Δημήτρης Ιωάννου: Σχέδια και φωτορεαλιστικές απεικονίσεις σε μια «φανταστική» πόλη

Φωτορεαλιστική απεικόνιση της νέας πλατείας Συντάγματος (Φωτορεαλιστική απεικόνιση: Στέφανος Ζήρας)

Ο δρ αρχιτέκτονας – πολεοδόμος ΕΜΠ Δημήτρης Ιωάννου γράφει για την ανάπλαση της κάτω πλευράς της πλατείας Συντάγματος και τον ξεχασμένο «Μεγάλο περίπατο».

 

Η ανάπλαση της κάτω πλευράς της πλατείας Συντάγµατος είναι και επίσηµα το πρώτο έργο του (πάλαι ποτέ;) «Μεγάλου περιπάτου» που πήρε τον δρόµο της υλοποίησης µε την ψήφιση από το δηµοτικό συµβούλιο της Αθήνας της τελικής αρχιτεκτονικής µελέτης για τις παρεµβάσεις στο σηµείο. Η µελέτη αποτελεί µια επικαιροποιηµένη εκδοχή εκείνης που είχε λάβει το 1ο βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισµό της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας ΑΕ το 1999 και είχε υλοποιηθεί στην καθαυτό πλατεία αλλά όχι στο κάτω τµήµα της. Υπογράφεται από την κ. Ντόρα Παπαδηµητρίου και τον καθηγητή ∆ηµήτρη Μανίκα, µέλη και της αρχικής (ευρύτερης) µελετητικής οµάδας.

Εκτός από τα 22 χρόνια που πέρασαν από τότε, τα οποία καθιστούσαν το «φρεσκάρισµα» της µελέτης απαραίτητο, η µεγαλύτερη αλλαγή στα δεδοµένα των δύο σχεδίων αφορά τις κυκλοφοριακές ρυθµίσεις: οι τότε προβλέψεις της ΕΑΧΑ ήταν πολύ πιο τολµηρές υπέρ των πεζών µε στόχο τη µεγαλύτερη αισθητική και λειτουργική ενοποίηση των δύο τµηµάτων της πλατείας, ενώ αυτές του ∆ήµου Αθηναίων και των συγκοινωνιολόγων συµβούλων του είναι πιο συντηρητικές και γι’ αυτό τους τελευταίους 13 µήνες που δοκιµάζονται στο σηµείο δεν έχουν προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήµατα στους οδηγούς. Συνυπολογίζοντας και τη διευκόλυνση των πεζών λόγω της κοντύτερης διάβασης, πιστώνουµε εδώ ένα πρώτο θετικό σηµείο, αλλά µε αστερίσκο στον οποίο θα επανέλθουµε.

Δημήτρης Ιωάννου

Ενα δεύτερο θετικό σηµείο είναι η ενεργοποίηση του «µελετητικού αποθέµατος» του δήµου και µάλιστα µιας βραβευµένης πρότασης η οποία έστω και ύστερα από πολλά χρόνια ολοκληρώνεται. Η καταφυγή σε µελέτες που έχουν παραχθεί µε τον ορθό θεσµικά τρόπο συνιστά µια de facto παραδοχή της αξίας των αρχιτεκτονικών διαγωνισµών και πρέπει να την επικροτήσουµε, έστω κι αν έρχεται από µια δηµοτική αρχή που έχει προβεί σε διάφορες θεσµικές ακροβασίες για να τους αποφύγει (στην πλατεία Οµονοίας αλλά και στις προαναγγελθείσες παρεµβάσεις σε Στρέφη, Φιλοπάππου και Ακαδηµία Πλάτωνος) µέχρι να τους ξεφορτωθεί οριστικά µέσω της βολικής απόφασης του υπ. Περιβάλλοντος της 19ης Μαΐου, στην οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν συνέβαλε.

Από τη σκοπιά της υπεράσπισης των αρχιτεκτονικών διαγωνισµών ως του ενδεδειγµένου µηχανισµού διασφάλισης της καλύτερης δυνατής επίλυσης των περίπλοκων ζητηµάτων που θέτουν τα σηµαντικά έργα δηµόσιου ενδιαφέροντος, η περαιτέρω κριτική στις επιµέρους σχεδιαστικές επιλογές των µελετητών εν προκειµένω περισσεύει. Ακόµη όµως µε το καπέλο του αρχιτεκτονικού κριτικού θα έλεγα ότι µπορεί κανείς πράγµατι να συζητήσει διάφορα –για τα είδη των προτεινόµενων δέντρων, για την αναγκαιότητα των στεγάστρων, για επιµέρους υλικά–, όµως δύσκολα θα απορρίψει τις βασικές συνθετικές παραµέτρους της πρότασης ως ακατάλληλες για την ολοκλήρωση της νεοκλασικής πλατείας και της διεπαφής της µε τον άξονα της οδού Ερµού. Τρίτο θετικό σηµείο λοιπόν που προκύπτει από το δεύτερο είναι η αρχιτεκτονική ποιότητα της µελέτης.

Εδώ όµως αρχίζουν οι αστερίσκοι. Οπως έχει επισηµάνει η Ανοιχτή Πόλη, η εγκατάλειψη του «Μεγάλου περιπάτου» ως συνολικού σχεδίου (και η υλοποίηση των έργων του µεµονωµένα) δεν οφείλεται µόνο στο ότι η αναφορά και µόνο σε αυτόν κάνει πλέον επικοινωνιακή και πολιτική ζηµιά στη δηµοτική αρχή, αλλά και στο ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγµατική πρόθεση να εκτιµηθούν στα σοβαρά οι συνέπειες που θα έχει στην πόλη. Οχι σε κυκλοφοριακό, αλλά σε χωροκοινωνικό επίπεδο: στις χρήσεις και τις αξίες γης, στην πρόσβαση (καθηµερινή ή και µε µακροπρόθεσµους όρους) των διαφορετικών οµάδων χρηστών, σε όλες σχεδόν τις λειτουργίες της πόλης. Μα θα πει κάποιος, ποιες σοβαρές συνέπειες µπορεί να έχει αυτή η ανάπλαση; Η απάντηση είναι ότι ακόµη και η πιο «εύκολη» και «ανώδυνη» από τις παρεµβάσεις του «Περιπάτου» συναρτάται µε άλλες πιο ζόρικες που δεν έχουν καν δοκιµαστεί. Η πιο αναγκαία εκ των οποίων για τη λειτουργικότητα της συγκεκριµένης παρέµβασης είναι η αντιδρόµηση της διαδροµής Κολοκοτρώνη – Βουλής – Καραγεώργη Σερβίας και η χωροθέτηση στην τελευταία της πιάτσας των ταξί. Η ανάγκη για διαρκή αστυνόµευση του µετώπου της κάτω πλατείας (συχνά µε παρουσία κλούβας στην απόληξη της Ερµού!) και το γεγονός ότι αυτό «κιτρινίζει» µε την παραµικρή ευκαιρία δείχνουν ότι η πόλη σπάνια λειτουργεί σύµφωνα µε τα µοντέλα. Αντίθετα, είναι ένα πολύπλοκο σύστηµα σε συνεχή αναζήτηση ισορροπιών µε τρόπους απρόβλεπτους.

Η τελευταία παρατήρηση αναδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβούλευσης και του κοινωνικού διαλόγου. Φοβάµαι πως η αλλεργία της σηµερινής δηµοτικής αρχής σε τέτοιες διαδικασίες (φανερή ακόµη και στη λησµονιά που περιέβαλε ξαφνικά το ειδικό πολεοδοµικό σχέδιο που θα κατοχύρωνε θεσµικά τον «Περίπατο» αλλά θα συνοδευόταν αναγκαστικά από διαβούλευση) δεν οφείλονται µόνο στη βιασύνη της να δείξει αµέσως σηµαντικό έργο, αλλά και σε έναν βαθύ ελιτισµό – στην πεποίθηση ότι «εµείς και οι δικοί µας ξέρουµε καλύτερα». ∆εν υποτιµώ την «αυθεντία του καλού αρχιτεκτονικού σχεδιασµού» ούτε την πολύτιµη διεπιστηµονική προσέγγιση των ειδικών του χώρου. Οµως η πόλη είναι οι άνθρωποί της µε τις αντικρουόµενες πολλές φορές γνώµες τους και τα αντιτιθέµενα συµφέροντά τους. Και πρέπει σε κάθε περίπτωση να τους ακούµε.