλιάδες ακόμη, αλλά μέσα από διαδρομές που συνήθως δεν ανιχνεύονται. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως επί δεκαετίες τον Οτσαλάν, αλλά δεν συναντήθηκαν μαζί του Ελληνες πρωθυπουργοί. Ο Μητσοτάκης επιχειρεί να μπει στο «κάδρο» του λιβυκού προβλήματος αμέσως μετά τον σχεδόν ατιμωτικό αποκλεισμό του από τη σύνοδο του Βερολίνου. Προσπαθεί να ανοίξει την πίσω πόρτα στο περίκλειστο σπίτι της διπλωματίας μέσα από το μήνυμα ότι είναι συνομιλητής του Χαφτάρ και τον επηρεάζει. Αυτό όμως αποτελεί δήλωση απόγνωσης. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου και ο Χαφτάρ δεν είναι ούτε Καντάφι ούτε Αραφάτ για να επαναληφθεί το σκηνικό του διπλωματικού μπαϊπάς προηγούμενων δεκαετιών. Και φυσικά δεν είναι Τσίπρας, ο οποίος το τελευταίο διάστημα έχει κάθε δικαίωμα να συγκρίνει τη δική του εικόνα δίπλα σε Αμερικανούς προέδρους ή σε διεθνείς διασκέψεις με αυτήν του Μητσοτάκη και να μειδιά. Ως κίνηση ανάγκης και υψηλού ρίσκου, ο Μητσοτάκης ποντάρει στον Λίβυο πολέμαρχο ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ο επόμενος ηγέτης της Λιβύης. 

Ο τωρινός Ελληνας πρωθυπουργός, όμως, δεν έχει ηττηθεί μόνο προσωπικά, αλλά σπρώχνει και τη χώρα σε ήττα. Δέχτηκε τον εξευτελισμό του μέσα στον Λευκό Οίκο ενώ ήδη είχε παραχωρήσει όσα δεν του ζήτησε κανείς (F-35, δίκτυο 5G) ελπίζοντας σε συμπάθεια και στήριξη που δεν ήρθαν. Αυτοεξευτελίστηκε στο θέμα του προσφυγικού φτάνοντας σε σημείο να επανασυστήσει το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής που είχε καταργήσει μετατρέποντας το προσφυγικό σε θέμα του αστυνομικού δελτίου. Ανέχτηκε την παράνομη συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας χωρίς να προβεί σε κάποιο μέτρο ή απειλή βέτο. Επιχείρησε μάλιστα με γελοίο τρόπο να εμφανίσει τον Ερντογάν ως απομονωμένο και διπλωματικά ηττημένο (όλοι θυμούνται τη φράση του πρωθυπουργού μετά τη συνάντηση με τον Ερντογάν ότι είχε απέναντί του έναν άνθρωπο που είχε δεχτεί διπλωματική ήττα). Εζησε τον παραγκωνισμό του από τη διάσκεψη του Βερολίνου χωρίς να αντιδράσει ή να απειλήσει με βέτο όπως είχε κάνει στην προηγούμενη διάσκεψη ο Νίκος Κοτζιάς. Η σκληρή πραγματικότητα συγκρούεται με το φαντασιακό του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιχειρεί να αναπληρώσει το έλλειμμά του με μιντιακά λιβανιστήρια και τηλεοπτικές επιτυχίες σε μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις. 

Η άφιξη του Χαφτάρ στην Αθήνα και ο τόνος που δόθηκε είναι η απόδειξη και η ομολογία του αδιεξόδου μιας εξωτερικής πολιτικής χωρίς στρατηγική. Η χώρα δεν εξαρτάται από την εξωτερική της πολιτική αλλά από τις διεθνείς καραμπόλες. Ο Μητσοτάκης ευελπιστεί ότι θα διασωθεί μέσα από την καλή τύχη του Λίβυου στρατηγού, συνεχίζει ωστόσο όποτε αποτυγχάνει πολιτικά να θεωρεί ότι χρειάζεται μεγαλύτερη δόση επικοινωνίας για να πείσει τον κόσμο ότι έχει δίκιο. Κάποια στιγμή όμως υπάρχει και αυτός ο κόμπος που φτάνει στο χτένι και μπορεί να το σπάσει κιόλας. Ναι, στην εξωτερική πολιτική επιτρέπεται και η χρήση φύλαρχων για να επιτευχθούν οι στόχοι σου. Πράγμα που είναι διαφορετικό, ωστόσο, από την εξωτερική πολιτική φύλαρχων ή την εξωτερική πολιτική για φύλαρχους. Μια χαρά τα πήγε ο Μητσοτάκης με τον φύλαρχο Χαφτάρ, με τον Τραμπ και τη Μέρκελ είναι το πρόβλημα. 

ΥΓ.: Υπάρχουν δύο αδιαμφισβήτητα δεδομένα: 

1. Ο Ερντογάν μπαίνει συνεχώς στο προσκήνιο και αναβαθμίζει τον ρόλο του ως διεθνούς παίκτη. Το κάνει μάλιστα με στόχο και στρατηγική. 

2. Η κυβέρνηση κινήθηκε επιπόλαια στην αντιμετώπισή του, με το αφήγημα του απομονωμένου Ερντογάν. 

Σε κάθε ελληνική ήττα η κυβέρνηση είχε ένα επιχείρημα περί «αχρείαστου». Τα στελέχη της ΝΔ δήλωναν πως δεν χρειάζεται η χώρα μας να εκπροσωπείται στη διάσκεψη για τη Λιβύη στο Βερολίνο. Λίγο αργότερα ανακάλυψαν την ανάγκη να παραστούμε, αποδίδοντας ευθύνες για την αποτυχία πότε στον Δένδια και πότε στη Μέρκελ.