Δημήτρης Μυστακίδης: «Κάθε εξουσία φοβάται την τέχνη»

Δημήτρης Μυστακίδης: «Κάθε εξουσία φοβάται την τέχνη»
Φωτογραφίες: Τατιάνα Μπόλαρη

Μια συζήτηση για τον νέο δίσκο, τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, τη συντηρητική Θεσσαλονίκη αλλά και την αλληλεγγύη της νέας γενιάς

«Μόρσο», εκτός των άλλων, ονομάζεται ο τρόπος που παίρνουν σχήμα δύο υλικά ώστε να ταιριάξουν απόλυτα μεταξύ τους και να δημιουργηθεί ένας ισχυρός δεσμός. «Μόρσο» βάφτισε και ο Δημήτρης Μυστακίδης μικρές και πολλές ιστορίες μέθεξης –που γεννήθηκαν σε πανηγύρια της Ηπείρου–, σκέψεις για το προσφυγικό, την έμφυλη βία αλλά και το κυρίαρχο αφήγημα της «θετικής ενέργειας».

Συναντηθήκαμε στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι και μιλήσαμε για τα τραγούδια του, για τη συντηρητική πλευρά της Θεσσαλονίκης, για την ατμόσφαιρα στις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου –με τον οποίο συνεργάζεται χρόνια– και βεβαίως για την περίφημη συναυλία στο ΑΠΘ τον Σεπτέμβριο η οποία διακόπηκε από την επέμβαση των ΜΑΤ που έπνιξαν τη σκηνή και τον κόσμο στα δακρυγόνα.

Είναι ο πρώτος σας δίσκος με καινούργια τραγούδια.

Μέχρι τώρα έπαιζα ρεμπέτικα με κιθάρες. Οι άνθρωποι που έρχονταν να με ακούσουν μοιράζονταν μαζί μου σκέψεις και προβληματισμούς και είχαμε αναπτύξει προσωπική σχέση μέσα στα χρόνια. Οταν μεγάλωσε το κοινό μου αυτή η συνθήκη έπαψε να ισχύει με τον ίδιο τρόπο. Οι μουσικοί παραμένουν συχνά εγκλωβισμένοι στην τέχνη τους προσπαθώντας να αναπτύξουν τεχνικές και δεξιότητες. Εγώ δεν είχα διαβάσει λογοτεχνία και ποίηση. Οταν άρχισα να το κάνω ξεκίνησαν να σκάνε στο κεφάλι μου ιδέες. Ο κενός χρόνος της καραντίνας με βοήθησε να γράψω στίχους και να κάνω τραγούδια όλα όσα με απασχολούσαν εκείνη την εποχή. Αν αυτό που έφτιαξα αρέσει στον κόσμο, θα δημιουργηθεί το «Μόρσο», ένας ισχυρός δεσμός για να συνεχίσουμε να πορευόμαστε παρέα.

Κάθε τραγούδι κρύβει και μια διαφορετική ιστορία. Η «Σκυτάλη» γεννήθηκε σε ένα πανηγύρι στην Ηπειρο.

Περιγράφει το βίωμά μου από ένα εκπληκτικό πανηγύρι στο Ζαγόρι με μερακλίδικα παιξίματα και διονυσιακή ατμόσφαιρα. Θυμάμαι ότι τη μισή ώρα έκλαιγα και την υπόλοιπη χόρευα. Το γλέντι είναι συγχώρεση γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Το πανηγύρι συμβολίζει τον φυσιολογικό κύκλο της ζωής. Βρισκόμαστε, ανταμώνουμε, συγχωρεί ο ένας τον άλλο για όλα όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν και ξεκινάμε πάλι από την αρχή. Κάποια στιγμή έπεσα πάνω στο βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Το αίμα της αγάπης», το οποίο αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι. Αυτό ήταν. Οταν βρεθεί η κατάλληλη στιγμή που τα κουμπώνει όλα μέσα σου είναι εύκολο να γράψεις ένα τραγούδι.

Κάποια κομμάτια του δίσκου έχουν κοινωνικές και πολιτικές αφετηρίες. Το τραγούδι «Από μικρή» αναφέρεται στην ιστορία της Π. ενώ το «Μοίρασμα» στην προσφυγιά.

Το τραγούδι για την Π. που ερμηνεύει η Μάρθα Φριντζήλα γράφτηκε μετά την ανάγνωση του βιβλίου «Μια γυναίκα απολογείται» της Μαρίας Λούκα που αναφέρεται σε αυτή την υπόθεση. Η συζήτηση για τον σεξισμό αρχικά μού φαινόταν κάπως υπερβολική, γρήγορα όμως κατάλαβα ότι αναπαράγω κι εγώ στη ζωή μου λάθος συμπεριφορές που κουβαλάω από πιτσιρικάς. Σκέφτηκα ακόμη και τον τρόπο που μιλάω στα παιδιά μου και προσπάθησα να αλλάξω. Το «Μοίρασμα» ακολούθησε αντίστοιχη διαδρομή. Η φωτογραφία του μικρού Αϊλάν με είχε στοιχειώσει, όπως και τα λόγια του Γιάννη Μπεχράκη: «Κανείς δεν μπορεί να πει “δεν ήξερα”». Με συγκλόνισε και το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Μουτάφη «Τhe other half», για το οποίο έγραψα τη μουσική. Τα παιδιά από την κατάληψη της Νοταρά μού ζήτησαν κάποια στιγμή να παίξω ένα τραγούδι για τη γιορτή τους. Οι σκέψεις μου για το προσφυγικό, ζήτημα που με απασχολούσε πάντοτε μέσα στα χρόνια –το «America» καταπιάνεται με το θέμα της μετανάστευσης–, αποτυπώθηκαν σε αυτό το κομμάτι που ερμήνευσε η Ελένη Βιτάλη.

Συνεργάζεστε με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου 20 χρόνια. Με τις φετινές συναυλίες σας γράψατε ιστορία.

Ο χαμός που έγινε φέτος το καλοκαίρι όντως δεν έχει ξανασυμβεί. Ολη αυτή η ιστορία είναι κέρδος για τα νέα παιδιά που έρχονται στις συναυλίες. Δουλεύοντας τόσα χρόνια με τον Θανάση κατάλαβα πόσο σπουδαία πράγματα μπορεί να κάνει μια ομάδα, ειδικά τα πρώτα χρόνια με τους Λαϊκεδέλικα. Ο Θανάσης έγραψε ποίηση, οι στίχοι του θέλουν ερμηνεία. Ο Μίκης έφερε τους ποιητές κοντά στον απλό κόσμο και ο Θανάσης την ποίηση αυτή καθαυτή. Η δουλειά του εξελίχθηκε και επενδύθηκε μουσικά με έντονη λαϊκότητα και σύγχρονα στοιχεία. Αυτός ο συνδυασμός έκανε το μεγάλο μπαμ στον κόσμο.

Εχω την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια ο νέος κόσμος επιστρέφει στα παραδοσιακά ακούσματα. Συμφωνείτε;

Ναι. Ζούμε μια εξαιρετική περίοδο, τόσο τεχνικά όσο και αισθητικά. Ποτέ το κοινό δεν είχε αναπτύξει τόσο συνειδητή σχέση με την παραδοσιακή και την αστική λαϊκή μουσική. Παλαιότερα αισθανόμουν ότι κυριαρχούσαν το μιμητικό και το φολκλόρ στοιχείο, αλλά πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι νέοι αντιλαμβάνονται πλήρως την αξία της παραδοσιακής μουσικής και αυτό εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Οι Θραξ Πανκc παίζουν θρακιώτικα με το δικό τους στιλ και οι εμφανίσεις τους γίνονται κάθε φορά sold out. Ολο αυτό αποτυπώνει μια κίνηση.

Τι κρατάτε από τη συνεργασία σας με τον Νίκο Παπάζογλου και τη Λοξή Φάλαγγα;

Ηταν διαφορετική εποχή. Ταξιδέψαμε πάρα πολύ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και γνωρίσαμε απλούς ανθρώπους με λαϊκή σοφία. Αυτή η εμπειρία με άλλαξε και με έκανε να δω με διαφορετικά μάτια τον κόσμο. Ημουν τότε 20 χρόνων. Ο Νίκος είχε τα δικά του εργαλεία, επιζητούσε έντονη πειθαρχία και λιτότητα στην ενορχήστρωση. Η φωνάρα του βέβαια μπορούσε να καλύψει τα πάντα. Ακόμη και μόνος του να έβγαινε στη σκηνή θα είχε τη δυνατότητα να γεμίσει ολόκληρα στάδια.

«Θεσσαλονίκη, δυστυχώς δεν είσαι φτωχομάνα». Με αυτούς τους στίχους, που αποδομούν με έναν τρόπο την κλισέ εικόνα για τη Θεσσαλονίκη, περιγράψατε τη σκοτεινή πλευρά της πόλης σας.

Η Θεσσαλονίκη έχει πολλούς κρυμμένους σκελετούς στην ντουλάπα της. Είναι μια έντονα φτωχοποιημένη μεγαλούπολη –και ας μη φαίνεται η φτώχεια–, με συνοικίες που κάποτε είχαν δημοκρατικά αντανακλαστικά και έβγαζαν κομμουνιστές δημάρχους. Το κέντρο της πόλης διαχρονικά κατοικείται από παλιές αστικές οικογένειες οι οποίες αντιδρούν έντονα σε όλες τις αλλαγές. Η Θεσσαλονίκη κρύβει το πρόβλημά της κάτω από το χαλί, αρνείται να δει και να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Πολιτικές δολοφονίες, ασφυκτική παρουσία της εκκλησίας, «μακεδονομάχοι» και διαμαρτυρίες για τις ταυτότητες. Πολλά έχουν ξεκινήσει από δω. Οταν έγραψα το κομμάτι «Θεσσαλονίκη» κάποιοι μου έστελναν απειλητικά μηνύματα ότι είμαι άπλυτος και ότι θα με πετάξουν στον Θερμαϊκό. Η αντίληψή μου για την πόλη έχει αλλάξει από τότε που ήμουν πιτσιρικάς. Θυμάμαι ακόμη τις κουβέντες με τον Νίκο Παπάζογλου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Θωμά Κοροβίνη. Η γκρίνια τους για τη Θεσσαλονίκη κάποτε με ξένιζε, κάποια στιγμή όμως κατάλαβα ότι είχαν απόλυτο δίκιο. Εγώ ήμουν πιτσιρικάς καυλωμένος με τη μουσική, δεν έβλεπα τη βρομιά. Η πόλη είχε τρομερούς μουσικούς πυρήνες. O «Παπάζης » στην Τούμπα, οι Τρύπες στις Συκιές, οι Northwind που έκαναν πρόβες δίπλα στο σχολείο μου. Ολη αυτή η κατάσταση με γοήτευε.

Η κυβέρνηση σε μια νύχτα μετέτρεψε τους καλλιτέχνες σε απόφοιτους λυκείου.

Η διαβάθμιση των πτυχίων και η κατανομή των επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι πράγματα που πρέπει να ρυθμιστούν. Αντί να διαβαθμίσουν τις καλλιτεχνικές σπουδές, κατάφεραν να τις υποβαθμίσουν. Οι καλλιτέχνες δεν αποτελούν δεξαμενή ψηφοφόρων για αυτή την κυβέρνηση, γι’ αυτό και εισπράττουν αδιαφορία και απαξίωση. Υπάρχει βέβαια και φόβος για την τέχνη. Εχει τη δύναμη να κάνει ανθρώπους να σκεφτούν ανατρεπτικά. Κάθε εξουσία τη φοβάται.

Με το τραγούδι «Τι τρέχει στο Παγκράτι» αναφέρεστε με χιούμορ στην απέχθεια για τη λεγόμενη «θετική ενέργεια» της εποχής μας.

Η ελαφρότητα και η θετική ενέργεια δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Τον κόσμο τον σώζουν οι αγώνες, όχι η ομορφιά. Με εκνευρίζει η άνευρη αντίληψη ότι ο κόσμος θέλει απλώς να περνάει καλά. Πιστεύω περισσότερο στη δύναμη της συλλογικότητας, γι’ αυτό και αφιέρωσα το κομμάτι στα παιδιά που διοργάνωσαν τη συναυλία στο ΑΠΘ ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία.

Για να κλείσουμε, ένα σχόλιό σας για την πολιτική κατάσταση σήμερα.

Απογοητευτική. Το μόνο που μου δίνει κουράγιο είναι τα παιδιά στα γρασίδια της Φιλοσοφικής που διοργάνωσαν τη συναυλία με τον Θανάση και όλες οι αντίστοιχες συλλογικότητες. Βλέπω στα μάτια τους ότι ξέρουν να ονειρεύονται και να δημιουργούν καινούργιους κόσμους, αρκεί να ανοίξουν περισσότερο τις ιδέες τους στον κόσμο. Συγκινήθηκα όταν είδα πώς αντέδρασαν τα παιδιά όταν έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα. Σκέφτηκα ότι υπάρχουν αλληλεγγύη και ελπίδα. Νικήσαμε τον φόβο. Τι άλλο μπορεί να θέλει μια κοινωνία;

Documento Newsletter