Η δίκη για το μεγαλύτερο σκάνδαλο με στημένους αγώνες στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το «Κοριόπολις», ξεκίνησε, έστω και με σημαντική καθυστέρηση, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο είχαν στα χέρια τους όλα τα στοιχεία.
Εύλογες απορίες εγείρει κυρίως η στάση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία, αν και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, δεν δέχτηκε να συνεργαστεί σε καίριο σημείο με τον ανακριτή Γιώργο Κασίμη που είχε αναλάβει την έρευνα.
Οταν ο κ. Κασίμης ζήτησε πληροφορίες για τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες στις οποίες στηρίχτηκαν οι κατηγορίες για τους εμπλεκόμενους, η απάντηση που πήρε από την ΕΥΠ ήταν γενική και αόριστη. Και «πατώντας» σε αυτή την αοριστολογία, ο δικηγόρος ενός εκ των κατηγορουμένων, του Βασίλη Καρακούλια, Γιάγκος Λαμπίρης κατέθεσε το έγγραφο του ανακριτή προς την ΕΥΠ και ζήτησε τη διακοπή της δίκης προκειμένου να γίνει πλήρης απομαγνητοφώνηση του συνόλου των cd που σχετίζονται με την υπόθεση. Κι αυτό διότι, όπως αναφέρει στην αίτησή του, «με τις “πετσοκομμένες” απομαγνητοφωνήσεις δεν μπορώ να ασκήσω κανένα υπερασπιστικό μου δικαίωμα, το οποίο έχει ήδη παραβιασθεί με τις ένορκες καταθέσεις των τριών πρώτων εξετασθέντων μαρτύρων». Ανάλογο αίτημα έχει διατυπώσει και ο δικηγόρος του Αχιλλέα Μπέου, ο οποίος φέρεται να έχει ηγετικό ρόλο στα στημένα παιχνίδια του 2011. Η έδρα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων επιφυλάχθηκε να απαντήσει στο αίτημα για διακοπή της δίκης και πιθανότατα θα ανακοινώσει την απόφασή της αύριο Δευτέρα (30/1).
Να σημειωθεί πως αν διακοπεί η δίκη, μπορεί να περάσουν άλλα 4-5 χρόνια μέχρι να αποφανθεί η Δικαιοσύνη, τη στιγμή μάλιστα που βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα για το «Κοριόπολις 2», τη συνέχεια των στημένων αγώνων στην ίδια υπόθεση! Και όλο αυτό το… χάος οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν συνεργάστηκαν, όπως θα έπρεπε, όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες.
Τα 10 ερωτήματα του ανακριτή
Στις 28 Νοεμβρίου 2011 ο 9ος τακτικός ανακριτής του Πρωτοδικείου Αθηνών Γιώργος Κασίμης, ο οποίος διενέργησε την κύρια ανάκριση της υπόθεσης των στημένων αγώνων, απέστειλε επιστολή στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και ζητούσε απαντήσεις στα κάτωθι ερωτήματα:
«1. Στη δικογραφία υπάρχουν 82 cd που φέρουν επί του σώματός τους την ανυπόγραφη φράση “legal copy” (νόμιμο αντίγραφο). Υπάρχει κάποιο πρωτότυπο;
2. Τα cd αυτά εισήχθηκαν στη δικογραφία χωρίς διαβιβαστικό έγγραφο. Ποιος είναι ο αποστολέας τους;
3. Πώς διακινήθηκαν τα cd; Ταχυδρομικώς ή χέρι με χέρι;
4. Σε ποια υπηρεσία παραδόθηκαν;
5. Στη δικογραφία υπάρχουν κλασέρ με άγνωστο ακριβώς αριθμό φύλλων χάρτου που περιέχουν δακτυλογραφημένες απομαγνητοφωνήσεις. Πώς εισήχθησαν στη δικογραφία οι απομαγνητοφωνήσεις αυτές (μνεία διαβιβαστικού εγγράφου);
6. Από ποιο φορέα έγιναν οι απομαγνητοφωνήσεις;
7. Πώς καθορίστηκε ποια σημεία των συνομιλιών θα απομαγνητοφωνηθούν (α) συνολικώς, β) εν περιλήψει και γ) καθόλου;
8. Με ποια κριτήρια αναγράφηκε για κάποιες συνομιλίες ότι είναι άνευ ενδιαφέροντος; Γιατί δεν επισυνάφθηκαν και αυτές στη δικογραφία, αφού, ούτως ή άλλως, έγινε η επεξεργασία τους (κάποιο φυσικό πρόσωπο τις άκουσε, ώστε να αποφανθεί ότι δεν χρειάζεται να απομαγνητοφωνηθούν);
9. Για ποιο λόγο οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, α) δεν φέρουν υπογραφές αυτών που τις απομαγνητοφώνησαν, β) δεν φέρουν (ενιαία ή μη) αρίθμηση και γ) είναι γραμμένες με διαφορετικές γραμματοσειρές και δεν έχουν ενιαία μορφή;
10. Ποιο φυσικό πρόσωπο παρέλαβε τις επίμαχες απομαγνητοφωνήσεις;».
Ο κ. Κασίμης στο ίδιο έγγραφο, αφού επισημαίνει ότι παρά τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με κάποιον αρμόδιο της ΕΥΠ δεν βρήκε ανταπόκριση, ζήτησε να ενημερωθεί και για το όνομα του αρμόδιου υπαλλήλου που ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη υπόθεση, προκειμένου να του θέσει διευκρινιστικές ερωτήσεις σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο. Αντί όλων αυτών, η ΕΥΠ απάντησε γενικά και αόριστα ότι «οι 82 ψηφιακοί δίσκοι στους οποίους αναφέρεστε αποτελούν γνήσια αντίγραφα από το σύστημα επισυνδέσεων της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως νόμιμα αντίγραφα». Εκτός αυτού η ΕΥΠ στην απαντητική επιστολή της δεν ενημερώνει καν τον ανακριτή ποιος υπάλληλός της ασχολήθηκε με την υπόθεση, ενώ αναφέρεται με υπαινικτικό και ειρωνικό ύφος στην επισήμανσή του ότι δεν βρίσκει κάποιον από την υπηρεσία για να συνεννοηθεί λέγοντας χαρακτηριστικά «η υπηρεσία έχει συγκεκριμένη και γνωστή διεύθυνση στην οποία εδρεύει, τηλέφωνα επαφής, καθώς και διοίκηση με δημοσιοποιημένα στοιχεία ταυτότητας».
«Παρανόμησε η ΕΥΠ»
Στο αίτημά του για διακοπή της δίκης, ο δικηγόρος Γ. Λαμπίρης επισημαίνει ότι «οι εύλογες απορίες και ερωτήματα του κ. ανακριτού παρέμειναν και παραμένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα, αφού… η ΕΥΠ ουδεμία απάντηση έδωσε, αρκούμενη να (του) απευθυνθεί με τρόπο εξοργιστικά περιφρονητικό και με τρόπο απειλητικό, αφού διαβίβασε το δήθεν απόρρητο απαντητικό της έγγραφο στην προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία ουδεμία αρμοδιότητα έχει να λάβει γνώση της απαντήσεως στα τεθέντα ερωτήματα». Και επιπλέον, «για λόγους σκοπιμότητας», όπως υποστηρίζει ο συνήγορος του Β. Καρακούλια, «η ΕΥΠ δεν διαβίβασε στην προϊστάμενη της Εισαγγελίας τα τεθέντα ερωτήματα του κ. ανακριτού, αφήνοντάς τον εσκεμμένα έκθετο».
Κατά τον κ. Λαμπίρη «η ΕΥΠ ευθέως παρανόμησε, επικαλούμενη ότι δήθεν ό,τι έκανε το έκανε σε εκτέλεση εισαγγελικών διατάξεων και αντίστοιχων βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών». Αυτό που έκανε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ήταν να πετάξει την… μπάλα στην εξέδρα, αφού ουσιαστικά ο κ. Κασίμης ήθελε να μάθει με ποιον τρόπο αξιοποιήθηκε το περιεχόμενο των συνομιλιών του «Κοριόπολις». Για τον κ. Λαμπίρη «είναι φανερό ότι η ΕΥΠ, εάν δεν είχε να κρύψει οτιδήποτε, θα απαντούσε ευθέως στα ερωτήματα του κ. ανακριτού και δεν θα κατέφευγε σε σοφίσματα και άμεσες και έμμεσες απειλές κατά του κ. ανακριτού, οι οποίες προφανώς δεν συνιστούν απαντήσεις, αλλά επίδειξη δύναμης και προσπάθεια εκφοβισμού της ελληνικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, στην ΕΥΠ δεν ανετέθη από τις εισαγγελικές διατάξεις και τα βουλεύματα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών η απόδειξη της κατηγορίας που ήταν υπό διερεύνηση, αλλά μόνο η επισύνδεση συγκεκριμένων τηλεφωνικών συνδέσεων, η καταγραφή αυτών και η πιστή απομαγνητοφώνησή τους».
Και το σημαντικότερο, όπως αναφέρεται στην αίτηση «παγώματος» της δίκης, είναι ότι «ουδεμία αρμοδιότητα είχε η ΕΥΠ να κρίνει ή να σταθμίσει ποιες συνομιλίες είχαν ποινικό ενδιαφέρον και ποιες δεν είχαν ποινικό ενδιαφέρον…. Οσον αφορά το αποδεικτικό μέσο των απομαγνητοφωνήσεων, όπως “διαβιβάστηκε” από την ΕΥΠ στην εισαγγελική αρχή, προκύπτει ότι η ΕΥΠ κατασκεύασε κατηγορούμενους και αθώωσε πιθανούς ενόχους».
«Ψευδορκία αστυνομικού»
Ο δικηγόρος του Βασίλη Καρακούλια, Γιάγκος Λαμπίρης, εκτός της αίτησης διακοπής της δίκης κατέθεσε και ένσταση ακυρότητας της ένορκης κατάθεσης του αστυνομικού Φώτη Παντελίδη, την οποία έδωσε στις 9 Ιανουαρίου 2017 στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ο Παντελίδης εξετάστηκε ως μάρτυρας και επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της από 24.11.2010 ένορκης κατάθεσής του ενώπιον του αστυνόμου β΄ Δημήτρη Μίχου του Τμήματος Ασφαλείας Παλαιού Φαλήρου. Επειτα από ερώτηση του κ. Λαμπίρη, υποστήριξε ότι ουδεμία γνώση είχε για το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από το Τμήμα Ασφαλείας Παλαιού Φαλήρου σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, ότι αποκλειστικά και μόνον δέχθηκε το ανώνυμο τηλεφώνημα του αγνώστου καταγγέλλοντος, ότι σημείωσε όσα ο άγνωστος του είπε και εν συνεχεία, κατ’ εντολήν του διοικητού του, τα κατέθεσε ενόρκως. Πέραν αυτών, ξεκαθάρισε ότι δεν έχει καμία άλλη σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Στην ένστασή του ο κατηγορούμενος επικαλείται «την από 14.11.2010 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Γεωργίου Χατζή, ιδιοκτήτη ΠΡΟ-ΠΟ, από την οποία προκύπτει ότι ο αστυνομικός Φώτης Παντελίδης, δέκα ημέρες πριν από την ένορκη κατάθεσή του, άσκησε στα πλαίσια της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης για τη συγκεκριμένη υπόθεση καθήκοντα β΄ ανακριτικού υπαλλήλου. Ανεξάρτητα από το ότι αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω αστυνομικός είναι ψεύδορκος σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και ανεξάρτητα από το αν δέχθηκε ή όχι το περιγραφόμενο από τον ίδιο ανώνυμο τηλεφώνημα, προκύπτουν ζητήματα που αφορούν την ακυρότητα της ένορκης κατάθεσης του ενώπιόν σας, αλλά και ζητήματα που αφορούν τις συνθήκες και τον τρόπο που εκδόθηκαν οι εισαγγελικές διατάξεις, καθώς και τα βουλεύματα δυνάμει των οποίων αυτές επικυρώθηκαν, αφού και οι εισαγγελικές διατάξεις και τα βουλεύματα εκδόθηκαν με αφορμή την πρωτοβουλία ενός ψεύδορκου αστυνομικού».
Στην ένσταση αναφέρονται διατάξεις του ΚΠΔ βάσει των οποίων «δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση» και ζητείται «να μη ληφθεί υπ’ όψιν, με απόφαση του δικαστηρίου σας, η ενώπιόν σας ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Φώτη Παντελίδη».
«Το αποδεικτικό υλικό επιβάλλεται να επισυναφθεί για έλεγχο»
Ο ρόλος της ΕΥΠ στη διαλεύκανση σοβαρών υποθέσεων αμφισβητείται συχνά πυκνά από νομικούς όταν οι υποθέσεις αυτές φτάνουν στο ακροατήριο. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων υποστηρίζουν πως υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα σε ανάλογες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται η ΕΥΠ. Τονίζουν δε ότι γίνεται συρραφή στις απομαγνητοφωνήσεις και για τον λόγο αυτό οι δικαστικοί λειτουργοί οδηγούνται πολλές φορές σε εσφαλμένες αποφάσεις. Το Documento ζήτησε από δύο διακεκριμένους δικηγόρους την άποψή τους για το θέμα και δημοσιεύει τα σχόλιά τους.
Σπήλιος Σπηλιάκος: «Πέρα από επιμέρους ζητήματα, η έλλειψη διαβιβαστικού εγγράφου δημιουργεί ανυπέρβλητα κωλύματα σε σχέση με το κύρος και την αποδεικτική αξιοποίηση τέτοιων εγγράφων. Ειδικότερα, πέραν των προφανών “φιλολογικού τύπου” ερωτημάτων που προκύπτουν (λ.χ. είναι πράγματι ανακριτικός υπάλληλος ο συντάκτης τους κ.ο.κ.), φρονώ ότι οι σοβαρότεροι προβληματισμοί αφορούν την αδυναμία ελέγχου της νομιμότητας της ανακριτικής πράξης. Πώς, αναρωτιέμαι, μπορεί να κριθεί αν το υλικό που προσκομίστηκε προέκυψε από τηλεφωνική παγίδευση για την οποία, πράγματι, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, αν τα προσκομιζόμενα cd (και οι απομαγνητοφωνήσεις) δεν έχουν “ταυτότητα”; Περαιτέρω, φρονώ ότι η τακτική της μη επισύναψης “άνευ ενδιαφέροντος” συνομιλιών στη δικογραφία είναι ξένη προς το Δίκαιό μας. Απαξ και συγκεντρώθηκε το αποδεικτικό υλικό, επιβάλλεται να επισυναφθεί ώστε να υποστεί τον απαιτούμενο έλεγχο, καθότι ουδείς ανακριτικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να στερήσει τον κατηγορούμενο από το να λάβει γνώση· άλλωστε, με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να διασφαλιστεί η διαδικασία από το ενδεχόμενο καταχρήσεων, είτε υπέρ είτε και σε βάρος του κατηγορουμένου;».
Ιωάννης Βλάχος: «Σε τέτοιες υποθέσεις ενέχονται τεράστιοι κίνδυνοι τόσο για το ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης και απόρρητης επικοινωνίας όσο και για τα υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων. Η επιλογή των συνομιλιών που απομαγνητοφωνούνται και εισέρχονται ως έγγραφα στη δικογραφία γίνεται κατά τη κρίση των αστυνομικών υπαλλήλων που τη διενεργούν, με όλους τους κινδύνους σφάλματος ή ακόμη και αυθαιρεσίας. Πρόσφατα πάντως το Πενταμελές Εφετείο που εκδικάζει την υπόθεση απαγωγής του εφοπλιστή Παναγόπουλου έκανε δεκτό σχετικό αίτημα της υπεράσπισης και διέταξε την αναπαραγωγή και ακρόαση των καταγεγραμμένων συνομιλιών με περιορισμένο αποτέλεσμα λόγω κακής ποιότητας του ήχου. Εξαιτίας των εύλογων αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τη σωστή και σύννομη εκτέλεση της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, ιδίως όταν γίνεται από υπηρεσίες που διεκδικούν το απόρρητο (ΕΥΠ, Αντιτρομοκρατική), επιβάλλεται να θεσπιστεί με νόμο ένα αυστηρό τυπικό πλαίσιο διενέργειας και αποτύπωσης των συνακροάσεων».