Δίκη Μάτι: «Είμαστε μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι» – Νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες

Δίκη Μάτι: «Είμαστε μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι» – Νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες

Σε βαρύ κλίμα συνεχίστηκε σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

Φανερά συντετριμμένοι ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα οι γονείς των 9χρονων δίδυμων κοριτσιών, Σοφίας και Βασιλικής που έχασαν τη ζωή τους αγκαλιασμένος με τους παππούδες τους στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου.

Η μητέρα των παιδιών, Γεωργία Ξυραφάκη περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τις ώρες και τις ημέρες μέχρι τελικά να ταυτοποιηθούν οι σοροί των παιδιών της και των πεθερικών της, αλλά και την απαράδεκτη συμπεριφορά που δέχτηκε από κάποιους ανθρώπους οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον πόνο της οικογένειας, χωρίς ντροπή καλούσαν και έλεγαν στους γονείς πως έχουν τα παιδιά τους.

«Ψάξτε στους πεθαμένους»

«Ήταν όλα ήσυχα. Τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά μου ετοιμάζονταν να γυρίσουν μαζί με τα παιδιά μου στη Νέα Μάκρη σε σπίτι που μίσθωναν. Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε» είπε η μάρτυρας και συνέχισε αναφερόμενη στο απόγευμα εκείνης της ημέρας που έχει ξεσπάσει ήδη η πυρκαγιά:

«Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά μου συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγος μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στο δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ» είπε η μάρτυρας, και πρόσθεσε:

«Ξεκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».

Στη συνέχεια η μητέρα των 9χρονων κοριτσιών περιέγραψε τη στιγμή που είδε ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που μοιάζανε στα παιδιά της. «Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ και είδαμε ένα βίντεο με  ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς το αλιευτικό που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονταν τα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικός μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου».

«Εδώ είναι τα παιδιά σας καίγονται»

Τότε η μάρτυρας αναφέρθηκε σε ένα απάνθρωπο περιστατικό που επιτήδειοι έπαιρνα τηλέφωνο το σύζυγο της και του έλεγαν απρέπειες.

«Μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή».

«Δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε»

Αναφερόμενη στην ταυτοποίηση των σορών της οικογένειας της η μάρτυρας είπε:

«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, τα  παιδιά ήταν στη μέση και ο πεθερός μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε».

Όπως είπε απαντώντας σε ερωτήσεις της υποστήριξη της κατηγορίας προς το Μάτι ήταν αναγκαστική. «Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς Αθήνα» τόνισε η μάρτυρας.

«Μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν»

Στη συνέχεια κατέθεσε ο πατέρας των δίδυμων κοριτσιών,  και γιος του Φίλιππου και της Σοφίας, των παππούδων, Ιωάννης Φιλιππόπουλος. Σε έντονα φορτισμένο κλίμα ο μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την ανεύρεση των δικών του ανθρώπων.

«Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας  απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας χέλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα» είπε ο μάρτυρας.

Ο μάρτυρας περιέγραψε πως κατέληξαν να δώσουν DNA περιγράφοντας:

«Εννέα και τέταρτο με πήραν από πυροσβεστική. Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδί. Τρέχουμε στο Γουδί, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσε πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα…»

Αναφερόμενος και εκείνος με τη σειρά του στις απρεπείς κλήσεις που έλαβε από αδίστακτους και χωρίς ντροπή ανθρώπους είπε πως « με παίρνανε τηλέφωνο και μου έλεγαν έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια».

«Βρήκαν αυτή υπέροχη άμορφη μάζα»

«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» τόνισε ο μάρτυρας και αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του.

«Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά».

«Είμαστε μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι»

Συνεχίζοντας ο μάρτυρας με βαθιά συγκίνηση συμπλήρωσε ότι λίγο αφού είχαν ταυτοποιηθεί οι σοροί και είχαν θάψει τους δικούς τους, «μας ειδοποίησαν  ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό».

Τέλος ο ίδιος  είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγο μου και αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχα ψυχραιμία να πήγε στη θάλασσα. Έγινε αυτό με νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μες στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω τα κορμιά τους».

«Αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο»

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, δείχνοντας στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ότι είχε μείνει από τη μητέρα της, είπε στην κατάθεση της, ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της.

«Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα…Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει (κλαίει)…Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο» τόνισε η μάρτυρας εμφανώς συγκινημένη.

Στη δικαστική αίθουσα κατέθεσε και η Βαρβάρα Γεωργακοπούλου η οποία έχασε στη φονική πυρκαγιά τον σύζυγο της. Η μάρτυρας είπε στην κατάθεση της ότι δεν υπάρχει χειρότερο αίσθημα από το να αφήνεις πίσω σου τον άνθρωπο σου νεκρό. «Κάποια στιγμή στις 12 μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα… Δεν μπορώ να τον αφήσω τους λέω. Μου λένε δε γίνεται να μείνετε έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω άνθρωπο σου ένα νεκρό. Ήταν γυμνός όπως σηκώθηκε από κρεβάτι με ένα σορτσάκι. Τους πήγα προσωπικά του αντικείμενα και αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες, άλλος θάνατος για μένα. Δεν ξέρω τι παρέλαβα, από ό,τι μου είπαν ήταν ένα φέρετρο πούπουλο» τόνισε η μάρτυρας.

Τελος στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Ειρήνη Ορφανού η οποία έχασε την αδελφή της. «Ήρθα να καταθέσω για την απώλεια της αδερφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές φωτιές αλλά επί της Μαραθώνος πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά. Υπηρχε μια τάξη. Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της.Εγώ έκανα την τελευταία μου χημειοθεραπεία και ημουν στην Αγία Παρασκευή. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ήταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα. Έφτασε ανιψιός με γυναίκα του και τα είδανε όλα. Αυτό που έγινε με μάτι δεν είχε γίνει ξανά ποτέ» τόνισε η μάρτυρας.

Ετικέτες

Documento Newsletter