Λίγο πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Οι κωμικοί», ο δημοφιλής ηθοποιός μιλάει για τη ζωή και την κοινωνία σήμερα και γυρίζει 50 χρόνια πίσω, όταν πήρε το βάπτισμα του πυρός με την άδεια του Ψαθά.
Εχει ξεχάσει το σπίτι του και έχει μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη εδώ και πέντε μήνες. Ο λόγος είναι ένα όνειρο ζωής για τον Δημήτρη Πιατά στο οποίο έχει αφιερώσει δέκα χρόνια από τη ζωή και τη δουλειά του. Η παράσταση «Οι κωμικοί», στην οποία παίζει και σκηνοθετεί, κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 28 Ιανουαρίου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών που ενσαρκώνουν αληθινούς καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1920. Είναι μια θεατρική στιγμή που περίμενε χρόνια, από τότε που συνέλαβε την ιδέα και άρχισε την έρευνα και τη συγγραφή του έργου, το οποίο θα συναντήσει επιτέλους τους θεατές του ύστερα από αναβολές, δυσκολίες, ακόμη και άκομψες απορρίψεις από κρατικούς φορείς που τον πίκραναν. Παρά τις αναποδιές όμως ποτέ δεν πτοήθηκε. Γιατί όπως λέει ο Δημήτρης Πιατάς «οι “Κωμικοί” δεν ήταν απλώς μια ιδέα, ήταν βαθιά επιθυμία και ανάγκη. Είναι μια παράσταση σε αχαρτογράφητα νερά, αφού για πρώτη φορά δραματοποιείται η ιστορία των πρώτων Ελλήνων κωμικών του βωβού κινηματογράφου και της οπερέτας». Στο κέντρο της κωμωδίας μυθοπλασίας είναι ο «Ελληνας Σαρλό», ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, ένας από τους πιονιέρους της κωμωδίας, ιδιαίτερα δημοφιλής στην εποχή του και σήμερα ολότελα ξεχασμένος.
Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτό το εγχείρημα;
Ηταν προσωπική επιθυμία να αγγίξω για πρώτη φορά την κωμωδία στη γέννησή της, όχι φιλολογικά ή ντο κιμ αντερί σ τικ α αλλά μέσα από τη δική μου ιστορία της λαϊκής κωμωδίας. Ηθελα να σταθώ στο καθαρό είδος της που έχει σχέση με τον σουρεαλισμό, με το μπουρλέσκ, με τα παιδικά μου βιώματα του Σαρλό και του Μπάστερ Κίτον∙ που δεν έχει καμία σχέση με την αττική κωμωδία, αφού ο ομφάλιος λώρος έχει κοπεί εδώ και 3.000 χρόνια, αλλά με την οπερέτα και το βοντβίλ του γαλλικού και γερμανικού θεάτρου, το οποίο γέννησε την επιθεώρηση. Ψάχνοντας ανακάλυψα τον Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, έναν ηθοποιό τέταρτης κατηγορίας που δούλευε στην οπερέτα και με κάποιες ταινίες που γύρισε έγινε διάσημος τη δεκαετία του 1920 και αμέσως μετά ξεχάστηκε εντελώς. Η έρευνα πάνω στον Μιχαήλ Μιχαήλ με οδήγησε να βρω όλα τα βιογραφικά των κωμικών εκείνης της εποχής και άρχισε να με ερεθίζει η ιδέα να κάνω μια παράσταση που θα πάντρευε το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη ζωντανή κάμερα επί σκηνής. Και κυρίως μια παράσταση που θα άγγιζε για πρώτη φορά εκείνη την περίοδο. Ηταν ένα ταξίδι μακρύ, σοβαρό και δύσκολο επί μία δεκαετία γιατί η ιδέα δεν βρήκε εύκολα ανταπόκριση.
Γιατί δεν βρήκε ανταπόκριση μια ιδέα με ιστορικό ενδιαφέρον η οποία δεν είχε ερευνηθεί ξανά;
Οταν σε συνεργασία με τον Σάκη Σερέφα το έργο μορφοποιήθηκε θεατρικά βγήκα στην αγορά και χτύπησα πόρτες, όπως του Φεστιβάλ Αθηνών και του Εθνικού Θεάτρου, αλλά ούτε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ούτε ο Στάθης Λιβαθινός ενδιαφέρθηκαν. Το θεώρησαν μάλλον παρωχημένο ή μη ενδιαφέρον. Το αστείο είναι ότι πολλοί μου έδιναν συγχαρητήρια για την ιδέα, αλλά κανείς δεν την υλοποιούσε γιατί είναι μια μεγάλη παραγωγή εποχής με κοστούμια, σκηνικά, μουσική, χορογραφίες και πληθώρα ηθοποιών που υποδύονται αληθινούς καλλιτέχνες.
Οι κρατικοί φορείς είχαν τα μέσα να την υλοποιήσουν. Στενοχωρηθήκατε από τις αρνήσεις τους;
Με πλήγωσαν. Και το λέω σήμερα επειδή η παράσταση ευτύχησε τελικά να ανέβει στο ΚΘΒΕ από ανθρώπους που ενθουσιάστηκαν και την αγκάλιασαν με θέρμη. Αλλιώς ποιον θα ενδιέφερε να το πω; Δεν ξέρω, ίσως να υπάρχει και μια εντύπωση για μένα. Εγώ ένας εργάτης του θεάτρου είμαι επί 50 χρόνια, έχω μεγάλη εμπειρία και ξέρω καλά την «κουζίνα» του χώρου, τον έχω υπηρετήσει με σημαντικές δουλειές χωρίς να έχω διεκδικήσει ποτέ τίτλους. Ισως λοιπόν πληρώνω και ένα κομμάτι της προσωπικής μου σεμνότητας.
Γιατί πιστεύετε ότι διαχρονικά οι κυβερνήσεις λένε ότι στηρίζουν την τέχνη αλλά ποτέ δεν το κάνουν;
Το κράτος είναι παντελώς αδιάφορο απέναντι στην τέχνη, το μόνο που ενδιαφέρει τους κυβερνώντες είναι η νομή της εξουσίας και το κέρδος. Δεν τους ενδιαφέρει το μετά, θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν κερδίσει την αιωνιότητα των πέντε λεπτών. Μέγιστη πλάνη.
Πώς έχετε καταφέρει να παραμείνετε σεμνός ενώ σας ξέρει όλη η Ελλάδα;
Στην παράσταση ο Αχιλλέας Μαδράς, που τον υποδύεται ο Πάνος Σκουρολιάκος και ήταν πρωτεργάτης της έγχρωμης ελληνικής ταινίας, ρωτάει τη Γεωργία Βασιλειάδου, που ήταν τότε μια όμορφη σουμπρέτα με υπέροχη φωνή: «Αραγε θα μας θυμάται κανείς;». Και εκείνη του απαντάει: «Πώς να μας θυμούνται, Αχιλλέα μου, αφού και οι θεατές θα έχουν πεθάνει;». Είναι μια αλήθεια φοβερή που ισχύει για όλους. Ποτέ δεν ήθελα να προβάλλομαι ούτε να είμαι πρότυπο. Και δεν είμαι ο μόνος. Αυτό που διεκδικώ είναι να με σέβονται οι άλλοι όπως τους σέβομαι κι εγώ.
Μικρός σκεφτόσασταν να γίνετε ηθοποιός;
Δεν είχα την τόλμη, ήμουν δειλός και συνεσταλμένος, όμως είχα φαντασία και λάτρευα τον κινηματογράφο. Θα μπορούσα να είχα γίνει εκπαιδευτικός ή κοινωνικός λειτουργός γιατί μου αρέσει να προσφέρω. Επαιζα όμως με τα όνειρα και δεν ξέρω πώς, κάποια στιγμή αυτά που έλεγα «όνειρα» άρχισα να τα κάνω χωρίς να κοιμάμαι.
Πότε πήρατε το βάπτισμα του πυρός;
Στο γυμνάσιο είχα συμμαθητή τον Αλέκο Λιβαδά, γιο του γνωστού θεατρικού επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά. Ο πατέρας του μας νοίκιασε για μία μέρα ένα από τα θέατρά του για να παίξουμε για φίλους και συγγενείς το «Ζητείται ψεύτης» του Δημήτρη Ψαθά. Για να πάρω τα δικαιώματα πήγα και βρήκα τον Ψαθά στο γραφείο του στα «Νέα». Ηταν ψηλός, σεβάσμιος και μου είπε: «Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά δεν θα σας αφήσει η χούντα». Οπότε πήγα στην οδό Ζαλοκώστα για να ζητήσω να περάσει η παράσταση από τη λογοκρισία, ένας λοχαγός μου σφράγισε το έργο και έτσι το ανεβάσαμε. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Αυτό που θέλατε το διεκδικούσατε πάντως με νύχια και με δόντια.
Εχω κόκκινες γραμμές και δεν κάνω υποχωρήσεις. Εξάλλου την καριέρα μου δεν την έκανα από τη δειλία μου, από το θάρρος μου την έκανα.
Θάρρος είχαν και όλοι αυτοί οι πρωτεργάτες κωμικοί που σήμερα θέλετε να ανασύρετε από τη λήθη. Είναι και ένας δικός σας φόρος τιμής προς αυτούς;
Σίγουρα. Κι αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι τα πρώτα ονόματα αλλά οι ταπεινοί καλλιτέχνες που στην πραγματικότητα δεν έγραψαν ιστορία στο θέατρο αλλά είναι αυτοί που το υποστήριξαν. Και σήμερα, σε μια εποχή ρηχή και επιφανειακή, σε μια εποχή της φίρμας και όχι της ουσίας, το θεωρώ ουσιαστικό.
Η εποχή μας, εκτός από ρηχή και επιφανειακή, είναι και politically correct. Ποια είναι η γνώμη σας για το φαινόμενο αυτό στην τέχνη;
Η τέχνη πρέπει να έχει ελευθερία για να μπορεί να εκφράζεται, δεν γίνεται αλλιώς. Αν είναι αντιαισθητικός ο λόγος σου, είμαι ο πρώτος που θα το καταδικάσει. Ομως αν μου απαγορεύσεις να πω αυτό που θέλω, είναι φασισμός. Διανύουμε μια περίοδο μικρομεσαίωνα όπως την ονομάζω, μόνο που τις μάγισσες σήμερα δεν τις καίνε, τις περιθωριοποιούν και τις ακυρώνουν. Από την άλλη, κοιτάς έξω και έχουμε γίνει Κολομβία ή όπως στα φιλμ που βλέπαμε παλιά με τον Αλ Καπόνε. Αυτό που με τρελαίνει πιο πολύ απ’ όλα είναι ότι το σύστημα έχει πετύχει να θεωρεί ο κόσμος το μη κανονικό ως κανονικότητα.
Η σάτιρα έχει όρια;
Οχι, τι θα πει όρια; Η ζωή έχει όρια; Να σοβαρευτούμε. Σάτιρα υπό όρια δεν υπάρχει, όπως δεν υπήρχε και στον Αριστοφάνη.
Το περασμένο καλοκαίρι πάντως παίξατε τον Ταλθύβιο στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Δεν πίστευα ότι θα έπαιζα Ευριπίδη στα γεράματα και μάλιστα στην Επίδαυρο. Ηταν ένας δραματικός ρόλος-πρόκληση και είμαι ευγνώμων.
Και τώρα στους «Κωμικούς» θα παίξετε για πρώτη φορά με την κόρη σας, Ιωάννα.
Ναι, επειδή της ταίριαζε απολύτως ο ρόλος της Ηρώς Χαντά και θα ήταν λάθος να την απορρίψω. Δεν έχουμε δουλέψει μαζί, δεν θέλαμε να κάνουμε τέτοιου είδους πράγματα για εντυπωσιασμό. Με ενοχλεί σ’ αυτήν τη χώρα να λειτουργούμε οικογενειοκρατικά αδικώντας ανθρώπους. Η Ιωάννα είναι ταλαντούχα, πειθαρχημένη, σεμνή, την εκτιμώ πάρα πολύ και την ακούω. Μου χάρισε πρόσφατα και ένα υπέροχο εγγονάκι.
Μιλάτε για ένα ρόλο σε ένα έργο. Ενώ μας κυβερνάνε οικογένειες.
Η οικογενειοκρατία είναι θεσμός στη χώρα μας. Υποκριτικά δηλώνουμε ότι έχουμε δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε βασιλεία με τις ίδιες οικογένειες να μας κυβερνούν.
Μια άλλη έκπληξη είναι και η γκεστ εμφάνιση του Λάκη Λαζόπουλου στον ρόλο του Τσάρλι Τσάπλιν.
Ηθελα να προσκαλέσω όλους τους εν ενεργεία επώνυμους κωμικούς ηθοποιούς σήμερα. Είχα κάνει αρκετές κρούσεις και όλοι είχαν ενδιαφερθεί, αλλά δεν ευοδώθηκε. Μάλιστα για τον ρόλο του Μιχαήλ Μιχαήλ είχε δεχτεί να παίξει ο Στάθης Ψάλτης, αλλά δεν προλάβαμε. Ο Λάκης που είναι προσωπικός μου φίλος και ήθελε με κάθε τρόπο να με υποστηρίξει δέχτηκε ανιδιοτελώς ένα μικρό αλλά σημαντικό ρόλο που έχει κινηματογραφηθεί. Ο ήρωας Μιχαήλ Μιχαήλ, που τον υποδύεται ο εξαιρετικός Γιώργος Καύκας, ονειρεύεται ότι τον επισκέπτεται το μεγάλο του είδωλο, του οποίου υπήρξε μιμητής: ο Τσάρλι Τσάπλιν. Και ο Λάκης στον ρόλο αυτό είναι συγκλονιστικός.
Μήπως η ανάγκη σας να αναβιώσετε μια ξεχασμένη εποχή και τους εκπροσώπους της είναι και ένας τρόπος να ξορκίσετε το εφήμερο του επαγγέλματός σας έπειτα από 50 χρόνια καριέρας;
Η παράσταση δεν είναι μόνο ένα πρότζεκτ, είναι σκοπός. Η ομορφιά της κωμωδίας ως κωμωδία ζωής. Δεν έγραψα εγώ τους ρόλους. Οι ίδιοι οι ήρωες έγραψαν τον εαυτό τους. Το χρωστούσα αυτό στον χώρο μου. Σε ένα χώρο εφήμερο, όπου τίποτε δεν μένει παρά μόνο η μνήμη του θεατή, όσο υπάρχει.
Μια τελευταία ερώτηση. Η καριέρα σας, που σας έχει δώσει πολλές επιτυχίες και μεγάλα δώρα, σας έχει δώσει και κάποια ασφάλεια σε μια εποχή δύσκολη για πολλούς;
Δεν έχω άλλο επάγγελμα, έζησα και ζω από τη δουλειά μου αξιοπρεπώς. Δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός να βγάλω λεφτά, παρόλο που ήρθαν από κάποιες δουλειές, γιατί πιστεύω ότι όλοι με μηδέν χρήματα θα φύγουμε από τη ζωή. Ο ζωγράφος θα αφήσει έναν πίνακα, ο ποιητής ένα ποίημα, ο ηθοποιός μια μνήμη ίσως. Ο πλούσιος τα χρήματα που θα αφήσει δεν είναι δικά του.
INFO
«Οι κωμικοί», Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός), από Κυριακή 28 Ιανουαρίου