Τα περίεργα της δίκης για τη μεγάλη υπόθεση με διεθνές κύκλωμα σωματεμπορίας
Από τα μαλακά μιας πρωτόδικης ετυμηγορίας, για την οποία εκκρεμεί ακόμη η έφεση, στη «σιωπηλή» ακροαματική διαδικασία για μια ακόμη μεγάλη δικογραφία, η ανάγνωση της οποίας προκαλεί ανατριχίλα και η δυσωδία της ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα καθώς αναφέρεται σε δράση μεγάλου διεθνούς κυκλώματος τράφικινγκ. Ο λόγος για τη δεύτερη υπόθεση που εκδικάζεται αυτό το διάστημα από Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας, με φερόμενο ως βασικό εμπλεκόμενο τον Μr Xωριάτικο, όπως έγινε γνωστός ο επιχειρηματίας Άγγελος Γιαννακόπουλος.
Ύστερα από μόλις τέσσερις συνεδριάσεις, που αν και δημόσιες φαίνεται σαν να έγιναν στα μουλωχτά, η υπόθεση, η οποία εκφωνήθηκε στις 2 Μαΐου 2018, βρίσκεται πλέον στα στάδιο ολοκλήρωσης των απολογιών των κατηγορουμένων. Χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια από την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για να έρθει, έπειτα από αναβολές προφανώς, η ώρα του ακροατηρίου.
Η δεύτερη στη σειρά δίκη
Όταν το 2008 έσκασε η υπόθεση και έγιναν συλλήψεις (με συντονισμένες ενέργειες του τμήματος Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων Ασφάλειας Αττικής σε συνεργασία με Interpol και Εuropol), η δικογραφία που σχηματίστηκε περιέγραφε δράση διεθνούς συμμορίας τράφικινγκ με Έλληνες εγκεφάλους.
Βασικοί εμπλεκόμενοι οδηγήθηκαν στη φυλακή και το βούλευμα που εκδόθηκε στη συνέχεια περιείχε τον μισό Ποινικό Κώδικα. Κακουργήματα που αποδίδονταν σε εγκληματική οργάνωση η οποία εξανάγκαζε τα θύματά της να εκδίδονται αντί 100-120 ευρώ τη φορά, από τα οποία οι ίδιες εισέπρατταν ελάχιστα καθώς τη μερίδα του λέοντος αποσπούσε το κύκλωμα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από τα στοιχεία της δικογραφίας οι ημερήσιες εισπράξεις έφταναν –κατά μέσο όρο– τις 25.000 ευρώ. Τα νυχτερινά κέντρα, τύπου στριπτιζάδικα, στα οποία φέρεται να διαδραματιζόταν ένα από τα πιο σκληρά επεισόδια του δράματος των γυναικών, συνέχισαν να λειτουργούν χωρίς όμως να εμφανίζονται οι ίδιοι ιδιοκτήτες.
Αργότερα σχηματίστηκε και άλλη δικογραφία για τα ίδια εγκλήματα και με τους ίδιους εμπλεκόμενους. Η υπόθεση πήγε στον ανακριτή το 2010 και είναι αυτή που δικάζεται τώρα σε δημόσια συνεδρίαση μεν αλλά επί της ουσίας εν κρυπτώ και παραβύστω.
Η πρώτη δίκη έγινε το 2015 και η απόφαση ήταν καταδικαστική μόνο για τέσσερις (από τους 23) κατηγορουμένους, ανάμεσά στους οποίους ήταν και ο Αγγ. Γιαννακόπουλος, στον οποίο επιβλήθηκε κάθειρξη δέκα ετών και έξι μηνών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι δημοσιευμένα στο ΓΕΜΗ, εμφανίζεται μέτοχος από κοινού με συγγενικό του πρόσωπο στην αλυσίδα φούρνων Το Χωριάτικο. Στους άλλους τρεις επιβλήθηκαν ποινές από δέκα έως δωδεκάμισι έτη. Και οι τέσσερις αφέθηκαν ελεύθεροι με καταβολή εγγυοδοσίας από 20.000 έως 200.000 ευρώ και περιοριστικούς όρους.
Όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Σε όσες περιπτώσεις είχε υπάρξει διαφωνία στην ετυμηγορία ως προς την ενοχή μειοψήφησε η πρόεδρος της έδρας υπέρ των κατηγορουμένων. Το δικαστήριο αναγνώρισε κατά πλειοψηφία το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου στους τέσσερις παρά την αντίθετη εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας. Το εφετείο δεν έχει ακόμη εκδικαστεί.
Και στη μια δίκη και στην άλλη που γίνεται τώρα εκλείπουν (οποία έκπληξη!) οι διά ζώσης μαρτυρίες θυμάτων… Οι δικαστές περιορίζονται στην ανάγνωση των καταθέσεών τους.
Ο αστυνομικός που μιλούσε… γενικά
Το Documento παρακολούθησε την τελευταία συνεδρίαση όπου εξετάστηκε ο επικεφαλής της επιχείρησης της αστυνομίας που είχε οδηγήσει στη σύλληψη των κατηγορουμένων. Στην κατάθεσή του ωστόσο απέφυγε να αναφερθεί σε λεπτομέρειες για την υπόθεση και απαντούσε γενικά για το πώς λειτουργούν σε ανάλογες περιπτώσεις τα κυκλώματα σωματεμπορίας. Για το πώς δηλαδή προσεγγίζουν τις κοπέλες, πώς πληρώνουν τα έξοδα μετακίνησης για να έρθουν στην Ελλάδα κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε εύλογες ερωτήσεις από της έδρα αλλά και συνηγόρων υπεράσπισης, ο αστυνομικός απαντούσε: «Δεν μπορώ να ξέρω ως μάρτυρας», «Μιλώ γενικά και όχι γι’ αυτή την υπόθεση», «Από την εμπειρία μου από άλλες υποθέσεις» κ.ο.κ.
Σε ερώτηση δε του Μιχάλη Δημητρακόπουλου, συνηγόρου του Αγγ. Γιαννακόπουλου αναφορικά με την κατηγορία που βαραίνει τον πελάτη του, ο αστυνομικός απάντησε: «Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν η παρουσία του στο Αλκατράζ (σ.σ.: στριπτιζάδικο)». Σε ερώτηση της προέδρου αν οι κοπέλες που εργάζονταν στα νυχτερινά μαγαζιά είχαν απειληθεί, εκβιαστεί ή παραπλανηθεί, απάντησε ξερά: «Δεν το ξέρω αυτό».
Γιαννακόπουλος: «Κατηγορούμαι άδικα»
Στην απολογία του ο Αγγ. Γιαννακόπουλος αναφέρθηκε στο πώς γεννήθηκε η ιδέα να δραστηριοποιηθεί στον χώρο των νυχτερινών μαγαζιών. «Δούλευα στα αρτοποιεία και γύριζα τα βράδια σε κάποια κλαμπ. Μου αρέσουν οι γυναίκες και διασκέδαζα. Τότε έκανα σχέση με μια κοπέλα και αποφασίσαμε να ανοίξουμε ένα κλαμπ μαζί. Στη συνέχεια όλο και μεγάλωνε η δουλειά στα αρτοποιεία και έτσι αποφάσισα να το πουλήσω (το Αλκατράζ). Κατηγορούμαι άδικα. Μου αρέσουν οι γυναίκες, γι’ αυτό άνοιξα αυτό το μαγαζί» συμπλήρωσε.
Σε ερώτηση της προέδρου γιατί κάποιο από τα πρόσωπα είχε καταθέσει ότι αναγνώρισε ως ιδιοκτήτη του Αλκατράζ τον ίδιο ακόμη και μετά την πώληση του μαγαζιού, ο Αγγ. Γιαννακόπουλος απάντησε: «Όταν πούλησα το μαγαζί, ο Ζεβλεκάρης δεν είχε να μου δώσει όλα τα χρήματα. Πήγαινα σε τακτά χρονικά διαστήματα για να τα πάρω, είχαμε φιλική σχέση. Ασχολούμουν μόνο ως πελάτης».
Ερωτηθείς από τον εισαγγελέα της έδρας κατά πόσο γνώριζε τις συγκατηγορούμενές του Κολεσνίκοβα και Βλασένκο, ανέφερε ότι με τη Βλασένκο είχε σχέση, ενώ για την Κολεσνίκοβα σημείωσε πως πήγαινε «στο Ριτόρνο, το κλαμπ στο οποίο δούλευε ως στιλίστρια», κάτι που υποστήριξε και η ίδια στην απολογία της.
Με το συγκεκριμένο κλαμπ ανέφερε ακόμη ότι ο ίδιος είχε σχέση μόνο ως «πελάτης». Οταν ρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν πελάτης του κλαμπ που έκανε λογαριασμό εκατοντάδων ευρώ να είπε στον Πρ. Ζεβλεκάρη ότι «θα το κανόνιζε με τον Γιαννακόπουλο», απάντησε: «Το Ριτόρνο ήταν της μητέρας του κ. Ζεβλεκάρη και επειδή είχαμε φιλία θα το κανόνιζε» ανέφερε ο Αγγ. Γιαννακόπουλος. Από την πλευρά του ο Πρ. Ζεβλεκάρης υποστήριξε στην απολογία του ότι το Ριτόρνο ανήκει στον ίδιο και συγκεκριμένα στη μητέρα του, ενώ το Αλκατράζ το αγόρασε από τον Γιαννακόπουλο, ο οποίος «ερχόταν για να πάρει τα λεφτά του». «Δεν έχω απειλήσει ποτέ, οι κοπέλες έρχονταν να εργαστούν μέσω αγγελιών» ισχυρίστηκε.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ
Οργάνωση με διακριτούς ρόλους
Κατηγορούμενοι είναι 20 πρόσωπα, Έλληνες και αλλοδαποί. Οι οκτώ φέρονται να έχουν σημαίνοντα ρόλο καθώς τους αποδίδεται ότι «από το 2007 έως τις 2/12/2010 συγκρότησαν, παρέμειναν ως ενταγμένα μέλη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα αποτελούμενη από τρία άτομα (εγκληματική οργάνωση) που επιδίωκε τη διάπραξη κακουργημάτων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 351 ΠΚ (σωματεμπορία)».
Η οργάνωση «είχε διακριτούς και κατανεμημένους ρόλους δράσης , βάσει οργανωμένου σχεδίου».
Οι οκτώ που κατά την κατηγορία μοιράζονται τη διεύθυνση της οργάνωσης είναι οι Αγγελος Γιαννακόπουλος, Πρίαμος Ζεβλεκάρης, Στέργιος Μπουτουρίδης (ή Sergey ή Seri ή Ser), Βλαντισλάβ Μπουτουρίδης, Nataliya Kolesnikova (ή Sveta ή Natasha ή Natela ή Natalia ή γιαγιά), Ekaterina Vlasenko (ή Katia), Marina Nagibina Streltsova και Anna Khamitova.
Οι υπόλοιποι φέρονται ως απλά μέλη της οργάνωσης. Θύματα ήταν «γυναίκες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που βίωναν τη φρίκη της “εργασίας” στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης που ελέγχονταν από την οργάνωση…».
Πώς παρέσυραν τα θύματα
Ως «κράχτες», σύμφωνα με την κατηγορία, εμφανίζονταν η Nagibina που είχε ανοίξει γραφείο ευρέσεως εργασίας στην πόλη Χαμπάροφσκ της Ρωσίας και η Khamitova, υπεύθυνη του γραφείου. Επειθαν τις γυναίκες ότι θα τις στείλουν για δουλειά ως χορεύτριες στον καλοπληρωμένο… παράδεισο της νυχτερινής διασκέδασης στην Αθήνα, «εκμεταλλευόμενες την ευάλωτη οικονομική – κοινωνική τους θέση». Στη συνέχεια τις προωθούσαν στην Ελλάδα με τη συνεργασία της Κatia, που… έκανε το παζάρι, καθώς «διαπραγματευόταν την αγοραπωλησία τους, είτε μόνη είτε με τη συνεργασία της Streltsova, με τους Γιαννακόπουλο, Ζεβλεκάρη και Βλαντισλάβ Μπουτουρίδη». Στην Ελλάδα τις επιτηρούσε η Natela, που εμφανίζεται ως στενή συνεργάτιδα των φερομένων διευθυντών της οργάνωσης. Τα θύματα παραλάμβαναν από τα αεροδρόμια ο «Sergey» ή συνεργάτες του που είχαν την ευθύνη για τη «μεταφορά, προώθηση, κατακράτηση, πρόσληψή τους σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας ή της επαρχίας, την εγκατάστασή τους σε μισθωμένα διαμερίσματα ή ξενοδοχεία, τη σίτιση, εποπτεία, νουθεσία με απειλές, τις αμοιβές, τις αποδόσεις, την παράνομη νομιμοποίησή τους».
O αφανής ιδιοκτήτης
Κατά το βούλευμα, «ο Αγγ. Γιαννακόπουλος ήταν αφανής ιδιοκτήτης των κέντρων Alcatraz, Grand Ritorno, Moulin Bleu και Star από κοινού με τον Ζεβλεκάρη ή Άκη ή “μικρό Α” ή “μικρό” . Ο Ακης φερόταν ως ιδιοκτήτης των Ritorno και Alcatraz, η δε μητέρα του ως ιδιοκτήτρια των Grand Ritorno και Star ενώ στην πραγματικότητα ήταν ιδιοκτήτης από κοινού με τον Γιαννακόπουλου των κέντρων στα οποία εξαναγκάζονταν με απειλές να εργαστούν τα θύματα».
Από την οργάνωση φέρεται ότι ελέγχονταν και άλλα κέντρα στα οποία προωθούνταν οι κοπέλες επί των λεωφόρων Συγγρού, Δημοκρατίας, Τατοΐου, Αθηνών αλλά και στη Λαμία, τη Σκύδρα Πέλλας, τη Φλώρινα, την επαρχιακή οδό Λάρισας – Καρδίτσας, στα οποία ιδιοκτήτες φέρονταν μέλη της οργάνωσης. Αλλοι ήταν στην υποδοχή των κέντρων, άλλοι πλήρωναν τα ενοίκια, άλλοι έκρυβαν τα διαβατήρια, άλλος πηγαινοέφερνε στα κέντρα τις γυναίκες…
Το ξέπλυμα και οι φούρνοι
Σύμφωνα με το βούλευμα, «ο Άγγελος Γιαννακόπουλος ξέπλενε το παράνομο χρήμα επενδύοντας τα κέρδη στο “ Χωριάτικο” που εκπροσωπούνταν νόμιμα από αυτόν και είχε την εκμετάλλευση αλυσίδας 17 αρτοποιείων στην Αττική και επεδίωκε και την επέκτασή της». Μέρος των κερδών φέρεται να διαχειρίζονταν και άλλοι κατηγορούμενοι στους οποίους επίσης αποδίδεται και η κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος).
Κατηγορούμενος είναι και ένας δικηγόρος που φέρεται ότι είχε αναλάβει την επ’ αμοιβή έκδοση γνήσιων αλλά και την κατάρτιση πλαστών βιβλιαρίων υγείας, αδειών διαμονής και εργασίας στο όνομα των γυναικών-θυμάτων, τα οποία έγγραφα φρόντιζε να εκδίδονται κατά προτεραιότητα φίλος του αστυνομικός.
Τα μαρτύρια των γυναικών
Σύμφωνα με το βούλευμα, οι κοπέλες υποχρεούνταν «να επιδίδονται ημίγυμνες σε ετεροφυλικές και ομοφυλοφιλικές ερωτικές πράξεις επί σκηνής, να χρησιμοποιούν ερωτικά βοηθήματα και πλαστικά ομοιώματα ανδρικών μορίων, να πραγματοποιούν ερωτικά ραντεβού εντός κι εκτός καταστημάτων, να εκδίδονται με αόριστο αριθμό ανδρών έναντι αμοιβής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παρακρατούσαν οι κατηγορούμενοι, αποδίδοντάς τους μικρό μέρος ή και μηδενικό σε πολλές περιπτώσεις. Τις απειλούσαν με απέλαση, περιόριζαν ή απαγόρευαν εντελώς την επικοινωνία με φιλικά – συγγενικά πρόσωπα, τις υποχρέωναν να κάνουν εικονικούς γάμους με Έλληνες, να υπογράφουν συμβόλαια ότι δήθεν όφειλαν υπέρογκα ποσά στην οργάνωση, ώστε να τις εξαναγκάζουν να κάνουν όσα τους επέβαλαν, απειλώντας τες ότι σε διαφορετική περίπτωση το χρέος θα επιβάρυνε τις οικογένειές τους, ασκώντας ψυχολογική και σωματική βία».