Δίκη Μάτι: «Μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει»

Δίκη Μάτι: «Μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει»

Με τις συγκλονιστικές καταθέσεις εγκαυματιών και συγγενών θυμάτων συνεχίστηκε σήμερα η δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι με τους 104 νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν η Μαργαρίτα Διονυσιώτη και το βρέφος της. Ο σύζυγος της θανούσας, πυροσβέστης, είχε καταθέσει σε προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου και χθες ήταν η σειρά των γονιών του θύματος, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν την τραγωδία στο Μάτι, έχασαν τον γιο τους και πλέον δεν έχουν κανένα παιδί στη ζωή.

Με δάκρυα στα μάτια η Μαρία Διονυσιώτη περιέγραψε το σημείωμα που άφησε η κόρη της πριν διασωληνωθεί στο νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε με σοβαρά εγκαύματα. Την ίδια ώρα το βρέφος μεταφερόταν στο Νοσοκομείο «Παίδων», όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. «Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σ.σ. τον σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μάς είπε δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα, δε μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε», κατέθεσε η μάρτυρας.

Η Μαργαρίτα πέθανε ύστερα από έντεκα μέρες . «Είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και να ζητήσω τη βοήθειά του, μήπως γίνει ένα θαύμα. Με πήρε ο άντρας μου και μου είπε “έλα πίσω γρήγορα, θέλουν να μας ενημερώσουν από Ευαγγελισμό”. Πήγα στο σπίτι, δεν υπήρχε σπίτι, σε τροχόσπιτο ζούσαμε, ήταν πολύς κόσμος στην αυλή, απέφευγαν να με κοιτάξουν στα μάτια. Με πλησίασε ο γαμπρός μου και έκανε την ίδια κίνηση, όπως όταν μου είπε ότι χάσαμε τον μπέμπη μας. Τότε νερούλιασε το αίμα μου, μούδιασα ολόκληρη», είπε επίσης η μητέρα του θύματος και ζήτησε δικαίωση για τους 104 νεκρούς και τους συγγενείς τους λέγοντας: «Τα παιδιά μας τα χάσαμε μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δε ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη μετά το θάνατο του γιου μας. Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε ένα καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κύριος Ψινάκης να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνο από εθελοντές, φίλους και συγγενείς».

Ο σύζυγος της μάρτυρα, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειές του όταν προσπαθούσε να εντοπίσει την κόρη του και τον εγγονό του: «Αφήνω το αυτοκίνητό μου στο λιμάνι της Ραφήνας και κατεβαίνω στις καφετέριες με τα πόδια και ψάχνω την κόρη μου. Το τηλέφωνό της ήταν νεκρό. Ο γαμπρός μου ήταν από άλλη πλευρά, από την πλευρά της Νέας Μάκρης. Περνώντας η ώρα καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Αποφασίζω να την ψάξω μέσα στη φωτιά. Ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτα τα πράγματα μπαίνοντας προς Μάτι. Καιγόταν ό,τι ήταν εύφλεκτο, δέντρα, σπίτια, τα πάντα…. Κατέβηκα στις παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη».

Βρήκε την κόρη του στην Αργυρά Ακτή. «Η κόρη μου βγήκε υποβαστάζομενη από μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενός διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω τον γαμπρό μου του είπα να είσαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό, και ο διασώστης που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων. Έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με το γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων για μωρό, το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μου είπαν αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα,κάτι θα κάναμε. Αργήσατε. Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλάσσης, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε», είπε ο κύριος Διονυσώτης και τόνισε: «Η οικογένειά μου εδώ και 4,5 χρόνια δεν ζει, υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».

«Μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει»

Η Ιωάννα Καρακουκάλη περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που πέρασε προσπαθώντας από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής να βοηθήσει τη μητέρα της που είχε εγκλωβιστεί στη φωτιά. «Μιλήσαμε στις 18.30. Είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μου έλεγε ότι είχε παντού φωτιά και να πάμε να την πάρουμε από εκεί. Την έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο, συνεχώς, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή μου απάντησε ξανά στο τηλέφωνο. Άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά, δενξ μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει. Πήρα την Αστυνομία και τους είπα ακριβώς πού βρισκόταν. Στις 21.06 το βράδυ μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει».

Στο οικόπεδο Φράγκου

Είκοσι έξι ήταν οι νεκροί που βρέθηκαν στο οικόπεδο Φράγκου, μεταξύ των οποίων ο σύζυγος της Πολύμνιας Κοσσόρα. «Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε τον γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις αρχές. Μια Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα».

Η μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε η οικογένειά της επί ημέρες μέχρι να ενημερωθούν επίσημα ότι ο σύζυγος της ήταν τελικώς νεκρός. Έφτασαν στο σημείο να ψάξουν μέχρι και τον βυθό της θάλασσας. «Ο γιος μου μπήκε στο κτήμα Φράγκου και βρήκε μισοκαμένα το τηλέφωνο και το κλειδί του αυτοκινήτου του. Αρχίζει ένας αγώνας από εκείνη την ώρα να ερευνούν στα βράχια… Ξαναπήγε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία και έδωσε DNA. Δεν ξέραμε τι είχε γίνει ο άνθρωπός μας. Συνεχίζαμε τις προσπάθειές μας. Ψάχναμε όπου μπορούσαμε μέχρι και τον βυθό. Πόντο πόντο μήπως βρουν κάποιο στοιχείο. Τελικά το Σάββατο το βράδυ επικοινώνησε ο γιος μου με την Ιατροδικαστική και τότε μάθαμε ότι ταυτοποιήθηκε νεκρός […] Η ζωή μου τσακίστηκε… Χάσαμε έναν άνθρωπο γενναιόδωρο που έδινε αγάπη στα παιδιά και τα εγγόνια μου. Εγώ μετά αρρώστησα, είμαι υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και αντί με τα χρόνια να περάσει, δυστυχώς δεν ξεπερνιέται».

Η σορός ξεβράστηκε στην ακτή

Ο Γεώργιος Μίχας έχασε στη φονική πυρκαγιά τον γιο του, Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μια εβδομάδα αργότερα. «Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με το χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη της μητέρας του Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό… Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω… Μετά η κυρία μου είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει “πάει ο Βίκτωρας”… Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ.. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένειά μου διαλύθηκε», κατέθεσε κλαίγοντας ο μάρτυρας.

«Μετά ακολούθησε ο εφιάλτης πώς θα βρούμε το παιδί. Πήγα και έδωσα DNA και περιμέναμε τον ιατροδικαστή. Μια εβδομάδα μετά άκουσα ότι πτώμα νεαρού άνδρα ξεβράστηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. Με έπιασε ταραχή. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν το παιδί μου. Ήταν το παιδί μου. Μετά από μια εβδομάδα στη θάλασσα δεν μπόρεσα να το αποχαιρετήσω. Το φέρετρό του ήταν σφραγισμένο και έτσι τον αποχαιρετήσαμε».

«Πιστεύετε ότι θα ζήσουμε;»

H Δήμητρα Καστορίδα βρισκόταν στο εξοχικό της στο Μάτι, όταν άκουσε τη σπαρακτική φωνή της γειτόνισσας που την καλούσε να φύγουν άμεσα. «Ακολούθησα ένα κομβόι αυτοκινήτων. Κατάλαβα ότι ήταν ώρα μηδέν γιατί έβλεπα ότι είχε πιάσει φωτιά και μπροστά μου. Έτρεξα από μια δίοδο στη θάλασσα για να σωθώ. Ένιωθα έντονο τον καπνό και με ακολουθούσε η φωτιά πίσω μου… Τα κύματα ήταν πολύ μεγάλα. Μπήκα με το σώμα μου για να μην πατήσω γιατί είχε πολλούς αχινούς». Η μάρτυρας κατέθεσε ότι μέσα στη θάλασσα μια γυναίκα, που την έλεγαν Νεκταρία, της ζήτησε να συνεχίσουν μαζί.

«Παλεύαμε να κρατήσουμε το κεφάλι μας πάνω στη θάλασσα. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές. Ήταν μια οικογένεια με παιδιά, το ένα το έλεγαν Λυδία και με ρώτησε “πιστεύετε ότι θα ζήσουμε;” Της είπα “ναι”, αν και εγώ είχα αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου. Προσπαθούσαμε να δίνουμε ο ένας κουράγιο στον άλλο. Kάποια στιγμή γύρω στις εννέα και κάτι το βράδυ έπεσε το φως της μέρας και με βάση τα αεροπλάνα που βλέπαμε προσπαθήσαμε να προσανατολιζόμαστε αλλά με πολλά λάθη […] Είδαμε ότι ερχόταν προς το μέρος μας ένα καράβι. Η χαρά μας απέραντη. Πέταξαν δύο σωσίβια. Η Νεκταρία βυθίστηκε τόσο πολύ που νόμιζα ότι δεν θα ξαναβγεί στην επιφάνεια. Κατάφερε να βγει.Την τράβηξαν και από τα μαλλιά. Μετά ανέβηκα και και εγώ και άρχισα να φωνάζω “Νίκο, Λυδία, Γιάννη. Μαζέψαμε και αυτούς τους ανθρώπους. Όταν βγήκαμε στο λιμάνι δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να μας δώσει μια κουβέρτα να μας περιθάλψει».

Documento Newsletter