Συνεχίζεται την Παρασκευή το Εφετείο της υπόθεσης του Βαγγέλη Σταθόπουλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε 19 χρόνια κάθειρξη, χωρίς επαρκή στοιχεία για κλοπή σε πρακτορείο ΟΠΑΠ στον Χολαργό στο πλαίσιο της δράσης της οργάνωσης «Επαναστατική Αυτοάμυνα» στις 21 Οκτωβρίου 2019, παρά τις μαρτυρικές καταθέσεις που τον τοποθετούσαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον Χολαργό την ώρα της τέλεσης του αδικήματος.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου μαζί του, κάθονται ο ο Δ.Μ., στο σπίτι του οποίου βρέθηκαν τα όπλα, και ο Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης, ο οποίος απουσίαζε από το δικαστήριο πρώτου βαθμού και καταζητούταν αλλά με δημόσιο κείμενό του είχε παραδεχτεί τη διάπραξη της κλοπής κατά την οποία αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος, αλλά έχει βγάλει από το κάδρο τους δύο συγκατηγορούμενους του ισχυριζόμενος με σαφέστατο τρόπο πως δεν έχουν σχέση με την υπόθεση, ούτε με την κλοπή αλλά ούτε και με την οργάνωση της οποίας όπως λέει υπήρξε μέλος, αλλά δεν είναι πια ενεργή. Ο Β. Σταθόπουλος έχει τονίσει επανειλημμένα και από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του, ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση περιορίζεται στην ιατροφαρμακευτική βοήθεια που παρείχε στον τραυματία Δ. Χατζηβασιλειάδη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το δικαστήριο ναι μεν τους καταδίκασε ως μέλη της Επαναστατικής Αυτοάμυνας αλλά ταυτόχρονα τους αθώωσε για τις ενέργειες της οργάνωσης. Δηλαδή σύμφωνα με το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ο Βαγγέλης Σταθόπουλος καταδικάστηκε στην εξοντωτική ποινή των 19 ετών επειδή όπως έκρινε ήταν μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και μαζί με αγνώστους τέλεσε τα χτυπήματα για τα οποία η ίδια απόφαση τον αθωώνει καθώς δεν αποδεικνύεται πως ήταν εκεί.
«Καταδικάστηκα σε 19 χρόνια χωρίς ίχνος νομικών στοιχείων»
«Αρνούμαι όλες τις κατηγορίες που μου έχουν αποδοθεί, δεν ήμουνα ούτε είμαι μέλος της Επαναστατικής Αυτοάμυνας όπως και δεν συμμετείχα σε καμία κλοπή ή μετέφερα οπλισμό. Θα ήθελα να σχολιάσω την καταδίκη μου από το πρώτο δικαστήριο λέγοντας ότι στην ουσία, η δημοκρατία του κράτους και της εξουσίας σε συνεργασία με το αστικό δίκαιο, με καταδίκασαν σε 19 χρόνια φυλακή όχι επειδή είχαν στοιχεία αλλά αυτή η κίνηση σφραγίζει μια περίοδο ακραίας εκδικητικότητας απέναντι στα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Καταδικάζοντας εμένα, καταδεικνύει τις προθέσεις της ακροδεξιάς κυβέρνησης που προσπαθεί να επεκτείνει τον κοινωνικό έλεγχο σε όλη τη δημόσια σφαίρα. Να τρομοκρατήσει ποινικοποιώντας την αξία της αλληλεγγύης και να επιβάλλει τον ολοκληρωτισμό.» είπε κατά την έναρξη της δεύτερης δικάσιμο του Εφετείου, ο Βαγγέλης Σταθόπουλος και πρόσθεσε:
«Στο πρώτο δικαστήριο, δεν υπήρχε καμία διάκριση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, στήνοντας ειδικά μια δίκη καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα, με πάνοπλους αστυνομικούς να σημαδεύουν το ακροατήριο, δημιουργώντας ένα κλίμα καθαρά τρομοκρατικό ως προς το κοινό που παρακολουθούσε. Είναι αυτό που έλεγα από την αρχή ότι ήταν καθαρά ένα στρατοδικείο με μια fast track διαδικασία και σίγουρα με μια προειλημμένη απόφαση. Φυσικά και το λιθαράκι στη στημένη διαδικασία, το έβαλε και η πολιτική αγωγή, λέγοντας συνεχόμενα ψέματα στην αγόρευσή τους και σε όλη τη διαδικασία. Προσωπικά, δεν περίμενα κάτι άλλο από τους υπερασπιστές του ναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, της οποίας αρκετοί καταδικασμένοι είναι έξω μιας που οι συμπάθειες μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης δεν κρύβονται ως προς τους ομοϊδεάτες τους. Σαφώς βέβαια, εγώ καταδικάστηκα σε 19 χρόνια κάθειρξη χωρίς ίχνος νομικών στοιχείων, που ακόμα και η ίδια η απόφαση στηρίζεται σε αντιφάσεις, ψέματα και νοηματικές ακροβασίες, τα οποία θα αποδειχθούν στη συνέχεια, και στην ουσία η καταδίκη μου στηρίζεται καθαρά σε πολιτικούς λόγους και στην ταυτότητά μου ως αναρχικός».
«Διώκονται, επειδή με περιέθαλψαν»
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης, παίρνοντας τον λόγο, δήλωσε πως «ήμουνα ένας από τους δύο ανθρώπους, οι οποίοι πραγματοποίησαν την κλοπή στο OPAP play στο Χολαργό. Ο δεύτερος άνθρωπος δεν έχει κατονομαστεί, είναι άγνωστος και δεν είναι κανένας από τους δύο συγκατηγορούμενούς μου», ενώ μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Θα κάνω ευκρινές αυτό που είναι ήδη δημόσια γνωστο: Έχω συμμετάσχει στην επαναστατική πάλη και συγκεκριμένα μέσα από την πολιτική διεργασία που ονομαζόταν οργάνωση Επαναστατικής Αυτοάμυνας. Στο διάστημα που ημουν φυγας απο τον Οκτωβρη του 2019 που τραυματιστηκα, μεχρι και τη σύλληψή μου, δημοσιως υπερασπίστηκα τη σχέση μου με τον αγώνα και οχι μονο σαν μια ιστορικη παρακαταθήκη αλλα και σαν μια επικαιρη αναγκαιοτητα. Όντας ήδη αιχμάλωτος και ενώπιον ενός δικαστηρίου συνεχίζω να υπερασπίζομαι τον αγώνα αυτόν και τη σχέση μου με τον αγώνα αυτόν. (…) Το κράτος, μέσα από το πρόσωπο του δικαστηρίου, τιμώρησε σκληρά πρωτίστως την κοινωνική αλληλεγγύη. Ήταν κύριος σκοπός του το χτυπημα της ιδιας της κοινωνικής αλληλεγγύης στα επαναστατικά χαρακτηριστικά της, για την εμπέδωση της απομόνωσης του αντάρτικου. (…) Η συνεχιζόμενη αιχμαλωσία του συντρόφου Βαγγέλη Σταθόπουλου με επικρεμάμενη εδώ τη μακρόπνοης διάρκειας συνέχισής της, αποτελεί έναν εκβιασμό συνεργασίας προς τον συντροφο Βαγγέλη Σταθόπουλο σε μια αντεπαναστατική επιχείρηση με τη μορφή της ομολογίας του διωκτικού αφηγήματος».
Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας πως «το κράτος χρειαζόταν ήδη πριν την πρωτόδικη διαδικασία, όταν ξεκίνησε η κατασταλτική επιχείρηση μετά τον τραυματισμό μου αλλά και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, σύμφωνα με τον 187 Α, να παρουσιάσει μια ομάδα 3 προσώπων, ώστε να χτυπήσει την κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία εκφράστηκε από τους δύο ανθρώπους αλλά και άλλους ανθρώπους που δεν διώκονται, προς εμένα. Το βασικό μου κίνητρο μου για να δώσω αυτό το νομικό αγώνα είναι ο περιορισμός του τρομοκρατικού πλήγματος εναντίον των δυο συγκατηγορουμένων μου με μια ιδιαίτερη εστίαση στην απελευθέρωση του συντρόφου Βαγγέλη Σταθόπουλου, ο οποίος έχει ήδη προσβληθεί βαριά, με 3 σχεδόν χρόνια αιχμαλωσίας για την αλληλεγγύη που προσέφερε. Έχω ανυπολόγιστο χρέος προς τους δυο ανθρώπους που βρίσκονται υπό διωγμό, επειδή με περιέθαλψαν. Δεν γίνεται να τους υπερασπιστώ εγκαταλείποντας τον αγώνα μέσα από τον οποίο βρέθηκα αντιμέτωπος με τούτη την αντεπαναστατική επιχείρηση και για την ήττα του οποίου χτυπιέται η κοινωνική αλληλεγγύη. Αντιθέτως, αναδεικνύοντας την κοινωνική αλήθεια και το δίκιο της επαναστατικής πάλης, θα αναχαιτίσουμε την επίθεση αποδόμησης των κοινωνικών σχέσεων της κοινωνικής αλληλεγγύης».
Παρέλαση μαρτύρων για ενέργειες που… έχουν αθωωθεί
Αφού το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων απέβαλε την πολιτική αγωγή, που είχε παρασταθεί στον πρώτο βαθμό, καθώς οι κατηγορούμενοι έχουν αθωωθεί για τον τραυματισμό του αστυνομικού, όπως και για όλες τις ενέργειες της οργάνωσης, ξεκίνησαν να καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα μετά από αίτημα που κατέθεσαν οι δικηγόροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, το δικαστήριο δέχτηκε να εξετάσει πρώτα
όλα τα πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τις επιθέσεις για τις οποίες οι κατηγορούμενοι έχουν αθωωθεί, ανάμεσά τους και 18 αστυνομικοί.
Όπως είναι λογικό κανείς εκ των μαρτύρων δεν είχε να εισφέρει κάτι ουσιαστικό στη διαδικασία καθώς ουδείς δεν έχει αναγνωρισει κανέναν εκ των κατηγορουμένων.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις σχετικά με τις υπόλοιπες υποθέσεις, το δικαστήριο ξεκίνησε να εξετάζει επί της ουσίας την υπόθεση της κλοπής στο OPAP play στο Χολαργό.
Μια Αντιτρομοκρατική που δεν ξέρει τι είναι τρομοκρατία
Εκείνος που ξεχώρισε με την κατάθεσή του ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, Αστυνόμος Β’ της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ο οποίος κλήθηκε να καταθέσει ως ο άνθρωπος που του ανατέθηκε η ανάλυση του βιντεοληπτικού υλικού, με τον ίδιο αρχικά να ισχυρίζεται πως έχει δει μόνο το ένα βίντεο, ενώ αργότερα απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας άλλαξε την κατάθεσή του και υποστήριξε ότι έχει δει και τα δύο. Ο ίδιος κατά βάση κατέθετε τα όσα… του μετέφεραν οι ανώτεροί του χωρίς ο ίδιος να έχει ιδία γνώση για το περιστατικό.
Ο μάρτυρας κατέθεσε με συγκλονιστική ακρίβεια δευτερολέπτων τα όσα καταγράφουν τα βίντεο – όπως ακριβώς και πρωτόδικα – αλλά αξίζει να σημειωθεί πως σε οποιαδήποτε άλλη ερώτηση από το προεδρείο ή τους συνηγόρους έδειχνε εξαιρετικά αγχωμένος και δεν μπορούσε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα γενικού περιεχομένου τα οποία λόγω της θέσης του στην Υπηρεσία θα όφειλε να γνωρίζει. Αυτή η αδυναμία παροχής απαντήσεων καταδεικνύει τις παθογένειες της ίδιας της υπηρεσίας, καθώς για παράδειγμα, ο μάρτυρας, πορεία δεκατριών ολόκληρων χρόνων στην Αντιτρομοκρατική δεν ήταν σε θέση να απαντήσει για το τι ορίζεται ως τρομοκρατία στην Ελλάδα, τι περιέχει το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, αλλά και ποιές είναι οι πολιτικές και συνταγματικές δομές του κράτους.
Στη συνέχεια ο μάρτυρας, εμφανώς ζορισμένος από τις ερωτήσεις της προέδρου του δικαστηρίου δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το σκεπτικό της αστυνομίας, ότι δηλαδή ο Β. Σταθόπουλος έφυγε από τον Χολαργό και μετέβη σπίτι του προκειμένου να ξεφορτωθεί κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο στον… κάδο έξω από την κατοικια του. Ο ίδιος δεν μπορούσε να απαντήσει ούτε για το πως λειτουργεί η υπηρεσία αναφορικά με τα γνωστά, ανώνυμα τηλεφωνήματα. Ένα τέτοιο άλλωστε έφερε στο προσκήνιο τον κατηγορούμενο Β. Σταθόπουλο βαφτίζοντάς τον, το Νο2 της κλοπής.
Όπως σημείωσε κατά τον σχολιασμό του ο Γιώργος Κακαρνιάς, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του Βαγγέλη Σταθόπουλου, «συμφωνα με την κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα ο Σταθόπουλος θα έπρεπε το πολύ πολύ να εχει διωξη για υπόθαλψη». Ενώ σύμφωνα με τον έτερο δικηγόρο υπεράσπισής του, Θανάση Καμπαγιάννη «ολα οσα ειπε ο μάρτυρας πλην των βιντεο, ειναι ο,τι του έχουν μεταφέροι οι ανώτεροί του. Δεν ειχε να συνεισφέρει κάτι», ενώ από την πλευρά του ο Κώστας Παπαδάκης, συνήγορος υπεράσπισης του Δ.Μ. έκανε λόγο για μία αντιτρομοκρατική υπηρεσία που «έρχεται να καταθέσει μισες αλήθειες και ολόκληρα ψέμματα» και τόνισε πως «είναι προκλητικό ένας άνθρωπος που ανήκει σε μία υπηρεσία που αντικείμενό της είναι ο 187Α, να μην ξερει τι ειναι ο 187Α» .
Το δικαστικό χρονικό
Στον πρώτο βαθμό το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, καταδίκασε, τον Β. Σταθόπουλο χωρίς να δώσει βάση στις καταθέσεις μαρτύρων που τον ήθελαν χιλιόμετρα μακριά από τον Χολαργό την ώρα της κλοπής, ενώ ταυτόχρονα, δεν έλαβε υπόψη του το υλικό από τις κάμερες που υπάρχει από τον χώρο που έλαβε χώρα η κλοπή, και δείχνει δύο δράστες ο σωματότυπος των οποίων είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν του Β. Σταθόπουλου που έχει ύψος 1,93 μ., (σ.σ. σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα οι δράστες ήταν και οι δύο μετρίου αναστήματος) αλλά και το οπτικό υλικό από κάμερες που τον δείχνει να βγαίνει και να μπαίνει στο σπίτι του με πορτοκαλί φωσφοριζέ μπλούζα, περίπου μία ώρα πριν και μετά τη ληστεία, δείχνοντας κουρασμένος αλλά χαλαρός.
Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή δηλώνει πως η εμπλοκή του με την υπόθεση βασίζεται στην αλληλεγγύη που έδειξε και τη βοήθεια που προσέφερε στον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Χατζηβασιλειάδη.
Η ελληνική δικαιοσύνη επέδειξε τη συσσωρευμένη σκληρότητα της προς το πρόσωπο του Β. Σταθόπουλου, αφού από την αρχή της σύλληψής του, όπως φαίνεται απαξιώνει την ίδια τη λογική και ακολούθησε τυφλά ένα σαθρό κατηγορητήριο με μπούσουλα την συντηρητική λογική αναπαραγωγής του στερεοτύπου της δεδομένης ενοχής λόγω προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του στο παρελθόν. Η καταδικαστική απόφαση ήρθε ως αποτέλεσμα, ανεπαρκών στοιχείων, ενός αμφισβητούμενου δείγματος DNA, το οποίο σύμφωνα με ειδικό πραγματογνώμονα που κατέθεσε, θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε και να έχει μεταφερθεί με διάφορους τρόπους στο σημείο που βρέθηκε.