Στην εξαιρετικά φορτισμένη αίθουσα σε απόλυτη ησυχία και με το κοινό σιωπηλό να παρακολουθεί τις μαρτυρίες των ανθρώπων που επέζησαν από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής. Ένας από αυτούς ο Παναγιώτης Ντάγκαλος ο οποίος έχασε τη σύζυγό του εκείνη την ημέρα, ενώ κατάφερε να επιβιώσει ο ιδιος και ο 3,5 ετών γιος του.
Δείτε επίσης: Δίκη Μάτι: Ανατριχιαστικές καταθέσεις – «Μαμά καίγομαι!» (Photos)
«Την ημέρα εκείνη μετά το μεσημεριανό φαγητό πέσαμε για ύπνο εγώ και το παιδί εκτός από τη γυναίκα μου. “Μου λέει σήκω κάτι γίνεται. Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της λεωφόρου Μαραθωνος. Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλέους. Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο» περιέγραψε.
Όπως είπε ο μάρτυρας όταν βγηκε στον δρόμο, τίποτα δεν προμήνυε το κακό που ερχόταν, αλλά η διακοπή του ρεύματος τους οδήγησε στο αυτοκίνητο. «Η Πόπη μου, μου λέει “φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί!”. Πάω προς το σπίτι του συναδέλφου μου που ήταν παραλιακό να του παραδώσω το κλειδί του σπιτιού που εμένα. Λέω τι βλέπεις; Μου λέει καπνούς βλέπω, λέω να φύγουμε. Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδώνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω. Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού, μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι να λειτουργήσω τον κλιματισμό. Να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα», είπε και συμπλήρωσε «ένιωθα ένα κάψιμο από την δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος».
«Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχα φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου. Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου “το παιδί!”. Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να παω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα», περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο ο μάρτυρας και συνέχισε αναφερόμενος στον αγώνα δρόμου που έκανε για να φτάσει στη θάλασσα ενώ ο ιδιος καιγόταν ήδη από κλαδιά:
«Βρίσκω αδιέξοδο γιατί δεν έβλεπα. Στρίβω κι άλλο αδιέξοδο. Βρήκα το δρόμο προς τη θάλασσα με τις φωτιές να πέφτουν πάνω μας. Τα εγκαύματα μου ήταν στα χέρια και τα πόδια. Ήταν καιόμενα κλαδιά, αν είχαν πέσει στο κεφάλι μου θα πέφταμε επι τόπου με το παιδί στον τοπο. Στο δρόμο για τη θάλασσα βρήκα μια ηλικιωμένη κυρία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Όλα αυτά 50 μέτρα από τη θάλασσα! Με όλη μου τη δύναμη έτρεξα προς τη θάλασσα. Φτάνω και με την κουβέρτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπάστηκαμε με αυτή. Άλλοι που δεν είχαν πετσέτα καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Έπεφταν οι καύτρες. Αυτό έγινε 18.40. Ο χρόνος που είχαμε για να διαφύγουμε ήταν αυτό το διάστημα».
Όταν τα πράγματα έμοιαζαν κάπως καλύτερα ο μάρτυρας επιχείρησε να αναζητήσει τη σύζυγο του, αφήνοντας το παιδί του σε φιλική οικογένεια μέσα στη θάλασσα για να τον προσέχουν. «Άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου αν την είχε δει. Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το λιμενικό, δεν υπήρχα κάποιος να μας σώσει. Μόνο κάποια στιγμή είδα βαρκούλες που προσπαθούσαν να επιβιβάσουν κάποιους ανθρώπους. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφασίζω να την ψάξω από το ίδιο μονοπάτι. Βρέθηκα στην λεωφόρο ποσειδωνος. Αμάξια παντού. Αλλά να καίγονται, αλλά όχι. Δέντρα να έχουν αρπάξει φωτιά. Πήγα προς το αυτοκίνητο μας. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παράτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας».
‘Οπως είπε επέστρεψε άμεσα στη θάλασσα όπου ήταν το παιδί του, ενώ λίγη ώρα αργότερα, εμφανιστηκαν διασώστες που τους οδήγησαν σε ξενοδοχείο μέσα από δρομάκια.
«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου δε σηκωθήκαμε!Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δε βρεθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή» είπε και συνέχισε με λυγμούς:
«Δεν θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του. Η Πολιτεία ασχέτως καιρικών συνθηκών δε δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν. Δεν βρεθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Ματι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών. Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!»
«Υπήρχαν 4 σάκοι, στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγος μου»
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ένας άνδρας από την Πολωνία που βρισκόταν με την οικογένειά του διακοπές στην Ελλάδα και έχασε στη φονική πυρκαγιά τη σύζυγό του και το παιδί του.
«Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Όλα ήταν καλά μέχρι τις 23 Ιουλίου. Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Ειδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακρυά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Εκεινη τη στιγμή είδα νερό να τρέχει στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε:
«Άρχισα να τρεχω και να ψάχνω τη γυναικα μου και το παιδί. Η κατασταση ήταν τρομερή. Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγος μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ήταν πολλά άτομα φοβόμουν να μπω και εγώ. Τους είπα πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω. Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί. Επαιρνα το τουριστικό γραφειο να μάθω αν είχαν σωθεί, αν ήταν στη βάρκα. Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου από Πολωνία ότι η σύζυγος μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδερφό μου να της πει να σωθούν και να μην σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν ειχε άλλη μπαταρία. Όταν τελείωσε η φωτιά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Καμία βοήθεια. Παρατήρησα κάτι πυροσβέστες και τους είπα για την γυναίκα μου. Τους ακολούθησα».
Ο μάρτυρας συγκλονισμένος περιέγραψε πως έμαθε ότι η οικογένεια του δεν τα κατάφερε γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν!
«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαυροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου. Αυτή η τραγωδια δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργουσαν οι υπηρεσίες. Κανεις δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω».