Έπεσε η αυλαία της πολύκροτης δίκης του Τζόνι Ντεπ και της Άμπερ Χερντ με την ηθοποιό να κρίνεται τελικά ένοχη από την αμερικανική Δικαιοσύνη γιατί δυσφήμησε τον πρώην σύζυγό της, εμφανίζοντας τον εαυτό της ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις εδώ και αρκετό καιρό, λαμβάνοντας διεθνής διαστάσεις. «Οι ένορκοι μου έδωσαν τη ζωή μου πίσω», υποστήριξε ο Τζόνι Ντεπ ενώ χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες από τις εκφράσεις της Άμπερ Χερντ όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία που θα κληθεί να πληρώσει ένα ποσό – μαμούθ.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο της Βιρτζίνια αποφάνθηκε ότι η ηθοποιός Άμπερ Χερντ δυσφήμησε τον πρώην σύζυγό της Τζόνι Ντεπ, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας, επιδικάζοντας στον σταρ του Χόλιγουντ αποζημίωση ύψους 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, όμως, δικαίωσε εν μέρει τη Χερντ — η οποία είχε απαντήσει με δική της αγωγή με αφορμή τις δηλώσεις δικηγόρου του Ντεπ, που είχε χαρακτηρίσει «φάρσα» τις κατηγορίες της — επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων.
«Το δικαστήριο μου έδωσε πίσω τη ζωή μου», δήλωσε ανακουφισμένος ο Τζόνι Ντεπ σε ανάρτησή του στο Instagram ύστερα από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.
«Συντετριμμένη», δήλωσε από την πλευρά της η Άμπερ Χερντ, υποστηρίζοντας ότι «το βουνό των αποδεικτικών στοιχείων» δεν ήταν αρκετό απέναντι στην πολύ μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή του πρώην συζύγου της. Δείτε την έκφραση της Άμπερ Χερντ τη στιγμή που ανακοινώνεται η ετυμηγορία:
Εκατέρωθεν μηνύσεις
Η πολύκροτη δίκη σημαδεύτηκε από την αμοιβαία εκτόξευση κατηγοριών για ενδοοικογενειακή βία και έφερε στο φως της δημοσιότητας άγνωστες πτυχές της προσωπικής ζωής των δυο σταρ του Χόλιγουντ.
Η ζωή της Αμπερ Χερντ «έχει γίνει κόλαση» από την έναρξη της δίκης, δήλωσε η συνήγορός της Ιλέιν Μπρέντχοφτ κατά την τελευταία ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου του Φέρφαξ, κοντά στην Ουάσινγκτον.
Η συνήγορός της ζήτησε από τους ενόρκους – πέντε άνδρες και δύο γυναίκες – να απορρίψουν τη μήνυση του Τζόνι Ντεπ «για να της επιτρέψουν να συνεχίσει τη ζωή της και να μεγαλώσει το παιδί της».
Ο σταρ της κινηματογραφικής σειράς «Οι Πειρατές της Καραϊβικής» μήνυσε για δυσφήμηση την πρώην σύζυγό του, η οποία είχε αναφερθεί σε άρθρο γνώμης στην Washington Post το 2018 σε ένα «δημόσιο πρόσωπο που ενσαρκώνει την συζυγική βία», χωρίς να κατονομάσει τον Τζόνι Ντεπ.
Ο Τζόνι Ντεπ απαιτούσε αποζημίωση ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων, με το επιχείρημα ότι το άρθρο κατέστρεψε την καριέρα και την υπόληψή του.
Η Άμπερ Χερντ πέρασε την αντεπίθεση και απαίτησε διπλάσιο ποσό αποζημίωσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή η «άχρηστη μήνυση» παρατείνει «τις εναντίον της καταχρήσεις και την παρενόχληση στις οποίες την έχει υποβάλει ο Τζόνι Ντεπ».
Θανατικές απειλές
Από τις 11 Απριλίου, ενώπιον των ενόρκων κατέθεσαν δεκάδες μάρτυρες, ενώ ηχητικές και οπτικές καταγραφές αποκάλυψαν σκανδαλιστικές λεπτομέρειες της κοινής ζωής του ζευγαριού που καμία σχέση δεν έχουν με τη λάμψη του Χόλιγουντ.
Η ηθοποιός διηγήθηκε πώς ο Τζόνι Ντεπ μεταμορφωνόταν σε «τέρας» υπό την επήρεια εκρηκτικού κοκτέιλ ναρκωτικών και αλκοόλ και ότι δεν ακολουθούσε θεραπεία απεξάρτησης.
Η Άμπερ Χερντ τον κατηγόρησε ότι την είχε βιάσει, χρησιμοποιώντας ένα μπουκάλι τον Μάρτιο 2015, έναν μήνα μετά τον γάμο τους στην Αυστραλία, όπου ο ηθοποιός γύριζε την πέμπτη συνέχεια των «Πειρατών της Καραϊβικής».
Εκείνη την ημέρα, ο Τζόνι Ντεπ βρέθηκε με κομμένο το άκρο ενός δακτύλου του και νοσηλεύθηκε. Δήλωσε ότι προκλήθηκε από σπασμένο μπουκάλι που του εκσφενδόνισε η Άμπερ Χερντ. Εκείνη υποστήριξε ότι τραυματίσθηκε μόνος του.
Αφού τον εγκατέλειψε, τον Μάιο 2016, η Άμπερ Χερντ ισχυρίστηκε ότι έγινε στόχος εκστρατείας δυσφήμησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κατέστρεψε την καριέρα της.
Κατήγγειλε ότι ήταν στόχος «παρενόχλησης» από την αρχή της δίκης, η οποία μεταδιδόταν απευθείας από την τηλεόραση, και ότι έχει δεχθεί «χιλιάδες» θανατικές απειλές.
Ο Τζόνι Ντεπ είχε χάσει μια δίκη για δυσφήμηση στο Λονδίνο το 2020, κατά της βρετανικής ταμπλόιντ The Sun, που τον είχε χαρακτηρίσει «βίαιο σύζυγο».
Οι δύο ηθοποιοί χώρισαν το 2017 και δηλώνουν εκατέρωθεν ότι έχασαν από 40-50 εκατομμύρια δολάρια από την πτώση του κασέ τους μετά τη δημοσίευση του άρθρου στην Washington Post.