Ενώ η μάρτυρας κατέθεσε πως ενώ η ίδια είχε φτάσει ήδη σπίτι, στις 6:15 μίλησε με την αδελφή της. «Ήταν σε πανικό έκλαιγε φοβόταν ότι θα καεί σπίτι μας. Μιλάω μετά με τη μάνα μου, «η Κάτια είναι σε απόλυτο πανικό μην την πάρεις ξανά» μου είπε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου, η μητέρα μου μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε «είναι μπροστά μου φλόγες». Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους» περιέγραψε η μάρτυρας για εκείνες τις δραματικές ώρες.
Ο τότε 17,5 ετών νέος πήγε στο Μάτι την επόμενη της καταστροφής για να ψάξει την οικογένεια του. « Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και ένα φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Τελικά, την απάντηση την πήρα από το DNA. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεχτώ το γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους εγώ έπρεπε να συνεχίσω» είπε κλείνοντας την κατάθεση του ο νεαρός.
Η ίδια είπε πως η φωτιά έπιασε την οικογένεια της στον ύπνο. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη «φωτιά». Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα… Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε… Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας.Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα .Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA .Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου ,τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα ,όχι όλοι αυτοί» κατέθεσε, κλαίγοντας, η μάρτυρας.
Ακόμα και σήμερα, τεσσεράμισι χρόνια μετά, η μάρτυρας διερωτάται γιατί. «Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της.Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε» τόνισε, κλείνοντας την κατάθεση της.
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο πατέρας του παιδιού της Α. Καλεγιαννάκου, Αναστάσιος Αλεξόπουλος. ο οποίος όπως είπε το μυαλό του δεν πήγε κατευθείαν στο κακό όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο… Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Που ζούμε, σκέφτηκα» κατέθεσε ο μάρτυρας.
Όπως είπε την επόμενη μέρα που πήγε στο Μάτι αντίκρισε σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα… Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό . Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό…Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στου Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη» είπε ο μάρτυρας επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια; Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί;» είπε ο κ.Αλεξοπουλος.