Ο Μούτσης έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1968 με έναν κύκλο λαϊκών τραγουδιών. Η «ντιλανική» στροφή έφτασε στο απόγειό της με το «Ενέχυρο» (1983), ένα σχεδόν ροκ δίσκο, που έμοιαζε να εμπνέεται από το άλμπουμ «Desire» του Μπομπ Ντίλαν
Μια αναδρομή στη δισκογραφία ενός από τους πιο εμβληματικούς, πρωτοπόρους και ιδιοσυγκρασιακούς συνθέτες. Ο Δήμος Μούτσης αποτέλεσε μόνος ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής.
Η απώλεια του συνθέτη Δήμου Μούτση ρίχνει βαριά τη σκιά της στο ελληνικό τραγούδι. Αν και ο ίδιος ήταν ανενεργός καλλιτεχνικά εδώ και πολλά χρόνια, αφήνει τόσο σπουδαίο έργο, που τον κατατάσσει στις μεγάλες καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου μας για περισσότερο από μισό αιώνα. Επιπλέον ο Μούτσης αποτελεί και μια ολότελα ιδιοσυγκρασιακή, εξαιρέσιμη θα λέγαμε, προσωπικότητα, αλλάζοντας στιλ μες στα χρόνια, όπως δεν το είχε αποπειραθεί κανένας άλλος συνάδελφός του.
Τον συναντάμε πρώτη φορά στην Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο νεαρός τότε Μούτσης έπαιζε βιολί, ένα όργανο που το σπούδασε από τα παιδικά του χρόνια στο Ωδείο Αθηνών στην Πειραιώς. Λεπτομέρεια: η μορφή του βιολιστή Δήμου Μούτση απαθανατίστηκε στην κωμωδία «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959) του Νίκου Τσιφόρου, συνοδεύοντας μαζί με την υπόλοιπη ορχήστρα τη Γεωργία Βασιλειάδου στον «Κυρ Μέντιο», το τραγούδι του Τάκη Μωράκη. Εκείνα τα πρώιμα χρόνια της μουσικής του σταδιοδρομίας ο νεαρός Μούτσης συμμετέχει με το βιολί του σε σημαντικές ηχογραφήσεις, όπως στο σάουντρακ του Χατζιδάκι για την ταινία «America America» του Ελία Καζάν ή στις «Μπαλάντες», το πρώτο άλμπουμ του Γιώργου Ρωμανού υπό τη διεύθυνση του Χατζιδάκι.
Με Γκάτσο και Χατζιδάκι
Ωστόσο, ο άνθρωπος που άνοιξε τις πόρτες της δισκογραφίας στον Μούτση δεν ήταν ο Χατζιδάκις, αλλά ο Νίκος Γκάτσος. Η γνωριμία τους έγινε στον Μαγεμένο Αυλό και συνεχίστηκε με κατ’ ιδίαν ακροάσεις των μελωδιών του νέου συνθέτη που αναζητούσαν στίχους. Μπουχτισμένος από τη λογιότητα των ωδειακών σπουδών και επηρεασμένος σαφώς από τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο Μούτσης κάνει το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1968 με έναν κύκλο λαϊκών τραγουδιών, το «Κάποιο καλοκαίρι», σε στίχους του Γκάτσου, για τις φωνές του Σταμάτη Κόκοτα, της Μαρίας Δουράκη, της Ελένης Ροδά και του Γιώργου Χατζηαντωνίου.
Ο επόμενος δίσκος του, το «Ενα χαμόγελο» (1969), πάντα σε στίχους του Γκάτσου, έχει ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Κόκοτα, ενώ συστήνει στο κοινό τη 17χρονη Δήμητρα Γαλάνη με το «Κάποιο τρένο». Ο εν λόγω δίσκος περιείχε εμβληματικά λαϊκά τραγούδια, όπως το «Αύριο πάλι» και το «Μ’ ένα παράπονο» με τη φωνή του Μπιθικώτση, αν και το δεύτερο ταυτίστηκε περισσότερο με τον Μανώλη Μητσιά, ο οποίος το τραγούδησε στην ταινία «Ενας μάγκας στα σαλόνια» (1969) του Κώστα Καραγιάννη. Το 1970, ενόσω ο Μάνος Χατζιδάκις διέμενε στις ΗΠΑ, ο Μούτσης αναλαμβάνει την ενορχήστρωση και διεύθυνση του δίσκου «Επιστροφή» σε στίχους του Γκάτσου με ερμηνευτές τον Μπιθικώτση, τη Γαλάνη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το έργο κυκλοφόρησε και σε μια ορχηστρική τουριστική βερσιόν, γεγονός που μάλλον εξώθησε τον Χατζιδάκι να το αποκηρύξει με τον γυρισμό του από την Αμερική – το ίδιο, όμως, είχε κάνει και με το άλμπουμ «Της γης το χρυσάφι» (1972) σε ενορχήστρωση Γιάννη Σπανού, που και πάλι ο Χατζιδάκις δεν είχε καμιά ανάμειξη σε δικό του έργο.
Πρωτοπόρος στο λαϊκό
Με τον «Αγιο Φεβρουάριο» (1972) σε στίχους Μάνου Ελευθερίου για τις φωνές του Δημήτρη Μητροπάνου και της Πετρής Σαλπέα ο Μούτσης καταθέτει ένα αριστούργημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ο ίδιος πίστευε πως η επιτυχία του δίσκου οφειλόταν στο γνωστό επεισόδιο με τον Κοεμτζή μέσα στη χούντα, όταν ο τραγουδιστής του κέντρου αντικατέστησε τις «Βεργούλες» του Μάρκου, που του είχαν ζητήσει, με το «Ο χάρος βγήκε παγανιά» του Μούτση από τον «Αγιο Φεβρουάριο». Εμείς κρατάμε ότι ο δίσκος παραμένει κλασικός στο ελληνικό τραγούδι, ενώ ένας πιο «υποψιασμένος» ακροατής αντιλαμβάνεται τον ηχητικό πειραματισμό του Μούτση με τα συνθεσάιζερ – κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, ειδικά στο λαϊκό τραγούδι. Με τον επόμενο δίσκο, τον «Συνοικισμό Α» (1972) για τις φωνές της Βίκυς Μοσχολιού και του Αντώνη Καλογιάννη, ένα πολυσυλλεκτικό από στιχουργικής άποψης άλμπουμ, ο Μούτσης υπογράφει τις μεγάλες επιτυχίες της Μοσχολιού «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» και «Ετσι είν’ η ζωή». Επόμενο ήταν ο επόμενος δίσκος του, οι «Στροφές» (1973), να περιέχει τραγούδια αποκλειστικά για τη Μοσχολιού σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Πυθαγόρα κ.ά.
Στη μεταπολίτευση κυκλοφορούν οι «Μαρτυρίες» (1974), ένας ιδιαίτερος δίσκος σε στίχους των Μ. Ελευθερίου, Γιώργου Χρονά, Γ. Λογοθέτη κ.ά., με τραγούδια που είχαν λογοκριθεί από τη χούντα. Πρώτη συνεργασία του Μούτση με τον αδικοχαμένο ερμηνευτή Χρήστο Λεττονό, δίπλα στον Μανώλη Μητσιά και στη Βασιλική Λαβίνα, που θα συνεχιζόταν στη θρυλική «Τετραλογία» (1975) με μελοποιήσεις αυτήν τη φορά των Κ. Π. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσου. Με την «Τετραλογία» ο συνθέτης συστήνει στο κοινό την πρωτοεμφανιζόμενη Αλκηστη Πρωτοψάλτη δίπλα στον Μητσιά και τον Λεττονό, ενώ εντύπωση προξενούν οι πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις με το συνθεσάιζερ, στοιχείο το οποίο ο Μούτσης απέδιδε στις επιρροές του από το συγκρότημα των Pink Floyd που άκουγε πολύ εκείνη την περίοδο. Ακολουθούν η «Εργατική συμφωνία» (1976) με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, που προέκυψε από τη θεατρική «Απεργία» του Γιώργου Σκούρτη, ένα άλμπουμ πάνω στο μεταπολιτευτικό κλίμα και με πρωτοποριακή πάλι ενορχήστρωση, και το «Δρομολόγιο» (1979) για τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών που σηματοδότησε την επανασύνδεση του Μούτση με τον στιχουργό Νίκο Γκάτσο.
Και συνθέτης και ερμηνευτής
Με το «Φράγμα» (1981) σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη ο Μούτσης εισέρχεται στην επόμενη δεκαετία με ανανεωμένο συνθετικό προφίλ. Πλέον δεν είναι μόνο συνθέτης, μα και ερμηνευτής των τραγουδιών που γράφει, εν προκειμένω μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη και, φυσικά, τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο «Φράγμα» περιέχονται η μπαλάντα «Delenda est (Ερηνούλα μου)», ένα απ’ τα πιο προσωπικά τραγούδια του, που εξέφρασε μια στροφή «ντιλανικού» τύπου στην καλλιτεχνική περσόνα του αλλά και το αριστουργηματικό ζεϊμπέκικο «Δεν λες κουβέντα». Η ιστορία λέει πως όταν το τραγούδησε η Μπέλλου με την παραίνεση του Αλέκου Πατσιφά της Lyra πέρασε για καβγά από το σπίτι του Μούτση με τις παροιμιώδεις φράσεις: «Τι είν’ αυτό το κωλοτράγουδο που μου ’δωσες ρε; Μες την άρνηση είναι, συνέχεια “όχι” λέει»! Απείλησε μάλιστα έως και με ασφαλιστικά μέτρα τον Πατσιφά για να μην έβγαινε το τραγούδι, αγνοώντας ότι είχε προστεθεί στο ρεφρέν και η φωνή του συνθέτη. Λίγο μετά, όταν το κομμάτι παιζόταν πολύ από τα ραδιόφωνα, η θρυλική ρεμπέτισσα ξαναπέρασε απ’ του Μούτση μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια.
Η προαναφερόμενη «ντιλανική» στροφή έφτασε στο απόγειό της με το «Ενέχυρο» (1983), ένα σχεδόν ροκ δίσκο, που έμοιαζε να αντιγράφει κατά πόδας το «Desire», το πιο δημοφιλές στη χώρα μας άλμπουμ του Μπομπ Ντίλαν. Αν ο Ντίλαν, λόγου χάρη, εμπνεύστηκε στο συγκεκριμένο άλμπουμ του από τον παράνομο «Hurricane», ο Μούτσης ασχολήθηκε στο δικό του «Ενέχυρο» με τον γλύπτη Αντώνη Βακιρτζή («Αντώνης Β.») που είχε αυτοπυρποληθεί στα Εξάρχεια τον Σεπτέμβριο του 1981. Κι όπως στο «Desire» δέσποζε ο ήχος του βιολιού της Σκάρλετ Ριβέρα, στο «Ενέχυρο» βιολί δεν έπαιζε ο Μούτσης, αλλά ο Παντελής Δεσποτίδης.
Στο πλαίσιο του νέου συνθετικού και ερμηνευτικού προφίλ του διόλου τυχαίο δεν είναι που ο Δήμος Μούτσης συμμετείχε στο «ελληνικό Γούντστοκ», το φεστιβάλ στο Ακτιο (καλοκαίρι του 1984), δίπλα στον Παύλο Σιδηρόπουλο, στους Φατμέ και στον Νίκο Παπάζογλου μεταξύ άλλων.
Στο ίδιο κλίμα και το «Να!…» (1987), ο επόμενος δίσκος του με μπαλάντες και με χαρακτηριστικό τον ήχο του τρίπτυχου κιθάρα – βιολί – φυσαρμόνικα. Στο «Να!…» περιέχονταν το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει», τραγούδι-σήμα κατατεθέν του συνθέτη και ερμηνευτή Μούτση αλλά και «Το όνειρο», ένα από τα πιο όμορφα ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ! Μες στο «Ονειρο» ο Μούτσης κατάφερε να συμπτύξει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου με την ψυχανάλυση, καταθέτοντας μια μπαλάντα που θα ζήλευε ακόμη και ο Τζιμ Μόρισον των Doors. Το «Ονειρο» τραγουδήθηκε και από τη Νάνα Μούσχουρη σε βʹ εκτέλεση στο άλμπουμ «Ταξιδιώτης» (1990) με εννέα τραγούδια γραμμένα ειδικά γι’ αυτήν σε μουσική και στίχους του Μούτση. Ηταν η περίοδος που η Μούσχουρη επαναπροσδιόριζε τη σχέση της με τους Ελληνες συνθέτες ύστερα από την τεράστια διεθνή καριέρα της, ωστόσο ακόμη θυμάμαι τον Μούτση να κατακεραυνώνει πολλά χρόνια αργότερα την απόδοσή της στο «Ονειρο», αφού –σύμφωνα με τον ίδιο– δεν έφτασε ποτέ την αισθητική πληρότητα της δικής του ερμηνείας. Το άλμπουμ «Για πούλημα λοιπόν!» (1994) ήταν το τελευταίο με τον συνθέτη σε ρόλο ερμηνευτή και κινούνταν στο ίδιο κλίμα του «Φράγματος», του «Ενέχυρου» και του «Να!…», κλείνοντας κατά έναν τρόπο την τραγουδιστική περίοδο του Μούτση.
Το 1995 τον συναντάμε ως ερμηνευτή ενός τραγουδιού («Vips») στο χαρντ ροκ άλμπουμ «Αγγελοι διάβολοι» του στενού συνεργάτη του, κιθαρίστα Ακη Τουρκογιώργη. Τελευταία δισκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση ήταν το άλμπουμ με τη ζωντανή ηχογράφηση από το Ηρώδειο (1999) με βασικούς τραγουδιστές της συναυλίας τον Δημήτρη Μητροπάνο, τη Δήμητρα Γαλάνη και τον ίδιο, ενώ συμμετείχε ακόμη η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου.
Ανέκδοτα και σιωπή
Εκτοτε σιωπή για πολλά χρόνια, μέχρι που γύρω στο 2005 και μετά άρχισε ν’ ακούγεται ότι ο Δήμος Μούτσης ετοιμάζει καινούργια τραγούδια. Για ποια φωνή άραγε; Ο Μανώλης Λιδάκης και η Χάρις Αλεξίου ήταν ονόματα που είχε αναφέρει ο ίδιος τότε σε συνεντεύξεις του, ο γράφων όμως γνωρίζει πως προσέγγιση είχε γίνει και σε τραγουδιστές όπως ο Παντελής Θεοχαρίδης στη Θεσσαλονίκη και ο Βασίλης Γισδάκης στην Αθήνα. Ηταν μια περίοδος που ο Μούτσης πιθανόν ένιωθε ξεκομμένος από το δισκογραφικό και ραδιοφωνικό γίγνεσθαι και γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα καυστικός με δηλώσεις για τα νέα τραγούδια του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη δήλωσή του πως θα ζητήσει στίχους από έναν πολύ γνωστό νεότερο στιχουργό μόνο και μόνο για να παίζεται από έναν παντοδύναμο τότε συγκεκριμένο ραδιοφωνικό σταθμό. Σήμερα, που ένας καινούργιος κύκλος τραγουδιών του παραμένει ανέκδοτος, ευχής έργον θα ήταν να ηχογραφηθεί κάποια στιγμή με μια φωνή αντάξια του διαμετρήματός του.
Τα τελευταία χρόνια ο Δήμος Μούτσης έδινε σπάνια συνεντεύξεις. Ηταν δραστήριος στα social media, ανεβάζοντας στην προσωπική του ιστοσελίδα μαχητικά αντιφασιστικά status για τη δράση των χρυσαυγιτών νεοναζί. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος κι αυτό το ξέρω από τη μικρή γνωριμία μας σε διάφορες εκδηλώσεις στις οποίες συναντηθήκαμε. Σε μια κατ’ ιδίαν συνομιλία μας, θυμάμαι, είχε αναφερθεί με σκληρούς χαρακτηρισμούς στον μέντορά του Νίκο Γκάτσο επειδή «έδινε στον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο τους καλύτερους στίχους του», ενώ τον ίδιο και τον Κηλαηδόνη τους «ξεπέταγε με στιχάκια της στιγμής». Στην ουσία ήταν λόγια ενός μεγάλου συνθέτη, μάλλον παροπλισμένου εκείνη τη στιγμή, που μια ζωή θεωρούσε πως το έργο του, τα τραγούδια του δηλαδή, είχαν ξεπεράσει τον δημιουργό τους. Κρατώ μνήμες και από μία άλλη βραδιά στον Ιανό της Σταδίου, όπου ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Γλέζος και ο Δήμος Μούτσης είχαν κάνει μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού στον 21ο αιώνα.
Πολιτικά η πάντα αριστερή σκέψη του είχε βρει στέγη στο ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, με το οποίο ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής στις ευρωεκλογές του 2019. Η ιδιότητα, όμως, του κομματικού μέλους ανεστάλη έπειτα από τις καταγγελίες τραγουδίστριας ότι είχε υποστεί σεξουαλική παρενόχληση σε νεαρή ηλικία από τον συνθέτη, μια υπόθεση που δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη.
Το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για την κινηματογραφική κριτική πραγματοποιείται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 21- 23 Νοεμβρίου.
Το Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων…