Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε για τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη που κατηγορείται, για τέσσερις βιασμούς ανηλίκων και νεαρών ανδρών, αφού σήμερα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας μετά από πέντε μήνες και 30 συνολικά συνεδριάσεις αναμένεται να ανακοινώσει την ετυμηγορία του.
Κατά την αγόρευση του ο εισαγγελέας της έδρας, Κωνσταντίνος Κούντριας πρότεινε ο Δ. Λιγνάδης να κριθεί ένοχος για τρεις υποθέσεις βιασμού σε βάρος ανηλίκων.
Αντίθετα πρότεινε, να απαλλαγεί εξαιτίας αμφιβολιών,για την πράξη του βιασμού του τέταρτου καταγγέλλοντος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε να καταθέσει στο δικαστήριο.
«Οι αποδείξεις πρωτίστως διεξάγονται επ’ ακροατηρίω και όχι στις τηλεοράσεις. Εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και για τη βασιμότητα της καταγγελίας του», είπε χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας της έδρας.
Ο εισαγγελικός λειτουργός αναφερόμενος στις διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις των καταγγελλόντων, κυρίως αναφορικά με τους χρόνους, το εξήγησε λέγοντας ότι είναι αποδεκτό να υπάρχουν αποκλίσεις, λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει μεσολαβήσει, ενώ έκανε, επίσης, λόγο για «δόλο» από την πλευρά του κατηγορουμένου, ο οποίος φρόντιζε να «καλλιεργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τα θύματα».
«Τελέστηκαν ακραίες πράξεις σεξουαλικής βίας, έχτιζε πρώτα σχέση εμπιστοσύνης με τα θύματά του και τους δημιουργούσε την πεποίθηση, ότι θα τα βοηθούσε να αναδειχθούν επαγγελματικά, σε όποιον χώρο επιθυμούσαν. Η μεθοδολογία που ανέπτυξε επιβεβαιώθηκε από μαρτυρική κατάθεση, που μιλούσε για προσπάθεια του Δ. Λιγνάδη επιβολής της εξουσίας του», είπε ο εισαγγελέας και πρόσθεσε:
«Τα θύματα του βιασμού δεν έχουν φύλο, καταγωγή και κοινωνικό στάτους. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν αναγνωρίσιμος, δεν αναιρεί τη διάπραξη των αδικημάτων. Τα θύματα λόγω ανηλικότητας, καταγωγής και οικογενειακής κατάστασης ήταν εύκολος στόχος, γιατί διασφάλιζαν τη σιγουριά, ότι δεν θα αποκάλυπταν τι συνέβη. Η αναγνωρισιμότητα και η λάμψη δεν αναιρεί την ανάγκη ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής», είπε ο εισαγγελικός λειτουργός και τόνισε ότι «κοινός παρανομαστής ήταν η ικανοποίηση της σεξουαλικής του ορμής».
Ο Δημήτρης Λιγνάδης κατά την απολογία του χαρακτήρισε σκευωρία την εμπλοκή του στις υποθέσεις με τους τέσσερις βιασμούς που τον οδήγησαν στη φυλακή και τον έφεραν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο ίδιος αρνήθηκε ότι είναι βιαστής, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, και μίλησε για ένα κράμα διαφόρων ομάδων που ενώθηκαν μεταξύ τους με διαφορετικά κίνητρα, ενώ δεν παρέλειψε να προσδώσει στην εμπλοκή του και πολιτικά κίνητρα. Παράλληλα μίλησε για το κίνημα του metoo κάτω από την ομπρέλα του οποίου μπήκαν οι καταγγέλλοντες για να εμφανιστούν ως θύματα βιασμού.
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι γνώριζε δύο από τους τέσσερις καταγγέλλοντες, τους οποίους μάλιστα είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του, χωρίς, ωστόσο, όπως υποστήριξε να έχει κάποια ερωτική ή σεξουαλική επαφή μαζί τους.
Την ίδια ώρα, αναφέρθηκε στο κίνημα του #metoo, λέγοντας ότι οι καταγγέλλοντες «στεγάστηκαν κάτω από την ομπρέλα του metoo, της θυματοποίησης. Λυπάμαι αυτό το πολύ σοβαρό κίνημα που θεωρεί ότι είμαστε σε απέναντι όχθες και άνοιξε μία ομπρέλα που στεγάζει χλωρά και ξερά, αυτό θα οδηγήσει στην αυτοκατάργησή του».
Οι σημαντικότερες στιγμές της δίκης
Συγκλονιστικές ήταν οι καταθέσεις των τριών νεαρών που έχουν καταγγείλει τον Δ. Λιγνάδη για βιασμό. Συγκεκριμένα ο πρώτος καταγγέλλων, ο οποίος καθήλωσε με την κατάθεσή του, σημείωσε πως βιάστηκε από τον κατηγορούμενο σε ηλικία 16 ετών.
Ο μάρτυρας καθήλωσε λέγοντας ότι «δεν σκέφτηκα ότι θα με βιάσει, ένα όχι είναι ένα όχι. Δεν ήξερα ότι θα μπορούσε ένας άνθρωπος να κάνει κάτι τέτοιο σε ένα παιδί».
Σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα κατέθεσε και ο δεύτερος άνδρας που καταγγέλλει τον κατηγορούμενο για βιασμό που φέρεται να τελέστηκε σε ξενοδοχείο της Επιδαύρου όταν εκείνος ήταν 17 ετών. Μάλιστα μετά από ερώτηση της έδρας για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος τον είχε ακινητοποιήσει κατά τον τρόπο που περιέγραφε, ο μάρτυρας γύρισε προς τον Δημήτρη Λιγνάδη και του είπε: «Γιατί πες μου εσύ γιατί…» συγκλονίζοντας τη δικαστική αίθουσα.
Ο τρίτος καταγγέλλων όπως κατέθεσε ήταν 17 χρονών όταν ο Δ. Λιγνάδης εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη ψυχολογία το και το βαθύ κακοποιητικό οικογενειακό του περιβάλλον, τον βίασε στο σπίτι του, στο οποίο και τον φιλοξένησε με πρόσχημα τη «σωτηρία» του. Ο ίδιος σημείωσε αρκετές φορές στην κατάθεσή του ότι ένιωθε έντονα το αίσθημα της ενοχής. «Μονίμως η αίσθηση που είχα ήταν ότι εγώ το προκάλεσα», είπε χαρακτηριστικά ενώ αναφερόμενος στη φορά που αρνήθηκε τον στοματικό έρωτα στον κατηγορούμενο είπε πως κατάφερε να το κάνει γιατί είχε περάσει «πολλές στιγμές κακοποίησης» και «δεν άντεχε άλλο αυτό το πράγμα».
Ακόμα ένα σημείο που ξεχώρισε από αυτή την πολύκροτη δίκη ήταν η στιγμή που φιλος του τρίτου καταγγέλλοντα – οποίος ήταν παρών στον βιασμό- κατέθεσε στο δικαστήριο και είπε «βίασε τον φίλο μου πάνω στο σώμα μου».
Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η κατάθεση του Ν.Σ., μάρτυρα που καθήλωσε την αίθουσα, και με έντονη συναισθηματική φόρτιση ανάμεσα σε λυγμούς και κλάματα είπε: «Θυμάμαι τον πόνο, το φόβο, πώς θα πάω στην οικογένειά μου, τι να τους πω τι μου συνέβη; Δέκα πέντε χρόνια δεν μπορούσα να της το πω… Ένιωθα εξευτελισμένος, αδικημένος, αν έχω κάνει εγώ λάθος; Τι ζήτησα; Μόνο έναν μονόλογο ήθελα να διαβάσω».
Οι αψιμαχίες καθ’όλη τη διάρκεια της δίκης ήταν πολλές. Οι εντάσεις δεν έλειψαν στιγμή με τον συνήγορο Πολιτικής Αγωγής Γιάννη Βλάχο να εγκαλεί την έδρα για ομοφοβία, ρατσισμό, σεξισμό και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με αφορμή τις ομοφοβικές και προσβλητικές εκφράσεις του δικηγόρου υπεράσπισης του Δ. Λιγνάδη, Αλέξη Κούγια, ο οποίος απασχόλησε και τους πέντε αυτούς μήνες με τη στάση και τον τρόπο του τραβώντας αρνητικά τα βλέμματα πάνω του, προσβάλλοντας και κακοποιώντας ξανά τους καταγγέλλοντες.