Σε φορτισμένο κλίμα συνεχίστηκαν οι καταθέσεις στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Συγγενείς θυμάτων, περιγράφοντας την αγωνία που έζησαν εκείνες τις ώρες μέχρι να μάθουν τι έχουν απογίνει οι δικοί τους άνθρωποι. Όλοι κατήγγειλαν την έλλειψη συντονισμού που υπήρξε, εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ενώ τόνισαν ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν καμία βοήθεια, ούτε κανείς τους ειδοποίησε να απομακρυνθούν από το σημείο.
Ο μάρτυρας Δημοσθένης Βονικόπουλος που έχασε τον αδελφό του στη θάλασσα, τόνισε ότι από θαύμα σώθηκαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του (η σύζυγος και η κόρη του). Ειδικά για την κόρη του, είπε πως ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα: «Την ανασταίνουμε βήμα – βήμα. Δεν μπορεί να δει ούτε φωτιά σε τζάκι», σημείωσε.
«Δεν ήθελε να είναι εδώ μάρτυρας, ούτε εμείς. Η γυναίκα μου ήταν από τους τελευταίους που έφυγε από την παραλία και είδε τα μύρια όσα. Έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί ο κόσμος να έχει φύγει εγκαίρως να υπήρχε μια οργάνωση. Ούτε καμπάνες, ούτε σειρήνες, έγιναν λάθη δεν έκαναν τα αναγκαία για να σωθεί ο κόσμος» είπε ο μάρτυρας και πρόσθεσε πως ο ίδιος αναζητούσε τον αδελφό του στα νοσοκομεία, πριν μάθει ότι πνίγηκε στη θάλασσα.
Σημείωσε επίσης πως «οι ψαράδες μας έδωσαν υψηλό μάθημα ανθρωπιάς. Περισυνέλεξαν την κόρη μου. Πήγα να τους ευχαριστήσω και δεν δέχθηκαν ούτε ένα συμβολικό αντίτιμο».
Η σύζυγός του, Ελένη Κουτσίκου, είπε: «Μπήκα στη θάλασσα και άρχισα να ψάχνω το παιδί μου. Να φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν μπορούσα να το βρω. Με πήρε το κύμα μέσα. Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Πεντακόσια άτομα ήταν εκεί… Κολυμπούσα τέσσερις ώρες. Όταν βγήκα στην ακτή, μας πήρε το θερμικό κύμα και μας έκαιγε τα μαλλιά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, μαυρίσαμε. Δυστυχώς ζήσαμε τραγικές καταστάσεις».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας, ανέφερε: «Καίγονταν πενήντα αυτοκίνητα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μπήκα στη θάλασσα και συνέχισα να ψάχνω την κόρη μου. Ο κουνιάδος μου εκ των υστέρων έμαθα ότι τον πήρε το κύμα και πνίγηκε». Όσο για την κόρη της, σημείωσε: «Κολυμπούσε τρεις – τέσσερις ώρες. Πυροσβεστική, αστυνομία, περιφέρεια δεν υπήρχε. Δήμος πουθενά, ενημέρωση καμία. Ο κόσμος πανικόβλητος. Κολυμπούσανε και βγαίναμε λίγο έξω να αναζητάμε τους ανθρώπους μας. Υπήρχαν καμένοι που κολυμπούσαν…. Όταν βγήκαμε στην Ραφήνα δεν υπήρχε ούτε ένα λεωφορείο. Προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον. Δεν είχα τίποτα μαζί μου…»
Αναφερόμενη σε άλλο συγγενικό της πρόσωπο με παραπληγία, είπε: «Τον άφησε η οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι πάνω σε ένα βρεγμένο σεντόνι. Η φωτιά πέρασε από πάνω του, κάηκε το χέρι του. Έζησε έξι μήνες…Υπήρχαν άνθρωποι που με κίνδυνο της ζωής τους πέρασαν μέσα από τις φωτιές αλλά η αστυνομία πουθενά. Ψάξαμε για τον κουνιάδο μου δεν τον βρήκαμε .Οι αρχές ήταν απούσες…».