Δημήτρης Καραντζάς «Ζούμε στην εποχή της χωροφυλακής και του τμήματος ηθών»

ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ DOCUMENTO / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ. (ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ / EUROKINISSI)

Μια συζήτηση με έναν σκηνοθέτη ο οποίος κάνει ενδιαφέρον το ελληνικό θέατρο για την τέχνη, την πολιτική αλλά και την ίδια τη ζωή, στον απόηχο της καταστροφής που βούλιαξε τη χώρα

Επιτέλους μεγάλωσε. Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν είναι πια το… παιδί-θαύμα του ελληνικού θεάτρου σε μια χώρα δύσπιστη απέναντι στους νέους. Εχοντας αφήσει πίσω του το μικρόψυχο αφήγημα του «βύσματος» που «του δίνουν τα πάντα, ακόμη και την Επίδαυρο στα 26 του», έχει καταφέρει να κάνει ακόμη και εκείνους που ήταν καχύποπτοι να τον παραδεχτούν. Ισως επειδή δεν πήραν τα μυαλά του αέρα, ίσως επειδή εμμένει στον δρόμο του χωρίς να ξεστρατίζει, μα κυρίως γιατί έχει υπογράψει μερικές από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων. Με έργα των Ιψεν, Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Βιρτζίνια Γουλφ, Πίντερ, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Τένεσι Ουίλιαμς και άλλων, συστήνεται και επανασυστήνεται κάθε φορά από την αρχή, διαλύοντας και επανασυναρμολογώντας τη θεατρική του γλώσσα, αμφιβάλλοντας, ρισκάροντας, αγωνιώντας, υποφέροντας, τολμώντας. Κι αν κάτι τον χαρακτηρίζει εκτός σκηνής, είναι ότι μεγαλώνοντας αντί να στρογγυλεύει τις γωνίες, σκληραίνει τον δημόσιο λόγο του απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. «Είδες τις τρομερές σκηνές από τη Θεσσαλία;» είναι το πρώτο πράγμα που με ρώτησε όταν συναντηθήκαμε. Προτού ακόμη μιλήσουμε για την παράσταση «Το σπίτι» που ετοιμάζει πυρετωδώς στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία κάνει πρεμιέρα στις 30 Σεπτεμβρίου, ο χείμαρρος της οργής, της αγανάκτησης και της απελπισίας του ξεχύνεται ασυγκράτητος.

«Είμαι σε ένα σημείο που έχω χάσει την πίστη μου στα πάντα πέραν της ανθρώπινης δύναμης και του ανθρώπινου μυαλού, πάνω στα οποία πού και πού μπορείς να γραπωθείς. Με άλλα θυμώνω και με άλλα απελπίζομαι, όπως με τις φωτιές και τις πλημμύρες, αλλά αυτό που συνέβη στον Αντώνη στο λιμάνι του Πειραιά δεν χωράει στο μυαλό μου. Με παγώνει η ιδέα μιας τόσο εύκολης δολοφονίας επειδή κάποιος απλώς ήθελε να μπει στο πλοίο. Και μετά ο δολοφόνος απλώς κοιτούσε και μετά απλώς έφυγε…

Είναι υπό διωγμό σήμερα ο ανάπηρος, ο ομοφυλόφιλος, ο αδύναμος, ο φτωχός.

Δεν μπορώ να καταλάβω την αντίφαση να μιλάμε περί δικαιωμάτων των γυναικών ή περί συμφώνου συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών ενώ παράλληλα τα τελευταία πέντε χρόνια θεριεύουν η ομοφοβία, η ξενοφοβία, η μισαναπηρία. Κάνουμε ότι αφομοιώνουμε τις κοινωνικές κατακτήσεις αλλά βαθιά μέσα μας είμαστε ακόμη στο τμήμα ηθών και στη χωροφυλακή που συλλαμβάνει όποιον θεωρεί ηθικά μεμπτό. Αυτή είναι η παράνοια που ζούμε με τον υπόρρητο φασισμό που κυριαρχεί, ο οποίος είναι στο όριο να γίνει ρητός.

Τι δεν έχουμε ξεπεράσει ως κοινωνία;

Ζούμε στο καφενείο ενός χωριού και λέμε ο χαζός, ο τρελός, ο πούστης, η χοντρή. Είναι η ευάλωτη ομάδα και αυτοί που θα χτυπήσουμε γιατί θα πονέσουν περισσότερο. Θέλουμε να είμαστε κάτι πολύ καθαροί τύποι, με πολύ καθαρά σπίτια και τη συνείδησή μας καθαρή και ο τρόπος να τα έχουμε αυτά τόσο καθαρά είναι να διώξουμε τη βρόμα που έχουμε εμείς οι ίδιοι προκαλέσει. Γιατί αυτή η βρόμα δεν ταιριάζει με την εικονοποιία της αριστείας, της ομορφιάς και της κοινωνικής ευπρέπειας, άρα είναι εχθρική κι εμείς είμαστε κυριλέ δολοφόνοι. Στην ουσία φοβόμαστε μη γίνουμε εμείς οι ευάλωτοι.

Εχει ευθύνες η παρούσα κυβέρνηση για την επέλαση της ακροδεξιάς κουλτούρας και ρητορικής;

Είναι ευθύνη αυτής της κυβέρνησης ότι βγαίνεις από το σπίτι και φοβάσαι τι σε περιμένει. Εχει επισημοποιηθεί η ακροδεξιά. Εχουμε ξαναζήσει δεξιές κυβερνήσεις αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι απειλούμαι. Οτι θα φυσήξει και θα καώ, θα βρέξει και θα πνιγώ, θα πάρω το τρένο και θα σκοτωθώ ή το πλοίο και θα δολοφονηθώ. Οτι θα βγω μια βόλτα και θα μου την πέσουν τα τελειωμένα φασισταριά. Δεν μπορεί αυτή η κυβέρνηση να μιλάει για νόμιμη βία και να δέρνουν τον κόσμο στη Νέα Σμύρνη επί κορονοϊού. Το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω ποια είναι η στόχευση των κυβερνώντων. Η καθήλωση από τη βιαιότητα των πραγμάτων; Να δέχεσαι ότι δεν θα γίνουν τα έργα που πρέπει για να μην πνιγόμαστε; Να δέχεσαι το ατύχημα στα Τέμπη και πάμε παρακάτω; Να λες «είμαι καλά γιατί τουλάχιστον ζω»;

Σε έχουν κατηγορήσει στην υπόθεση Λιγνάδη ότι κάνεις προπαγάνδα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό που με ενοχλεί πιο πολύ είναι ότι προσπαθείς να μιλήσεις για αυτονόητα δικαιώματα, για κοινωνική ευαισθησία και ενσυναίσθηση και αυτομάτως σε κατατάσσουν σε αυτούς που ασκούν πολιτική προπαγάνδα. Για να ασκήσεις προπαγάνδα όμως πρέπει να πιστεύεις σε κάποιο κόμμα κι εγώ δεν πιστεύω σε κανένα. Είμαι σε απελπισία. Και με θυμώνει ακόμη παραπάνω ότι κάποιοι θέλουν να σου κλείσουν το στόμα. Εχω δει ανθρώπους με

τους οποίους μπορεί να έχουμε συζητήσει για την ευαισθησία ας πούμε στον Τσέχωφ να υποκινούνται μόνο από πολιτικά οφέλη και να γίνονται κτήνη. Και να σε στήνουν στη γωνία επειδή δεν συναινείς στη Δεξιά. Ε δεν συναινώ στη Δεξιά με κανέναν τρόπο.

Αυτή η σκοτεινιά γύρω μας σε οδήγησε στο έργο «Το σπίτι», το οποίο έγραψες ο ίδιος, πρώτη φορά μετά το «Χιόνι στο στόμα» που έγραψες και σκηνοθέτησες στο Αμόρε στα 20 σου;

Το έργο είναι η απόρροια αυτής της απόλυτης σκοτεινιάς. Ξεκίνησα από την ιδέα να κάνω την «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη με ανθρώπους μεσήλικες. Από εκεί περάσαμε με τους συνεργάτες μου στο διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ «Το σπίτι» και μετά γεννήθηκε η ιδέα του δικού μου έργου, που είναι μια σύνθεση δράσεων για τη βία και τον εθισμό μας σε αυτή. Οι ήρωες ζουν μια τυπική καθημερινή μέρα σε ένα σπίτι μίνιμαλ και ουδέτερο χωρίς ταυτότητα και παρελθόν. Από το παράθυρο βλέπουν σε ένα δρόμο. Σιγά σιγά η θέα αλλάζει, ανατρέπεται, αναποδογυρίζει, κουνιέται και συμπαρασύρει μαζί και το σπίτι. Ενας καταιγισμός εικόνων, μια τρύπα από την οποία περνάει καλπάζοντας όλη η ευρωπαϊκή ιστορία μαζί με τη χορογραφία των ηρώων, που προσπαθούν να κρατηθούν από την πραγματικότητα και τα υλικά αντικείμενα με όλη την εθελοτυφλία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Η βία καλπάζει μέσα από την οθόνη μέχρι να φτάσουν όλα σε έναν παροξυσμό.

Μετά τη Στέγη έρχεται άλλος ένας Τσέχωφ με το ανέβασμα του «Γλάρου» στο θέατρο Προσκήνιο στα μέσα Δεκεμβρίου. Είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας;

Ναι. Με συγκινεί πολύ γιατί συνδυάζει βαθιά συναισθηματική εμπλοκή και μια ισοπέδωση που μου ταιριάζει. Στα έργα του υπάρχει πάντα το προφίλ μιας εποχής που πεθαίνει κάτι παλιό για να έρθει το καινούργιο. Μετά τις «Τρεις αδελφές» και τον «Θείο Βάνια» σαν να θέλω με τον «Γλάρο» να κλείσω ένα τριλογικό επεισόδιο γύρω από την αναρώτηση με ποιον τρόπο αυτά τα έργα μπορούν να ξανασυστηθούν σήμερα, μακριά από τη σκόνη που δεν έχουν και μόνοι μας καμιά φορά τα ανεβάζουμε σαν να έχουν. Στον «Γλάρο» με ενδιαφέρει πάρα πολύ το ζήτημα που ανοίγει για το θέατρο. Θα είναι μια παράσταση όπου θα μπαίνουμε σε μια αποθήκη θεάτρου, σε ένα ξεθεμελιωμένο σκηνικό με τελάρα, μαρκίζες και ρούχα χρησιμοποιημένα, με τον Τρέπλιεφ να προσπαθεί να φτιάξει μια νέα γλώσσα.

Για πες μου, είσαι ακόμη εκείνος ο περίεργος τύπος με το μπλοκάκι και το μολύβι που σημειώνει σε κάθε παράσταση παρατηρήσεις για τους ηθοποιούς;

Ε το έχω ακόμη, αλλά στην αρχή των παραστάσεων και μετά χαλαρώνω λίγο. Μόνο όταν δω ότι «κουνιέται» κάτι που θεωρώ θεμελιώδες, εκεί θα επέμβω. Κατάλαβα ότι όταν κάνεις συνεχώς παρατηρήσεις στεγνώνουν τα πράγματα και δεν είναι το καλύτερο. Προσπαθώ να είμαι επίμονος εκεί που χρειάζεται και όχι γενικά επίμονος.

Αυτή η ανάγκη του ελέγχου είναι παρούσα μόνο στην τέχνη ή και στη ζωή σου; Ρωτάω αν καθρεφτίζει ένα χαρακτηρολογικό στοιχείο σου.

Ισχύει και στη ζωή μου. Ισως γιατί μου έλειπε πολύ το κομμάτι της εμπιστοσύνης. Νομίζω πλέον ότι όταν περιφρουρείς τα πάντα γίνεσαι τσιγκούνης χωρίς να το θες. Παλιά φοβόμουν ότι αν καταστραφεί κάτι πολύτιμο μέσα μου, δεν θα επανέλθει. Τώρα πια σκέφτομαι «ας καταστραφεί», καλό είναι κιόλας να καταστραφούν κομμάτια σου για να αναγεννηθούν.

Πού τοποθετείς τον πυρήνα της έλλειψης εμπιστοσύνης που σε βασάνισε;

Νομίζω ότι έχει να κάνει με το σχολείο μου, το Αρσάκειο Εκάλης, όπου αισθανόμουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Δεν ένιωσα βία ή μη αποδεκτός, αλλά ότι δεν μπορούσα να συμμετέχω, ήμουν από άλλο ανέκδοτο. Για να παρηγορηθώ παρατηρούσα τα πάντα σαν περισκόπιο και έγραφα χωρίς να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με κανέναν. Με το θέατρο άρχισα να μοιράζομαι και να ακουμπάω δικές μου κλειστές περιοχές, πιο καθαρά τώρα. Μέσα από την παρατήρηση και την προσωπική εμπλοκή προσπαθούμε να ζήσουμε πέρα από την επιβίωση, μέσα σε αυτό τον ζόφο.

Από τότε που ξεκίνησες το θέατρο μέχρι σήμερα τι θεωρείς ότι έχεις βελτιώσει;

Νιώθω ότι μες στα χρόνια έχω απελευθερωθεί και είμαι πιο ανοιχτός με τους ηθοποιούς. Παλαιότερα είχα τέτοια αγωνία να γίνει καθαρή η φόρμα μου που παραμερίζονταν κάποια πράγματα ουσίας. Ηταν σαν να θέλεις να συστηθείς και κάπως υπερβάλλεις στη γνωριμία για να σε συμπαθήσουν.

Η υπερβολική φόρμα σε προστάτευε από την έκθεση;

Ναι, χωρίς αυτό να είναι γενίκευση. Παρότι ακόμη υπάρχουν κατευθύνσεις πιο καθαρά φορμαλιστικές, ο τρόπος με τον οποίο «διατίθεμαι» σε μια πρόβα είναι πιο προσωπικός.

Επιμένεις να κάνεις αμιγώς θέατρο. Εχεις σκεφτεί να κάνεις τηλεόραση;

Ντρέπομαι να κάνω τηλεόραση, είναι μια γλώσσα που δεν τη γνωρίζω, νιώθω ανεπαρκής. Οσο αντέχω και έχω παραγωγούς που με στηρίζουν θα κάνω αυτό που ξέρω και αγαπώ. Δεν κάνω αίτηση για επιχορήγηση στο υπουργείο Πολιτισμού. Οσο είναι εκεί η κ. Μενδώνη δεν θέτω τίποτε που να με αφορά υπόψη της.

Τι ελπίζεις για το μέλλον;

Δεν ξέρω τι ελπίδες έχουμε. Πιστεύω σε μια καταστροφή όταν καταλάβουν οι άνθρωποι ότι έχουν εκχωρήσει τελείως τον εαυτό τους σε ένα απάνθρωπο μοντέλο κεντροτραπεζικής ανάπτυξης που σκοτώνει κάθε ευαισθησία. Μόνο όταν καταλάβουμε ατομικά ο καθένας ότι έτσι όπως πάμε θα τα χάσουμε όλα –και θα συμβεί σε όλους μας αυτό μέσα από μια μεγάλη κατάρρευση– τότε ίσως επιστρέψουμε στις βασικές αρχές. Οπως λέει και ο Πίντερ στο «Τέφρα και σκιά»: «Δεν μπορούμε να ξαναρχίσουμε πάλι. Μπορούμε να ξανατελειώσουμε πάλι».