Μια συζήτηση με τον ζωγράφο Δημήτρη Αληθεινό για την Ακρόπολη, την πινακοθήκη, τους συλλέκτες και τον «έρανο αξιοπρέπειας».
Αναζήτησα τον ζωγράφο ∆ηµήτρη Αληθεινό για να συζητήσουµε για τέχνη και πολιτισµό. Μια συζήτηση µε έναν από τους πιο ρηξικέλευθους σύγχρονους εικαστικούς καλλιτέχνες της χώρας σίγουρα δεν θα µπορούσε να είναι επίπεδη και ουδέτερη. «Οσοι ανησυχούν για τυχόν εκδορές στην επιφάνεια του βράχου κατά την αποκόλληση [του µπετόν] ας θυµηθούν ότι ο βράχος δέχτηκε τη µανία των Περσών, τις ορδές των Ερουλων, των Βυζαντινών, των Τούρκων, του Μοροζίνι, των Γερµανών και σήµερα πρέπει να επιβιώσει από τη λαίλαπα των τουριστών, της µοναδικής εν λειτουργία ελληνικής βιοµηχανίας. Με ενοχλεί αυτή η διαπίστωση, όµως τα αρχαία, η θάλασσα και το µπουζούκι κατέληξαν να είναι τα κύρια προϊόντα της χώρας». Αληθινά αιρετικός.
Να ξεκινήσουμε με την Ακρόπολη και την κατασκευή των διαδρόμων από μπετόν. Υπάρχουν ενστάσεις ως προς το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και για το μέγεθος του διαδρόμου που μάλλον αποσκοπεί στη διακίνηση μεγάλου αριθμού τουριστών ενδεχομένως και μοντέλων οίκων υψηλής ραπτικής, αλλά και ως προς την κλίση του που δεν βοηθά τα άτομα που κινούνται με αμαξίδιο. Μιας και γνωρίζω ότι ο Μανόλης Κορρές σας ξενάγησε, θα ήθελα τη δική σας οπτική.
Πριν σας απαντήσω θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι είμαι φίλος κι όχι συνήγορος του Μανόλη Κορέ. Το έργο του είναι γνωστό στο πανελλήνιο και δεν χρειάζεται την δική μου υπεράσπιση. Ας προσεγγίσουμε τώρα το θέμα πρακτικά: Έχω ζωντανή εικόνα της φθαρμένης παλαιάς οδού, γι’ αυτό θεωρώ δεδομένο το ότι ήταν απαραίτητο να φτιαχτεί μια καινούργια που να οδηγεί άνετα και με ασφάλεια τους επισκέπτες προς τον Παρθενώνα. Εκτός της λειτουργικότητας, της ανθεκτικότητας κλπ, θα έλεγα ότι το επόμενο σημαντικό ζητούμενο είναι η επιλογή του υλικού και η αισθητική του. Εστιάζω σ’ αυτό κι αναζητώ εναλλακτικές καθώς και διορθώσεις του υπάρχοντος, αφήνοντας πίσω τους αφορισμούς και τις άγονες γκρίνιες.
Η άποψη πως ο Πικιώνης θα σηκωθεί από τον τάφο του αν δει το τσιμέντο, είναι νομίζω υπερβολική. Πιστεύω ότι οι αριστουργηματικές διαδρομές γύρω από την Ακρόπολη δεν θα ταίριαζαν με τίποτα στο συγκεκριμένο σημείο πάνω στο βράχο, ακόμη κι αν φτιάχνονταν από τον ίδιο τον εμπνευστή τους, πόσο μάλλον από μιμητές. Ούτε γυάλινη, ούτε μαρμάρινη, ούτε ξύλινη οδό θα έβλεπα. Η υπάρχουσα από χρόνια ξύλινη σκάλα-διάδρομος στα προπύλαια, θυμίζει ρουστίκ γεφυράκι σε δημόσιο πάρκο, φανταστήτε πως θα ήταν μια τεράστια «ραμποτέ» πασαρέλα. Θεωρώ ότι στην παρούσα φάση επέλεξαν το τσιμέντο ως υλικό το οποίο αφενός προϋπήρχε, κι αφετέρου είναι απρόσωπο. Ίσως δεν είναι το ιδανικό υλικό, και σίγουρα μπορεί να γίνουν «θαύματα» αν υπάρχει απεριόριστος προϋπολογισμός, όμως στη δύσκολη θέση που βρίσκεται η οικονομία μας τις τελευταίες δεκαετίες, καλό είναι να μην υπερβάλλουμε. Όταν ξαναπαχύνουν οι αγελάδες, βλέπουμε τι μπορούμε να κάνουμε, εφόσον η σημερινή κατασκευή είναι αναστρέψιμη.
Ο κύριος Κορές με διαβεβαίωσε ότι ανάμεσα στο βράχο και το τσιμέντο υπάρχει διαχωριστική μεμβράνη ώστε η αποκόλληση να γίνει ανώδυνα. Τον πιστεύω. Κι όσοι ανησυχούν για τυχόν «εκδορές» στην επιφάνεια του βράχου κατά την αποκόλληση, ας θυμηθούν ότι ο βράχος δέχτηκε τη μανία των Περσών, τις ορδές των Έρουλων, των Βυζαντινών, των Τούρκων, του Μοροζίνι, των Γερμανών, και σήμερα πρέπει να επιβιώσει από την σύγχρονη λαίλαπα των τουριστών, της μοναδικής εν λειτουργία ελληνικής «βιομηχανίας». Με ενοχλεί περισσότερο από τον καθένα αυτή η διαπίστωση, όμως τα αρχαία, η θάλασσα και το μπουζούκι κατέληξαν να είναι τα κύρια προϊόντα της χώρας. Ούτε ο σύγχρονος πολιτισμός, ούτε η ανύπαρκτη βιομηχανική ή αγροτική παραγωγή. Και με τον τρόπο μας, γίναμε όλοι συμμέτοχοι σ’ αυτή την κατάντια. Διότι περί κατάντιας πρόκειται.
Ξενάγηση στην Εθνική Πινακοθήκη από τον καθηγητή και κριτικό τέχνης Μάνο Στεφανίδη
Η υπουργός Πολιτισμού είχε συμφωνήσει με το Ίδρυμα Ωνάση να τοποθετήσει πινακίδα που θα εξασφάλιζε τη σφραγίδα του χορηγού και τη δική της υστεροφημία.
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ματαιοδοξία δεν είναι ιδιότητα των καλλιτεχνών αλλά των πολιτικών. Ως πολίτης θυμώνω με την προκλητικότητα των πάσης φύσεως διαχειριστών εξουσίας, ως ποιητής γελάω ειρωνικά καθώς θυμάμαι τα πεσμένα αγάλματα των αυτοκρατόρων, των ηγετών και πρόσφατα των διάσημων αποικιοκρατών. Οι Έλληνες πολιτικοί έχουν φροντίσει επιμελώς, όσο και ανοήτως, να ταυτίζεται η δόξα τους με μια σαθρή, ετοιμόρροπη πινακίδα.
Δηλώνει ωστόσο την ηθική αντίληψη και στάση της ως προς τον πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που εμπορευματοποιείται και χαρίζεται στον μέγα χορηγό.
Θα έλεγα ότι η συμπεριφορά των συγχρόνων αχόρταγων χορηγών, θυμίζει την άξεστη φράση «με τα λεφτά μου μπορώ και την κυρά μου». Και στην περίπτωσή μας η κυρά Ελλάδα, έχει τη χρόνια συνήθεια να παραδίδεται αλλοπαρμένη σε ευεργέτες και χορηγούς, δίχως να λογαριάσει ότι έχει κύρη και αφέντη το λαό. Εδώ και διακόσια χρόνια ο πολιτισμός μας επιζεί με ζητιανιά και ευεργεσίες. Κανείς πολιτικός δεν ενδιαφέρθηκε να αφήσει πίσω του ένα μεγάλο έργο, κάτι που θα τον χαρακτήριζε στο μέλλον. Ακόμη και το σύμβολο περηφάνιας κάθε ελευθέρου κράτους, η Εθνική Βιβλιοθήκη, στην Ελλάδα στεγάζεται σε ιδιωτικό ίδρυμα. Τι θα κάνουμε; Ή θα αφήσουμε την αξιοπρέπεια μας σε χέρια κακορίζικων, όπως τους ονομάζει ο Μακρυγιάννης, ή θα την διεκδικήσουμε μόνοι μας. Πιστεύω στο δεύτερο και προτείνω μέσω της εφημερίδας σας, έναν πανελλήνιο «Έρανο Αξιοπρέπειας» με σκοπό να φύγουν τα ιδρύματα από την Ακρόπολη, την Πινακοθήκη κι αλλού. Αν ο καθένας από εμάς προσφέρει πέντε ευρώ, θα μαζέψουμε αρκετά χρήματα ώστε να επιστρέψουμε τις «δωρεές» στους χορηγούς, περιορίζοντας την δράση τους στα ασθενοφόρα.
Όσον αφορά την πινακοθήκη ποια είναι η άποψή σας για την ανακαίνισή της; Ακούστηκε μέχρι και ότι πλέον δεν θα στέκει σαν ο φτωχός συγγενής του Hilton!
Είμαι υπέρ όσων υποστηρίζουν πως με τόσα χρήματα που ξοδεύτηκαν, θα μπορούσε απλώς να ανακαινιστεί το αρχικό κτίριο και να γίνει εξαρχής μια δεύτερη πινακοθήκη σε κάποιο άλλο σημείο. Έτσι κι αλλιώς στις αποθήκες υπάρχουν πάρα πολλά σημαντικά έργα. Κάτι όμως που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά, είναι τα κριτήριά με τα οποία γίνεται η επιλογή των εκτιθέμενων έργων, ιδιαίτερα του 20ού αιώνα. Κατά τα πενήντα ενεργά χρόνια μου στην τέχνη, δεν έτυχε να γνωρίσω προσωπικά την κυρία Λαμπράκη Πλάκα, και πιστεύω ότι ούτε αυτή ξέρει τη δουλειά μου, εκτός ίσως από φωτογραφίες. Γνωρίζοντας την συγγραφική της παραγωγή θα έλεγα μετά βεβαιότητος, ότι κατέχει τη θεωρία του αντικειμένου της, ότι είναι ένας άνθρωπος με πείσμα, αυτοδημιούργητος, που όμως θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί από την πινακοθήκη εδώ και αρκετά χρόνια.
Έτσι θα διατηρούσε ως το τέλος την καλή φήμη που απέκτησε ως καθηγήτρια της ΑΣΚΤ, και ως διευθύντρια στα πρώτα χρόνια της θητείας της στην Πινακοθήκη (αν και το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις ανέλαβε, ήταν να βγάλει ενα μεγάλο έργο μου από τη θέση που το είχε τοποθετήσει ο αείμνηστος Δημήτρης Παπαστάμος και δεν άγγιξαν οι διάδοχοί του). Πιστεύω ακράδαντα ότι ο διευθυντής ενός ιδρύματος όπως είναι η Εθνική Πινακοθήκη ή το ΕΜΣΤ, δεν θα πρέπει να μπερδεύει τις προσωπικές σχέσεις ή το γούστο του με την αποστολή του. Θα πρέπει να αποφασίζει αντικειμενικά σεβόμενος στην ιστορία της τέχνης του τόπου, πλαισιωμένος από ειδικούς συμβούλους και προπάντων, να είναι υπόλογος.
Ο Μάνος Στεφανίδης έκανε ένα σχόλιο για όσους «γελοίους ή πονηρούς πλειοδότησαν στο άκρως κατασκευασμένο χρηματιστήριο της τέχνης. Εξαπατώντας. Αισχροκερδώντας. Και δημιουργώντας την ψευδαίσθηση σε εκατοντάδες μεγαλογιατρούς ή μεγαλοδικηγόρους ότι αγοράζοντας σωρηδόν πίνακες γίνονταν αυτόματα συλλέκτες ή αποκτούσαν ευαισθησία και γνώση». Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση;
Δεν μπορώ να απαντήσω ούτε θεωρητικά στο ερώτημά σας, γιατί δεν έχω σχέση με το χρηματιστήριο της τέχνης. Το χρηματιστήριο δεν αφορά το έργο μου – ειδικά μέσα στα στενά ελληνικά δεδομένα όπου συγκεκριμένοι δημοπράτες προτείνουν συγκεκριμένους εμπορικούς καλλιτέχνες. Μπορώ όμως να σας πω μια ιστορία για έναν συλλέκτη που το ήθος καθώς και η συμπεριφορά του σπανίζουν στις μέρες των golden boys-jet set συλλεκτών. Το όνομά του ήταν Αλέξανδρος Ψυχράμης. Δυστυχώς δεν τον γνώρισα ποτέ προσωπικά και με κάποιον τρόπο, το φέρω βαρέως. Ήταν το 1973 και στο Πνευματικό Κέντρο Ώρα της οδού Ξενοφώντος, έδειχνα το «Ενα Συμβάν» καταγγέλλοντας την χούντα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι είχα χρεωθεί για να γίνει αυτό το έργο, το οποίο δεν είχε κανένα εμπορικό μέλλον. Ο κύριος Ψυχράμης ήρθε στην «Ώρα» όταν εγώ έλειπα, και χωρίς να το διαλαλήσει, άφησε ενα σημείωμα με το οποίο πήρα από την τράπεζα ενα ποσό αρκετό να ξεχρεώσω. Δεν τον συνάντησα ποτέ, δεν αντάλλαξα την γενναιοδωρία του με αντίδωρο, διότι τέτοιες καλοσύνες δεν ανταλλάσσονται.
Ένας άλλος πολύ σημαντικός κατά την γνώμη μου Έλληνας συλλέκτης είναι ο κύριος Πρόδρομος Εμφιετζόγλου. Αν και με τον ίδιο συναντήθηκα μόνο μια φορά, επισκεπτόμουν συχνά τους χώρους της συλλογής του με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα που δεν βλέπεις στα μουσεία. Σίγουρα ένα κρατικό μουσείο σύγχρονης τέχνης δεν πρέπει να είναι υπέρ-εθνικό, αλλά άλλο τόσο, δεν πρέπει να είναι παγκοσμιοποιημένα καταναλωτικό. Δεν είμαστε αποικία, είμαστε μια χώρα με τον δικό της πολιτισμό και η συλλογή Πρόδρομου Εμφιετζόγλου επικεντρωνόταν σε αυτό.
To δικό μας μουσείο σύγχρονης τέχνης είναι ένα σύγχρονο γεφύρι της Άρτας…
Θυμάμαι στη γκαλερί Δεσμός τη δεκαετία του ’80 αφιερώναμε μήνες συζητήσεων για το πώς μπορεί να είναι ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Αισθάνομαι ότι όλα έγιναν μάταια. Παρακολούθησα πριν μερικούς μήνες μια συζήτηση της κ. Μενδώνη με έναν επιχειρηματία-συλλέκτη ο οποίος πρότεινε να διαχειρίζονται το (κρατικό!) μουσείο οι συλλέκτες. Επίσης διάβασα την τροπολογία με την οποία ο εκάστοτε διευθυντής μπορεί πλέον να νοικιάζει τις αίθουσες του ΕΜΣΤ σε όποιον συλλέκτη επιθυμεί να εκθέσει. Αν με ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό πρακτικά θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Πριν από λίγα χρόνια ένα από τα γνωστά ιδρύματα πρότεινε στο ΕΜΣΤ την έκθεση ενός «δικού του» καλλιτέχνη. Το διοικητικό συμβούλιο του μουσείου αρνήθηκε διότι δεν θεώρησε ότι ο καλλιτέχνης αυτός έπρεπε να εκθέσει στο μουσείο. Με την νέα τροπολογία όμως, κάθε ίδρυμα μπορεί να νοικιάσει τον χώρο και να εκθέσει ο, τι νομίζει. Για όλους αυτούς τους λόγους, επαναλαμβάνω την ιδέα ενός «Έρανου Αξιοπρέπειας». Κάποιες φορές, πρέπει να παίρνουμε την κατάσταση στα χέρια μας.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 9/3/2021