Δημήτρης Σταματόπουλος: Από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στον «Άγιο Παΐσιο»

Μια συγκριτική προσέγγιση δύο τηλεοπτικών σειρών στο πεδίο της Ιστορίας: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» Vs «Αγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασα στον ουρανό».

Ηταν Μάιος του 1975 όταν έπαιζε το πρώτο επεισόδιο του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Βασίλης Γεωργιάδης, κάνοντας µια επαναστατική πράξη για τα δεδοµένα της εποχής, µετέφερε το αποκηρυγµένο από την εκκλησία µυθιστόρηµα του Καζαντζάκη όχι στον κινηµατογράφο –όπως έκανε πριν από κάποια χρόνια ο Ζυλ Ντασέν– αλλά στην ελληνική τηλεόραση, στην πραγµατικότητα δηλαδή µες στο σπίτι όλων των Ελλήνων. Και το θέµα ήταν πρακτικά το ίδιο µε την ιστορία του Παΐσιου που έκανε σειρά το Mega, τουλάχιστον όσον αφορά την απαρχή του: ο διωγµός των χριστιανών στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους.

Δημήτρης Σταματόπουλος

Και δείτε τώρα τη διαφορετική διαχείριση του θέµατος, που την επέτρεπε φυσικά η ίδια η δοµή του µυθιστορήµατος: όχι η µοναχική πορεία ενός ανθρώπου προς την αγιοσύνη αλλά η συλλογική πορεία της κοινότητας· όχι ο κακός Τούρκος και ο καλός Ρωµιός αλλά ο κακός παπάς (ο παπα-Γρηγόρης της Λυκόβρυσης του θαυµάσιου Λυκούργου Καλλέργη) και ο καλός παπάς (ο παπα-Φώτης της Σαρακίνας του Νίκου Χατζίσκου)· όχι η µαθητεία στην Αγία Γραφή και στα φετίχ της, αλλά πώς αυτή ενσαρκώνεται στη ζωή των καθηµερινών ανθρώπων· η επιβίωση των «χολεριασµένων» της Σαρακίνας, όπως µε τη συριχτή φωνή του ο παπα-Γρηγόρης τους αποκαλούσε. ∆εν ξέρω εάν οι Αγιοι Νεκτάριοι και οι Αγιοι Παΐσιοι είναι µαθητεία στην αγιοσύνη, είναι σίγουρο όµως ότι ο Χριστός που ξανασταυρώνεται κάθε µέρα ήταν µαθητεία στο καλό…

Υπήρχε όµως και κάτι άλλο που έκανε ενδιαφέρουσα την τηλεοπτική µεταφορά του έργου του Καζαντζάκη. Στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» υπάρχει µια υπόρρητη συνθήκη που θεωρεί όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως πιθανά υποκείµενα και αντικείµενα κοινωνικών αποκλεισµών. Η δραµατικότητα της πλοκής δεν προερχόταν από το γεγονός ότι οι νοµιµόφρονες και ευηµερούντες κάτοικοι της Λυκόβρυσης αντιµετώπιζαν (τουλάχιστον οι ηγετικές τους κεφαλές) υποτιµητικά και µε καταφρόνια τους εξαθλιωµένους πρόσφυγες. Είναι ότι ο αναγνώστης/τηλεθεατής γνωρίζει ότι αυτή ακριβώς θα είναι και η δική τους µοίρα. Οι κάτοικοι της Λυκόβρυσης θα µετατραπούν και αυτοί γρήγορα και ξαφνικά σε εκδιωγµένους πρόσφυγες και θα γνωρίσουν τι σηµαίνει απώλεια της περιουσίας, καταφρόνια και διακινδύνευση της ζωής. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ήταν ένας καζαντζακικός αναστοχασµός για την ανθρώπινη κατάσταση. Σίγουρα, αλλά όχι µόνο αυτό: αξίζει να θυµηθούµε ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε εν µέσω του ελληνικού εµφύλιου πολέµου στο 1948. Και το δράµα των πρωταγωνιστών του βιβλίου αντανακλά το δράµα της σύγκρουσης µες στην ελληνική κοινωνία για τον πολιτικό προσανατολισµό που θα ακολουθήσει, µε πολλά θύµατα και εκδιωγµένους.

Για ικανούς αναλυτές της κοινωνικής πραγµατικότητας όπως ο Καζαντζάκης ήταν προφανές ότι στον Εµφύλιο µεταξύ άλλων οδήγησε και το οξύ εσωτερικό σχίσµα της ελληνικής κοινωνίας µε την έλευση χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τον Καύκασο. Ο ίδιος ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως από τον Βενιζέλο το 1919 είχε επιληφθεί της προσφυγιάς των τελευταίων και οι εµπειρίες αυτές φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συγγραφή του βιβλίου 30 χρόνια αργότερα. Οι περιπέτειες της Ελλάδας από το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και τη Μικρασιατική Καταστροφή έως το τέλος της µεταπολίτευσης –αυτός ο σύντοµος και ιδιαίτερα πυκνός ελληνικός 20ός αιώνας– είναι το πρωτογενές υλικό στον Καζαντζάκη της ύστερης περιόδου, όταν εγκατέλειψε τις φιλοσοφικές αναζητήσεις στον µπεργκσονισµό και τον νιτσεϊσµό, τα διλήµµατα που του έθεταν ο Βούδας, ο Λένιν και ο Χριστός, και µε κάποιον τρόπο διά της λογοτεχνίας βυθίστηκε µες στον ιστορικό χρόνο. Υπό αυτή την έννοια εάν η ταινία του 1957, έτος του θανάτου του, αποτελεί ένα µνηµόσυνο µέσα σε µια πραγµατικότητα που δεν έχει παρέλθει, η τηλεοπτική σειρά του Γεωργιάδη στην αρχή της µεταπολίτευσης µοιάζει να νοµιµοποιεί ακριβώς αυτή την καζαντζάκεια επιστροφή στην Ιστορία και µέσω αυτής να σχολιάζει όχι γενικά την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά τη σχέση της «προσφυγιάς» µε την κοινωνική αδικία, την πολιτική ανισότητα, τη µη ανοχή στην πολιτισµική διαφορά.

Ηταν ένας τρόπος θέασης του κύκλου που είχε ανοίξει το 1922 που συσχέτισε τον πολιτισµικό αναστοχασµό µε την κοινωνική κριτική. Γι’ αυτό η πολιτισµική ανοµβρία που µπορούν να υποδηλώνουν οι σηµερινές τηλεοπτικές σειρές (και η σχετική µε τον Παΐσιο δεν είναι η µόνη) είναι ακριβώς ότι δεν µπορούν να επαναφέρουν (είτε αδυνατούν είτε φοβούνται) τη συσχέτιση της πολιτισµικής παραγωγής µε την κοινωνική κριτική. Και αυτό δεν έχει να κάνει µε το θέµα – έχει να κάνει µε το πλαίσιο: ακόµη και η «αγιοσύνη» θα µπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα καλλιτεχνικό όχηµα προκειµένου να µιλήσει κάποιος για την κοινωνική ανισότητα, αρκεί ο άγιος να φέρει την κόλαση της Ιστορίας µέσα του.

Ο Δημήτρης Σταματόπουλος είναι καθηγητής Βαλκανικής και Υστερης Οθωμανικής Ιστορίας στο τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Ετικέτες