Έπειτα από την εκστόμιση εκατέρωθεν απειλών και τελεσιγράφων, ΗΠΑ και Ρωσία αποφάσισαν να προχωρήσουν στην διεξαγωγή συνομιλιών στην Γενεύη στις 10 Ιανουαρίου, όμως προς το παρόν δεν διαγράφεται κάποιο πιθανό αποτέλεσμα από αυτές.
Το ουκρανικό ζήτημα έχοντας μπει στον «πάγο» τα τελευταία χρόνια είχε σχεδόν ξεχαστεί, μολονότι η ανταλλαγή πυρών στη ζώνη επαφής ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους ρώσους αποσχιστές δεν σταμάτησε επί της ουσίας ποτέ, παρά την υπογραφή των συμφωνιών του Μίνσκ το 2015 που προέβλεπαν αφενός την κατάπαυση του πυρός, αφετέρου έδειχναν έναν οδικό χάρτη προς την οριστική ειρήνευση στη περιοχή.
Οι ουκρανοί νιώθουν ότι οι συμφωνίες είναι ετεροβαρής ενώ η μνήμη από την ενσωμάτωση της Κριμαίας από τους Ρώσους είναι ακόμη νωπή, κατά συνέπεια κάνουν ότι είναι δυνατόν ώστε να ενισχύσουν την θέση τους.
Παράλληλα η κυβέρνηση Μπάιντεν νιώθει πως ήρθε η στιγμή να πιέσει τη Ρωσία ώστε να αναιρεθεί το γερμανορωσικό σχέδιο ενεργειακής διασύνδεσης μέσω του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου, Nordstream 2, σε σύμπλευση πάντοτε με τη νέα γερμανική κυβέρνηση.
Σε αυτή τη συγκυρία και έχοντας τη πλάτη του στον τοίχο ο Πούτιν απαίτησε την υπογραφή μιας συνθήκης ασφαλείας με τη Δύση που θα δημιουργήσει έναν ουδέτερο γεωπολιτικό χώρο στην ανατολική Ευρώπη, ζητώντας επί της ουσίας μια νέα Γιάλτα.
Η Δύση και δη οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να απορρίψουν το αίτημα του Πούτιν, αφού δεν θέλουν να του δώσουν επιπλέον επιχειρήματα στο εσωτερικό του, παρόλο που η μη απόρριψη σηματοδοτεί την έστω και μερική νομιμοποίηση των ρωσικών αιτημάτων.
Η εποχή που οι ΗΠΑ ξανασχεδίαζαν τον χάρτη της Ευρώπης και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό κρατών όπως της Βαλτικής και της Πολωνίας βαίνει προς το τέλος της.
Αυτό αποδεικνύεται από την αδυναμία επιβολή της δυτικής βούλησης στην Ουκρανία, μιας και οι έντονες ρωσικές αντιδράσεις αποτρέπουν την είσοδο της τελευταίας στο ΝΑΤΟ.