Εύκολα µπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η «αξιολόγηση» ως έννοια περιλαµβάνει θετικά στοιχεία. Αξιολογούµε µια διαδικασία, ένα έργο, ένα πρόγραµµα ή ένα πρόσωπο (π.χ. έναν διδασκόµενο ή έναν διδάσκοντα) για να εντοπίσουµε αδύνατα σηµεία, πλευρές που χρειάζονται βελτίωση ή ακόµη για να προσφέρουµε ώθηση/κίνητρο για καλυτέρευση. Είναι όµως µόνο έτσι;
Η αξιολόγηση αποτελεί συστατικό στοιχείο των κοινωνιών µας, αποδίδει σε αριθµητική κλίµακα (π.χ. βαθµολογία) ή µε αναφορά σε καταστάσεις (π.χ. προάγεσαι/απορρίπτεσαι), τίτλους σπουδών, επαγγελµατικά δικαιώµατα, αµοιβές, αλλά και «ποινές/µειώσεις». Υποστηρίζεται από τους θιασώτες της «αξιολόγησης» ότι αυτή συµβάλλει στην επικράτηση της «αξιοκρατίας». ∆ιδάσκοντες, διδασκόµενοι, σχολικές µονάδες, πανεπιστηµιακά τµήµατα και ιδρύµατα, προγράµµατα σπουδών «αξιολογούνται», ποσοτικοποιώντας σε αριθµητική κλίµακα την απόκρισή τους σε κριτήρια που τίθενται εξωτερικά από αυτά. Ακόµη, οι αξιολογούµενοι ελέγχονται συχνά από αξιολογητές που υστερούν έναντι των αξιολογούµενων στους δείκτες των κλιµάκων που χρησιµοποιούνται.
Η φερόµενη ως «αξιολόγηση» των προγραµµάτων σπουδών που διεξάγεται στα πανεπιστηµιακά τµήµατα αποτελεί «πιστοποίηση». Πιστοποίηση ενός προϊόντος, των πανεπιστηµιακών σπουδών σε µια συγκεκριµένη επιστήµη, σε ένα συγκεκριµένο πανεπιστηµιακό τµήµα. Η πιστοποίηση ενός προϊόντος σε παγκόσµια κλίµακα απαιτεί συγκεκριµένα τεχνικά χαρακτηριστικά, κατασκευή από κατάλληλο υλικό, δεδοµένες διαστάσεις και σχήµα, συγκεκριµένες ιδιότητες και ανοχές σε αυτές. Εχει τυποποιηµένες προδιαγραφές, καθορισµένο λειτουργικό ρόλο, οικονοµική αξία και τιµή προϊόντος. Εχουν τον ίδιο τεχνικό χαρακτήρα η µόρφωση και η εκπαίδευση των νέων επιστηµόνων; Πρέπει να αντιµετωπίζονται οι νέοι επιστήµονες ως υποκείµενα/προϊόντα υπηρεσιών εκπαίδευσης που υπόκεινται στους νόµους της αγοράς; ∆ιευρύνει ή περιορίζει τους ορίζοντες των νέων επιστηµόνων, που θα κληθούν να επεκτείνουν τη γνώση των επιστηµών µε την έρευνά τους στο µέλλον, η τυποποίηση των προγραµµάτων σπουδών;
Στο πολιτικό και οικονοµικό πλαίσιο διεξαγωγής των πιστοποιήσεων οι επιτροπές «αξιολόγησης» (κατά κανόνα αποδεχόµενες νοµοτελειακά την παγκόσµια πολιτική του νεοφιλελευθερισµού) ασκούν κριτική και προτείνουν µεταβολές στα προγράµµατα σπουδών, όπως: εισαγωγή διδάκτρων στις προπτυχιακές σπουδές, στροφή του περιεχοµένου σπουδών από την επιστήµη και τις εφαρµογές της σε επαγγελµατικές ανάγκες πλευρών της αγοράς (µπορεί να υφίστανται ή να µην υφίστανται στην ελληνική οικονοµία), µείωση των ωρών διδασκαλίας των καθηγητών, µείωση των µαθηµάτων του προγράµµατος σπουδών και στροφή της ενασχόλησης των καθηγητών και γενικά του ακαδηµαϊκού προσωπικού σχεδόν αποκλειστικά στην προσέλκυση οικονοµικών πόρων. Η συµµόρφωση ή µη µε τις υποδείξεις και ο βαθµός ικανοποίησης των κριτηρίων, που διαφοροποιούνται από τµήµα σε τµήµα, θα οδηγήσουν σε κατηγοριοποίηση και διαβάθµιση των πτυχίων και των επαγγελµατικών δικαιωµάτων, σε µείωση των χρηµατοδοτήσεων από την πολιτεία και πιθανόν στην κατάργηση τµηµάτων και την παύση θεραπείας επιστηµών.
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές της «αξιολόγησης/πιστοποίησης» προώθησαν την εξοµοίωση των επαγγελµατικών δικαιωµάτων των αποφοίτων αδιαβάθµητων δοµών εκπαίδευσης (γνωστών ως «κολεγίων») µε αυτά των αποφοίτων των πανεπιστηµίων. Βέβαια, οι δοµές αυτές δεν «αξιολογούνται» από κανέναν, δεν υπόκεινται στον νόµο-πλαίσιο των πανεπιστηµίων και το εκπαιδευτικό προσωπικό τους είναι αγνώστου επιπέδου και δεν υφίσταται τις κρίσεις επιλογής και εξέλιξης των µελών ∆ΕΠ. Τόσο σε αυτές τις δοµές όσο και στα προαναγγελθέντα ξενόγλωσσα προγράµµατα σπουδών, µε δίδακτρα, για πολίτες της ΕΕ (βλέπε το αγγλόφωνο πρόγραµµα σπουδών του ΑΠΘ στην ιατρική) µοναδικό κριτήριο εισαγωγής είναι η δυνατότητα πληρωµής των διδάκτρων και δεν απαιτείται καµία άλλη «αξιολόγηση», π.χ. συµµετοχή στις πανελλήνιες εξετάσεις µε ή χωρίς την ελάχιστη βάση εισαγωγής ή ένας συγκεκριµένος βαθµός απολυτηρίου λυκείου.
Η ισχυρή αντίθεση που εµφανίζεται στην αντιµετώπιση της δηµόσιας εκπαίδευσης µε την αντίστοιχη ιδιωτική φέρνει στον νου την –επί «µνηµονιακής πολιτικής»– ρήση «δηµόσιες ζηµίες, ιδιωτικά κέρδη».
Ο Γεώργιος Χρ. Ψαρράς είναι καθηγητής στο τμήμα Επιστήμης των Υλικών του Πανεπιστημίου Πατρών και πρόεδρος του ΔΣ του Συλλόγου Μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών