Η αλήθεια είναι πικρή, είναι οδυνηρή, αλλά πρέπει να λέγεται, για να μας πονά και να μας αφυπνίζει. Κάποτε -και συγκεκριμένα τον 19ο αιώνα- η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία ήταν δίδυμες αδελφές. Τον 20ό αιώνα έγιναν ξαδέλφες και τον 21ο αιώνα κατέληξαν μακρινοί συγγενείς. Η φιλαναγνωσία και η αναγνωστική κουλτούρα ακολουθούν φθίνουσα πορεία εδώ και δεκαετίες. Αυτό μοιραία αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα και το βάθος του λόγου που εκφέρεται δημοσίως. Τέτοιος είναι ο πολιτικός, αλλά και ο δημοσιογραφικός λόγος που βρίσκεται στο θεματικό επίκεντρο της σημερινής εκδήλωσης.
Φθίνει ο δημοσιογραφικός λόγος διότι φθίνει και το κλασικό- γλαφυρό ρεπορτάζ από την καρδιά των γεγονότων, από τον τόπο που αυτά εκτυλίσσονται. Ο δημοσιογραφικός λόγος χάνει το θάμβος και το κάλλος του διότι τυποποιείται και επαναλαμβάνεται. Η εξατομικευμένη γραφή, το προσωπικό ύφος και στυλ, αν δεν λανθάνουν, σπανίζουν.
Ο έντυπος δημοσιογραφικός λόγος βέβαια βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι βρίσκεται ο ηλεκτρονικός και ο διαδικτυακός δημοσιογραφικός λόγος. Αλλά αυτό ουδόλως διασκεδάζει τα πράγματα, που παραμένουν ανησυχητικά ως προς τη συνολική εικόνα. Τα εκφραστικά μέσα της δημοσιογραφικής κοινότητας πένονται. Το λεξιλόγιο συρρικνώνεται, οι φράσεις κλισέ και τα στερεότυπα ηγεμονεύουν, οι αγγλισμοί πληθαίνουν, η σύνταξη και η γραμματική δεινοπαθούν. Βέβαια, πολλά από τα πιο πάνω αρνητικά φαινόμενα αποτελούν απόρροια και της φθίνουσας πορείας του δημόσιου σχολείου. Οι γλωσσικές αδυναμίες έχουν εγγενείς αιτίες από την παιδική και εφηβική ηλικία στη δημόσια παιδεία.
Η γλωσσική επάρκεια, η εκφραστική πληρότητα, μόνο μέσα από συνεχές, επίμονο, προσεκτικό και συστηματικό διάβασμα λογοτεχνικών έργων μπορούν να επέλθουν. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Η προσφυγή στη λογοτεχνία, κλασική και σύγχρονη, είναι σωσίβια λέμβος και για τη δημοσιογραφία και την ποιότητα του λόγου που εκφέρει.
Ένα λεξιλόγιο της τάξης των 500-1.000 λέξεων είναι επαρκές για να εκφραστεί κανείς στην ομήγυρή του, στην παρέα του στην καφετέρια ή στην μπιραρία, σε ένα chat στο internet, για να το πω αγγλιστί. Το ίδιο λεξιλόγιο όμως είναι κραυγαλέα ελλιπές για ν’ απευθυνθεί κανείς στο ευρύ κοινό, όπως κάνουν οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και γενικά όλοι όσοι εκφέρουν δημόσιο λόγο.
Η φτώχεια στην έκφραση οδηγεί μοιραία και σε φτώχεια στη σκέψη, σε φτώχεια στη γνώση. Μόνο τα γλωσσικά εργαλεία αναπτύσσουν τη σκέψη και οδηγούν σε γνωσεολογικά εφόδια. Στις μέρες μας, δυστυχώς, συνεπικουρούντων και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, δεν παρατηρούνται απλώς φαινόμενα γλωσσικής πενίας, απαντώνται φαινόμενα γλωσσικής μιζέριας.
Η απάντηση σε όλα είναι το διάβασμα. Μην σταματήσετε ποτέ να επιδίδεστε σε αυτό το εκπολιτιστικό, ευγενές άθλημα. Μηδενός εξαιρουμένου, όλοι έχουμε χρέος να καλλιεργούμε αενάως τη γλωσσική μας υποδομή. Αυτό είναι μια οφειλή στον εαυτό μας, αλλά και σε όσους μας διαβάζουν και μας παρακολουθούν. Πόσω δε μάλλον εμείς οι δημοσιογράφοι που απευθυνόμενοι σε όλο τον κόσμο έχουμε το προνόμιο να μιλούμε και να γράφουμε Ελληνικά. Και να μην ξεχνάμε πόσοι σπουδαίοι λογοτέχνες θήτευσαν παράλληλα, για δεκαετίες, και στη δημοσιογραφία. Αναφέρω ενδεικτικά δυο παραδείγματα από την Ελλάδα και δυο από την Κύπρο, Ιωάννης Κονδυλάκης, Κώστας Βάρναλης και Τεύκρος Ανθίας, Μάνος Κράλης, αντιστοίχως.
Κλείνω με τα λόγια του Ελύτη: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Μπορώ βέβαια να το πω και με τη δίκαιη πίκρα του Μόντη: «Μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι / σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά / όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».
*Ο Γιώργος Φράγκος είναι πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.
*Άρθρο από την παρέμβαση στη διάλεξη του Γ.Μπαμπινιώτη: «Δημοσιογραφικός λόγος: Ακαδημαϊκές και πρακτικές προσεγγίσεις» που διοργάνωσε το Γ.Τ.Π.
Πηγή: politis.com.cy