Δημήτρης Παπαδημητρίου – Γιάννης Κακλέας: Μια συζήτηση για τον «Μόμπι Ντικ»

Δημήτρης Παπαδημητρίου  – Γιάννης Κακλέας: Μια συζήτηση για τον «Μόμπι Ντικ»
Ο Γιάννης Κακλέας και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου (© Νικόλας Μάστορας)

Ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης συνομιλούν με αφορμή τη μεταφορά του έπους του Χέρμαν Μέλβιλ σε μιούζικαλ.

Το συνταρακτικό έργο του Χέρµαν Μέλβιλ ακολουθεί την αφήγηση του ναυτικού Ισµαήλ και την περιπέτεια του Αχαάβ, καπετάνιου του φαλαινοθηρικού πλοίου «Πίκοουντ», που έχει στόχο να εκδικηθεί τον Μόµπι Ντικ, µια γιγάντια λευκή φάλαινα. Ο συγγραφέας αντλεί έµπνευση από προσωπικές εµπειρίες και παραδίδει ένα επικό έργο γεµάτο κοινωνιολογικές/φυλετικές αναζητήσεις της εποχής, άγριες ναυτικές περιπέτειες, ιστορίες για ένα τρελό πλήρωµα που µεθάει ανακατεύοντας µπίρα µε τζιν και µιλάει µε θαλασσινή αργκό. Πάνω απ’ όλα όµως σκιαγραφεί την αναµέτρηση του ανθρώπου µε το χάος που βρίσκεται πέρα από το ανθρώπινο προκειµένου να αναδυθεί ένας καινούργιος κόσµος. Ο ∆ηµήτρης Παπαδηµητρίου γράφει το λιµπρέτο και τη µουσική και ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί ένα πραγµατικά «φαλαινώδες» εγχείρηµα: την εκδοχή του «Μόµπι Ντικ» σε µιούζικαλ, το οποίο ανεβαίνει στη σκηνή του Christmas Theater µέσα από τη σύµπραξη του Ιδρύµατος Ωνάση και µε τη σύγχρονη τεχνολογία των ολογραµµάτων. Οι δύο δηµιουργοί συνοµιλούν µε αφορµή το έργο του Χέρµαν Μέλβιλ και µας προσκαλούν να «σαλπάρουµε» µαζί τους σε αυτήν τη µουσική και φιλοσοφική περιπέτεια.

Aς ξεκινήσουµε τη συζήτηση από το αναρχικό και χαώδες στοιχείο του «Μόµπι Ντικ».

Γιάννης Kακλέας: Εξαρτάται τι εννοούµε µε αυτό τον όρο. Αν εξετάσουµε το έργο µε την ουτοπική έννοια ενός οράµατος, µιας εµµονής, µιας κατάκτησης πέρα από τα ανθρώπινα, τότε αναµφισβήτητα αποτελεί ένα τέτοιο ταξίδι. Πρόκειται για µια προσωπική και υπαρξιακή τρέλα του Αχαάβ, την ίδια στιγµή όµως αναπτύσσεται και έντονη σωµατική σχέση µε τη φάλαινα. Σκεφτόµουν κάποια πλάσµατα της µυθολογίας µε διπλή υπόσταση, όπως η Σφίγγα και ο Κένταυρος. Ο Αχαάβ είναι ένα τέτοιο πρόσωπο, µε παράδοξο µυθολογικό ενδιαφέρον, καθώς έχει θυσιάσει ένα µέρος του κορµιού του για τη φάλαινα. Η διανοητική και σωµατική σχέση που αναπτύσσεται µε αυτό το υπερβατικό τέρας –το οποίο είναι συµβολικό όσο και υπαρκτό, όπως ο Λεβιάθαν– κυριαρχεί στο έργο.

Σε ποιες φιλοσοφικές αναζητήσεις οδηγεί αυτή η µυθολογική διάσταση και µε ποιον τρόπο αγγίζει το υπερφυσικό;

Γ.Κ.: Ο Χέρµαν Μέλβιλ µας οδηγεί στην πηγή των αρχετύπων µε ανθρωπολογική έρευνα σε σχέση µε το πώς γεννήθηκε στην ψυχή του ανθρώπου η έννοια της θρησκείας. Ο συγγραφέας συνδυάζει σχεδόν βιωµατικά όλες τις θεωρίες, τις εικασίες, τις δεισιδαιµονίες και τις θρησκευτικές αντιλήψεις του κόσµου του. Ο ίδιος υπήρξε φαλαινοθήρας και έζησε για τέσσερα χρόνια µε διαφορετικές φυλές, εποµένως είχε γνωρίσει βαθιά τον πυρήνα µιας άγριας ψυχής. ∆εν πρόκειται για ένα ήρεµο ταξίδι, αλλά για µια ολοκληρωτική περιπέτεια που απαιτεί µυαλό, σώµα, ένστικτο και διαίσθηση προκειµένου να ανακαλύψουµε τον φόβο, τον θάνατο, την ελπίδα και την αποκάλυψη.

Πρόκειται για µια µάχη µε το παράλογο κοµµάτι της ανθρώπινης ύπαρξης;

∆ηµήτρης Παπαδηµητρίου: Το παράλογο στοιχείο θα έλεγα ότι είναι κάτι διαφορετικό. Η πίστη πάσης φύσεως κυριαρχεί επειδή επικρατεί ο φόβος του θανάτου. Το θεϊκό στοιχείο κάνει την εµφάνισή του από τη στιγµή που ο άνθρωπος εκχωρεί την ελευθερία του γιατί δεν την αντέχει. Ο Αχαάβ είναι απολύτως άφοβος. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του. Αν ο άνθρωπος αποφασίσει ότι δεν φοβάται πια αρχίζει να απελευθερώνεται από πολλά δεσµά.

Γ.Κ.: Ο ήρωας γίνεται ένα τέρας σε σχέση µε τις µικρές ανθρώπινες αλήθειες. Αυτό το στοιχείο δοµεί έναν ιδιότροπο χαρακτήρα ο οποίος δεν είναι προσεγγίσιµος διότι δεν διαθέτει ηθικό κώδικα. ∆εν γίνεται να τον ερµηνεύσουµε µε βάση τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες. Πρόκειται για ένα µυθολογικό πλάσµα που θα αντιµετωπίσει µια άλλη υπερβατική οντότητα και αυτό θα γεννήσει µια τεράστια σύγκρουση.

∆.Π.: Ο Αχαάβ δεν έχει ηθικά προσκόµµατα. Χρησιµοποιεί όλα τα µέσα. Γίνεται δολοπλόκος, χρηστικός και τύραννος.

Κάνει ένα βήµα προς την ελευθερία;

∆.Π.: Ο άνθρωπος δεν διεκδικεί την ελευθερία, καθώς δεν την αντέχει. Ολο το παιχνίδι έχει στηθεί πάνω σε αυτήν τη ζυγαριά, πάνω σε αυτό το σηµείο ισορροπίας. Το ένστικτο υποχωρεί επειδή υπάρχουν επιλογές και ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίζει διαρκώς µόνος του και να ξεπερνάει ηθικά διλήµµατα. Εχει ανάγκη έναν ηθικό κώδικα –όπως η θρησκεία– που να αποδίδει κάπου αλλού την ευθύνη. Κάποιοι άνθρωποι όµως παίρνουν αυτή την απόφαση: «∆εν φοβάµαι και αντέχω». ∆ύσκολη επιλογή.

Το θέµα της εξέγερσης ενάντια στον πυρήνα της εξουσίας, την πατρική φιγούρα, µε ποιον τρόπο τοποθετείται στο έργο;

∆.Π.: Ο Αχαάβ γνωρίζει όλους τους θεούς και τις φυλές και αντικρίζει παντού γύρω του αδικίες. ∆εν θέλει να σκοτώσει τον πατέρα. Με τον δικό του ηθικό κώδικα επιδιώκει να αναδηµιουργήσει τον θεό στα νέα ανθρώπινα πρότυπα. Ο Αχαάβ είναι ο φιλόσοφος που έχει ξεπεράσει ηθικά την εποχή του και προσπαθεί να εφεύρει ένα νέο θεό. Αυτό έχει ξανασυµβεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Σωκράτης αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγµα. Ο Αχαάβ απαιτεί να εκσυγχρονίσει τον θεό, αλλά ταυτόχρονα τον µισεί γιατί είναι άνθρωπος και αισθάνεται οργή για τον τιµωρό πατέρα που τον εγκατέλειψε.

Γ.Κ.: Εχουµε ένα καράβι στο µυαλό µας. Ο ωκεανός όµως συµβολίζει το χάος. Σκεφτόµουν λοιπόν, µε την ευκαιρία του Σωκράτη, ότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς, όπως ο Πλάτωνας, ο Καµύ και ο Μέλβιλ, γράφουν σαν προφήτες γιατί προαναγγέλλουν ένα νέο κόσµο, τον φαντάζονται και τον επανασυνθέτουν. Με µια ιστορία για µια φάλαινα, ένα πλοίο και ένα κοντάρι –µέσα από ένα παραµύθι δηλαδή– ο συγγραφέας προφητικά προειδοποιεί τις επόµενες γενιές για τις αλλαγές που θα έρθουν. «Μην εξαφανιστείτε φοβισµένοι» µας συµβουλεύει.

∆.Π.: Αυτός ο κόσµος βρίσκεται ήδη εδώ. Ο λόγος που ασχολήθηκα µε τον Μέλβιλ είναι ότι πρόκειται για µια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ανάγκη της απάντησης γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Ο θεός υποχωρεί, το σύνορο µεταβάλλεται µε την τεχνολογία και αν εµείς οι άνθρωποι πιστεύουµε ότι έχουµε ξεπεράσει το θεϊκό σύνορο, στη συνέχεια θα πρέπει να αντέξουµε το βάρος των επιλογών µας.

Τι απαιτεί η διαδικασία µεταφοράς µιας συµπαγούς κατασκευής, όπως είναι ο «Μόµπι Ντικ», σε θεατρικό λόγο; Στην παράσταση χρησιµοποιούνται τρισδιάστατα γραφικά και ολογράµµατα.

∆.Π.: Η παράσταση και το έργο είναι δύο διαφορετικά πράγµατα. Πιστεύω ότι έγραψα τα πιο δυσπρόσιτα πράγµατα για να παρασταθούν στο λυρικό θέατρο. Ο Γιάννης Κακλέας ωστόσο δεν φοβήθηκε να πραγµατοποιήσει αυτά που δεν πραγµατοποιούνται και να εντάξει όλα τα κινηµατογραφικά και θεαµατικά στοιχεία πάνω στη σκηνή.

Γ.Κ.: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει λιµπρέτο ένα τόσο µεγάλο µυθιστόρηµα. Ο συνδυασµός της περιπέτειας και της φιλοσοφικής αναζήτησης οφείλεται στη µουσική, η οποία κράτησε µια δυνατή ισορροπητική γραµµή χωρίς να αλλοιώσει καθόλου το ενδιαφέρον του έργου. Στη σκηνή διαδραµατίζεται µια περιπέτεια για όλη την οικογένεια –υπάρχει και αυτή η ανάγνωση του εύκολου αφηγήµατος–, η παράσταση όµως ενσωµατώνει και τους φιλοσοφικούς κώδικες του έργου. Ο Γιάννης Παπαδηµητρίου κατάφερε να δέσει αυτά τα στοιχεία µε τη µουσική και εγώ ανέλαβα να οδηγήσω τον θίασο στα σώµατα και στην καρδιά των ηρώων. Πρόκειται για πλάσµατα που υπήρξαν σκληροί ναυτικοί, για ένα πολυπολιτισµικό πλήρωµα το οποίο αποτελείται από κανίβαλους, «ερυθρόδερµους» και θυµίζει την κιβωτό του Νώε. Κάθε σκηνή θα πρέπει να εµπεριέχει θεαµατική δυναµική για να µπορέσει το κοινό να παρακολουθήσει όλα τα επίπεδα. Σε αυτό το κοµµάτι βοήθησε πολύ η αρωγή της τεχνολογίας προκειµένου να δηµιουργηθούν εικόνες που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα µπορούσαν να αποδοθούν θεατρικά, όπως για παράδειγµα ο ίδιος ο Μόµπι Ντικ. Πρόκειται για ένα ολοκληρωµένο σύστηµα performing art που µας ταξιδεύει στην περιπέτεια και στις σχέσεις των ανθρώπων, στην αγριότητα των επιδιώξεών τους και τη συνύπαρξη µε τη φύση. Πλέον γεύοµαι πιο ξεκάθαρα τις µουσικές απεικονίσεις και αντιλαµβάνοµαι το µέγεθος της µουσικής δηµιουργίας.

∆.Π.: Θέλω να υπερασπιστώ το κοµµάτι της θεαµατικότητας. Αν αφαιρέσουµε αυτό το στοιχείο καταλύονται η πρωτογενής δύναµη και η ορµή της φαντασίας στο συγκεκριµένο έργο. Θα µπορούσε κάποιος να ανεβάσει ένα έργο χωρίς καράβι, ταξίδι και θάλασσα. Σε αυτή την περίπτωση όµως δεν θα µιλούσαµε για τον «Μόµπι Ντικ». Η γνώση των βαθιών στόχων του έργου δεν πρέπει να καταλύει την πρώτη ανάγνωση που ενέχει το παραµύθι.

(© Ανδρέας Σιμόπουλος)

Πώς αποφασίσατε να αποδώσετε τον «Μόµπι Ντικ» στη φόρµα του µιούζικαλ και ποιες είναι οι µουσικές επιρροές σας;

∆.Π.: Εχω επηρεαστεί από τις εθνικές µουσικές των ναυτικών αυτής της κιβωτού, από την πολύ γοητευτική πειρατική µουσική, από τη θεατρική και κινηµατογραφική µουσική µου γλώσσα… Οταν γράφεις τέτοια έργα ανακαλύπτεις διαρκώς πράγµατα, αλλά τα περισσότερα είναι εφαρµογές ανακαλύψεων και καταστάλαγµα της τεχνικής που ήδη έχεις εφαρµόσει στο παρελθόν. Υπάρχουν σηµεία στα οποία αναπτύσσονται µουσικά οι έννοιες µε τη βοήθεια του λόγου, δεν παύουν ωστόσο και οι πρωτογενείς ανάγκες, που είναι η δική µου παράξενη έλξη προς τη θάλασσα. Εχω γράψει ένα έργο µε έµπνευση από τις θαλασσογραφίες του Ιβάν Αϊβαζόφσκι. Μέσα από αυτό κατάφερα για πρώτη φορά να περιγράψω ένα προσωπικό βίωµα από τη νεαρή µου ηλικία, την εµπειρία µιας ναυτικής τραγωδίας. Αυτή η προσωπική µουσική κατάθεση στον Αϊβαζόφσκι µεταφέρθηκε και στον «Μόµπι Ντικ». Οι πρόζες πατάνε πάνω στη µουσική – στο έργο υπάρχουν η διάδραση, η αίσθηση του καβγά και της διαφωνίας.

∆ιαρρηγνύονται µε αυτό τον τρόπο οι συµβάσεις του µιούζικαλ πάνω στη σκηνή;

∆.Π.: Αντιµετωπίζει και το έργο το χάος της αναρχίας, της αθεΐας και της άρνησης. Υπάρχει µια στιγµή που σπάνε τα όργανα ναυσιπλοΐας και βλέπουµε ένα µεθυσµένο καράβι να κινείται χωρίς κανόνες. Πρέπει να είναι οργανωµένη η αναρχία για να µπορεί να εκτελείται, αλλά παραµένει αναρχία.

INF0

«Moby Dick, the musical». Από τις 15 Φεβρουαρίου στο Christmas Theater (λεωφόρος Βεΐκου 139). Μουσική – λιμπρέτο: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας

Documento Newsletter